You are currently viewing Αλέξανδρος Αδαμόπουλος: Η Παναγιά τñς Ηδονής

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος: Η Παναγιά τñς Ηδονής

  Η χαράδρα, άμα τη δεις από ψηλά, είναι σα μια μαχαιριά μέσα στη γη· σαν πληγή που τρέχει μαύρο αίμα. Εκεί που στενεύει πολύ και τρέχει ο καταρράκτης, λίγο πριν τις Πόρτες, είναι άγνωστα μέρη, άγρια· ρουμάνι όπου κανείς δεν περπατάει πια.

Κι εκείνος τι σόι ρασοφόρος ήταν κι όλοι εκεί γύρω τον είχανε περί πολλού;

Είκοσι χρόνια μόνος· κανέναν δεν ήθελε κοντά.

Ερημίτης λέει, ασκητής· άγιος άνθρωπος.

 

Ώρες σκαρφάλωνα στα κατσάβραχα να φτάσω στην κορφή, στο φρύδι του γκρεμού· κι άντε πάλι μετά να κατέβω στο φαράγγι μέσ’ από έν’ απότομο τόσο δα στενό μονοπάτι όλο βάτα κι αγριόχορτα. Πώς δεν έσπασα κανένα πόδι γλιστρώντας δυο φορές. Και σκίστηκα στο μέτωπο και λαβώθηκα σ’ όλο μου το κορμί εδώ κι εκεί πάνω στ’ αγκάθια. Τουλάχιστον ας με λυπηθεί αντικρίζοντάς με έτσι ματωμένο, αντί να με πάρει με τις πέτρες κοιτώντας με άγρια, θολά, μέσ’ από ένα πυκνό σύννεφο καπνού. Ξεχασμένο απολίθωμα· άλλης γενιάς, γέρος σχεδόν. Νευρώδης όμως, λιπόσαρκος, ηλιοκαμένος, μ’ ένα δρεπάνι στο χέρι· ίδιος ο Χάρος.

 

-Εσύ ξανά;’ μου πέταξε άγρια.

-Όχι· εγώ…

-Τι θέλεις πάλι;

-Μα γέροντα, εγώ δεν…

Με κοίταξε λίγο πιο ανθρώπινα:

-Μοιάζεις με… μοιάζου με…’ συλλάβισε αχνά κι αόριστα.

 

Τι να του θύμισα πρωί-πρωί; Με τι να μοιάζω άραγε και ράγισε έτσι ξαφνικά και θρυμματίστηκε μπροστά μου· λύθηκε κι άρχισε να τραυλίζει πως μοιάζουμε; Πώς μοιάζουμε· από πού κι ως πού; Ζαλισμένος έκανε μια στιγμή κάπως να ’ρθει στα συγκαλά του· να ξεπεζέψει απ’ την πλάνη του, να ξεφύγει απ’ τη δίνη που στροβιλιζόταν μέσα του και στηρίχτηκε σ’ έναν παλιό ξύλινο σταυρό που ξεφύτρωνε απ’ το χώμα· κάποιο μνήμα ίσως. Βούλιαξε στο πεζούλι δίπλα, χαμένος ξανά μέσα στους ίδιους καπνούς και συνέχισε παραλοϊσμένος να μιλά στον ίσκιο μου αγνοώντας με εντελώς και να λέει πάλι τα δικά του.

 

Καθόλου πρωτότυπο: Ήταν ένας και ήταν μία…

 

-Σαν τα κρύα τα νερά· όμορφη σα νεράιδα… Μαυρομάτα. Φιδόλιγνη. Αερικό· πώς να κρυφτεί με μια μαντήλα; Γελούσε και ντρεπόσουνα μπρος στα γυμνά της δόντια. Όχι κοντή· φυσέκι γρήγορη, φτερούγιζε, δεν περπατούσε· πέταγε… Ο Διάβολος έχει πολλά ποδάρια… Κι όταν εχόρευε λικνίζονταν όλοι μαζί της. Είκοσι χρόνια πάνε πια· τριάντα… Ίδια η Παναγία…

 

Ενοχλήθηκα πολύ μ’ αυτό το τελευταίο, μα ολότελα θολωμένος δεν σταματούσε πια.

Εικονογράφηση Σάντρα Χρήστου

 

-Στόχος όλων ήτανε, μα δεν ήταν κανενός… Ώσπου κάποια φορά με εί·τον είδε… Εκείνη τον έβαλε στο μάτι… ‘Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα’… Τον ήθελε κι ας είχε κι άλλον. Σμίξανε. Σμίγανε. Δυο χρόνια. Τρία. Ο Παράδεισος και η Κόλαση μαζί. Ζόφος… Γίναμ·έγιναν ένα… Λάσπη άμορφη πάνω στον τροχό του Πλάστη. Πηλός με πηλό και οι δυο μέσα στα χέρια Του. Μορφές αξεδιάλυτες· να γίνουν ένα. Κι ας είχε κι άλλον… Είχε κι άλλον κρυφά, η λάμια… Δαίμονας… Αγγελική ψυχή· κολασμένη… Θου Κύριε…

 

Σηκώθηκε αγκουσεμένος, μαύρος σκοτεινός κοιτώντας ψηλά, φερμάροντας τον ουρανό. Έκανε να σταυροκοπηθεί μα τον εμπόδισε το δρεπάνι που κρατούσε στο δεξί. Τα μάτια του κόκκινα κάρβουνα δακρυσμένα· κλαμένη λάβα ν’ αρχίσει να κυλάει. Ένα ηφαίστειο όλος, γυρεύοντας να σπείρει όλεθρο. Τα χείλια του έτρεμαν στάζοντας δηλητήριο. Η ανάσα του βαριά· καυτός καπνός θυμωμένος. Αγκομαχούσε σα λαβωμένο αγρίμι. Αργά κούνησε λίγο το χέρι. Κοκάλωσε απειλητικά, έτοιμος να χιμήξει. Φοβήθηκα· μα τι να κάνω, τι να πω· δε μ’ έβλεπε, δεν υπήρχα. Το ύψωσε μια σπιθαμή, λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα. Έβγαλε μια τρομερή κραυγή που τον κατάπιε ολόκληρον κι άξαφνα έγινε όλος μία σκιά, ένα λιγνό μαύρο τόξο· μια επικίνδυνη χορδή τεντωμένη που μ’ απέραντη λύσσα σφεντόνισε επιδέξια το δρεπάνι πάνω σ’ έν’ αρχαίο κυπαρίσσι, όπου καρφώθηκε σβουρίζοντας δαιμονισμένα.

 

Απόμεινε έν’ άψυχο θερισμένο σκιάχτρο κοιτώντας τις γυμνές παλάμες του.

 

-Ήμαρτον Κύριε…

 

Και τρέμοντας σύγκορμος σωριάστηκε χάμω σαν άδειο ασκί· θρηνώντας, κλαίγοντας γοερά, γδέρνοντας κι αλύπητα χτυπώντας το κεφάλι του πάνω στο χώμα.

 

-Ήμαρτον Κύριε· δεν το ’θελα… Ιλάσθητί μοι τῷ αμαρτωλῷ…

 

Αθήνα 17 Αυγούστου 2024   ©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος

*   *   *

 Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και παρακολούθησε μεταπτυχιακά –Sociologie Politique– στη Σορβόννη. Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος τής μη κερδοσκοπικής ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’. Διετέλεσε μέλος και γενικός γραμματέας τού δ.σ τού Εθνικού Θεάτρου. Οι συλλογές διηγημάτων του «Δώδεκα και ένα ψέματα» και «Ψέματα πάλι» κυκλοφόρησαν στη Γαλλία Γερμανία Ολλανδία Τουρκία Ινδία. Το θεατρικό «Ο Σιμιγδαλένιος» παρουσιάστηκε αγγλικά στο Wesley College τής Μελβούρνης, τουρκικά στο Κρατικό Şehir Tiyatro τής Κωνσταντινούπολης, ενώ εδώ έχει ανέβει σε πάνω από 85 διαφορετικές παραγωγές (Εθνικό Θέατρο, Κ.Θ.Β.Ε, πολλά ΔΗΠΕΘΕ κ.α.) Άλλα έργα: «Το τσιγάρο και η γιόγκα», «Οχιναιλέγοντας», «Ίναχος ο γιός τού Ωκεανού», «Τα όχι τού ΝΑΙ», «Οι Δαιμονισμένοι», «Auguste Rodin Διαθήκη», «Ο Αδάμ και το μήλο», «Ο κύκλος που δεν κλείνει», «Χύμα», «Για τον Γιάννη Χρήστου».

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.