Έτυχε· στα μέσα της δεκαετίας του 1960, έφηβος εγώ τότε, να κοιταζόμαστε με τον συνθέτη σχεδόν κάθε μέρα, αντικριστά απ’ το μπαλκόνι μας καθένας· μιας και ήμασταν κοντινοί γείτονες: Μια πολύ ιδιόμορφη επικοινωνία, για μια πενταετία περίπου, η οποία όμως δεν θα είχε και ιδιαίτερη σημασία αν κάμποσα χρόνια μετά, όταν εκείνος δεν ζούσε πλέον, δεν αρχίζαμε να κοιταζόμαστε απ’ το ίδιο μπαλκόνι με μια κοπέλα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο· μα γιατί άρεσε ο ένας στον άλλον. Εκ του οράν το εράν’, άλλωστε. Άρα θέλοντας και μη, πλησίασα και έζησα μέσα στον κόσμο του Γιάννη Χρήστου· αφού με την κοπέλα εκείνη τη Σάντρα· που ήτανε κόρη του- πορευτήκαμε για πολλά χρόνια μαζί ως νεαροί ερωτευμένοι, ως σύζυγοι, χωρισμένοι, φίλοι. Αλλά κι αυτό ακόμη, από μόνο του, δεν σημαίνει και πολλά. Ο ξαφνικός θάνατος όμως του συνθέτη στα σαράντα τέσσερά του χρόνια, τα είχε τινάξει όλα στον αέρα κι έτσι έλαχε σ’ εμάς, νέο ζευγάρι τότε, να πασκίζουμε να βάλουμε κάποια τάξη όπου ήταν εφικτό. “Διάσωση” και “διάδοση”, ήταν η επωδός μας. Με σεβασμό και σοβαρότητα. Με τα ίδια αισθήματα πάντα προσπάθησα να φτιάξω και το χρονικό αυτό καταγράφοντας ό,τι είχε συσσωρευτεί από τότε μέσα μου. Χωρίς να κάνω ένα τυπικό μνημόσυνο τιμώντας τη μνήμη του, ούτε μιαν αγιογραφία, και ασφαλώς όχι κάποιαν επιστημονική διατριβή. Χωρίς να απευθύνομαι σε ειδικούς. Χωρίς σοβαροφάνεια και ψεύτικη βαρύτητα. Θέλοντας μόνο να φτιάξει ένα ενδιαφέρον ελπίζω ανάγνωσμα· ακριβές και ειλικρινές μέσ’ από καταστάσεις και γεγονότα που έζησα.
(Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)