Το παραμύθι της Παυλίνας Παμπούδη, όπως καταγράφεται στα βιβλία της,[1] είναι εντελώς πρωτότυπο, σύγχρονο, νεωτερικό, πνευματώδες και ανατρεπτικό, πολύ κοντά στη σύγχρονη ποίηση, και άμεσα σχετιζόμενο με τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Ιδιαίτερα, το βιβλίο της Τρελαμένα παραμύθια θα μπορούσαμε να το εντάξουμε και στη λεγόμενη «μαθηματική λογοτεχνία». Η ποιητική της φαντασία φωτίζει πλευρές της καθημερινής μας πραγματικότητας. Με πολύ ευφάνταστο και υπαινικτικό τρόπο οι παραμυθικές ιστορίες της Παυλίνας Παμπούδη μάς μιλάνε για τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Για τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων της εποχής μας.
Ο τρόπος στον οποίο αναφερόμαστε παραπάνω, με άλλα λόγια η ποιητική της γραφή, αρχίζοντας από το πρώτο της βιβλίο, δεκαπεντέμισυ κάπως περίεργα παραμύθια, δεν είναι συνηθισμένος, πολύ περισσότερο μάλιστα δεν είναι ανεπιτυχής. Τα πιο απίθανα, τα πιο περίεργα ή και αντίθετα πράγματα συνυπάρχουν στην παραμυθική ιστορία. Οι λεκτικές συνάψεις (που στο κείμενο ξαφνιάζουν τον αναγνώστη) συνδυάζουν λέξεις «απομακρυσμένες», λέξεις που λειτουργούν συνειρμικά και δημιουργούν συνειρμούς συμβολικού νοήματος. Η αίσθηση του μαγικού που αποκομίζει ο αναγνώστης στηρίζεται στη σουρεαλιστικής καταγωγής ποιητική γραφή της. Στο παραμύθι «Ο κάκτος και ο υδραυλικός», λόγου χάριν, ακόμη και οι λέξεις του τίτλου μάς θυμίζουν τη σουρεαλιστική αυτόματη γραφή, εφόσον συσχετίζουν συνειρμικά το άνυδρο τοπίο όπου φύεται και ευδοκιμεί ο κάκτος με το επάγγελμα ενός ανθρώπου, το επάγγελμα του υδραυλικού, που προϋποθέτει, αντιθέτως, το υγρό στοιχείο, το νερό. Και ο ακραίος αυτός νοηματικός συσχετισμός της απρόβλεπτης αντίθεσης καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει καμία δέσμευση της συγγραφέως στις επιλογές και τους συνδυασμούς των λέξεων, γιατί όλα τα χρησιμοποιεί προσχηματικά και ότι ο στόχος της είναι να ανατρέψει τα γνωστά και παραδοσιακά στερεότυπα που συνήθως διαβάζουμε στο παραμύθι, εκτός βέβαια από τη δημιουργία ιστοριών, τη συγγραφή παραμυθιών, εφόσον βάζει τους αφηγητές της να διηγούνται την ιστορία ακόμη και αντίστροφα, δηλαδή από το τέλος προς την αρχή είτε και αποσπασματικά («Ο κάκτος και ο υδραυλικός»), ακόμη και τους ήρωες να προφέρουν αντίστροφα τις φράσεις στο εκφώνημα («Ο Πίπερμαν»).
Στα παραμύθια της συγγραφέως, που είναι αλληγορίες της σύγχρονης ζωής, άλλοτε με καυστικό κι άλλοτε με ειρωνικό και υπαινικτικό τρόπο επιδιώκεται η ανατροπή των στερεότυπων: της οικογένειας και των έμφυλων ρόλων των μελών μιας οικογένειας με παιδιά («Ο Χρυσόμου»), των στερεότυπων ρόλων της βασιλικής εξουσίας, της ιεραρχίας, και ενγένει του βασιλικού ή του εθιμικού τρόπου ζωής («Ο βασιλιάς, το φίδι και το ποντίκι»), ενός σύγχρονου υπαλλήλου γραφείου που εργάζεται νυχθημερόν, αλλά δεν καταλαβαίνει γιατί κουράζεται και φθείρεται, ενώ καταβάλλει τεράστιες και ανυπέρβλητες προσπάθειες.
Άλλοτε πάλι η συγγραφέας στηλιτεύει και ειρωνεύεται την άγνοια ή την εσκεμμένη παραποίηση των πραγμάτων από τους ανθρώπους. Τις προκαταλήψεις των μεγάλων απέναντι στους μικρούς («Το Χεχέ»). Σχολιάζει έξυπνα τις αρνητικές πλευρές της κοινωνικής ζωής, την κατασκευή των ειδήσεων, την πλύση εγκεφάλου, τον ιδεολογικό πόλεμο, κλπ. («Ο Μπούλης»). Στο παραμύθι «Ο Μακηλάκης», με τον κυρίαρχο εικονιστικό συμβολισμό του δικέφαλου ήρωα υποβάλλεται ο διάλογος, η αξία του διαλόγου, ακόμα και του αδιέξοδου, ενώ στο παραμύθι «Ο Γάου και το ανθρωπάκι του», με την ειρωνική αντιστροφή ρόλων των σκυλιών και των ανθρώπων αναπαριστάνεται ο απανθρωπισμός του ανθρώπου απέναντι στα ζώα. Εκτός από την αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων και την ανατροπή των στερεότυπων στα παραμύθια της Παμπούδη, η κοινωνική κριτική γίνεται με ειρωνεία και καυστικότητα αλλά και με τη συνδρομή του μαγικού, όπως λόγου χάριν όταν υποστηρίζεται ότι το τυπικό προσόν ενός δημόσιου υπάλληλου είναι το να είναι αόρατος (σελ. 72), αλλά και με την ανατροπή των στερεότυπων της παραμυθικής ποιητικής. Έτσι δεν εξαιρούνται ούτε οι ομότεχνοι συγγραφείς παραμυθιών, που αναμασούν, αναδιηγούνται ή προσαρμόζουν χωρίς λόγο ή και χωρίς επιτυχία παλιά παραμύθια. Από τη νεωτερική και ανατρεπτική αυτή οπτική δεν ξεφεύγουν ούτε τα δικά της παραμύθια, που τα αφήνει ανοιχτά στο τέλος της διήγησής της («Η ιστορία της Πριγκίπισσας Ρε», «Η ιστορία της εύθυμης Μαίρης», «Ο Πίπερμαν»), γιατί απλώς ολοκληρώνονται μ’ αυτόν τον τρόπο, δίνοντας δηλαδή την αίσθηση του ημιτελούς με την απότομη διακοπή της αφήγησης («Ο γάτος, ο κύριος και η κυρία»), επιλογή η οποία προσδίδει και αυτοαναφορική λειτουργία στον πράγματι νεωτερικό και σύγχρονο παραμυθικό λόγο της συγγραφέως.
***
Η ονοματοποιία των προσώπων, των χαρακτήρων, των όντων, γενικότερα, που κατοικούν στην παραμυθική ενδοχώρα της Παμπούδη, σε γενικές γραμμές, υπακούν στη σύμβαση του παραμυθικού γένους. Τα ονόματα ηρώων, όπως ο «Ουφ», η «Όχου», ο «Αγαπουλαμού», και πολλά άλλα, αποτελούν παραδείγματα μιας τέτοιας κατονομασίας, που δεν χρησιμοποιεί καθημερινά κύρια ονόματα προσώπων. Τα ονόματα που χρησιμοποιεί στο έργο 24 παραμύθια (για γέλια και για γράμματα) διαφοροποιούνται. Σ’ αυτό χρησιμοποιούνται πολλά κύρια ονόματα, επειδή η λεξιλογική οργάνωση του κειμένου υποχρεώνει στην επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το ίδιο γράμμα, λ. χ. « Ο Αποστόλης και η Αναμπέλα», «… ήταν ένα άσπρο, αδύνατο, άλογο που το λέγαν Αποστόλη,…» και μια αλεπού «… το πλησίασε μια άσχημη αλεπού που τη λέγαν Αναμπέλα, …», όπου κυριαρχούν οι λέξεις που αρχίζουν από Α. Ωστόσο, και εδώ εγκαθίσταται μια ποιητική, μια αιτιολογημένη σχέση και ως εκ τούτου το κύριο όνομα αποκτά συμβολική αξία για το συνολικό νόημα του κειμένου και αυτή η σχέση δικαιολογεί και περαιτέρω την επιλογή: δίνονται ανθρώπινα ονόματα σε ζωόμορφους ήρωες, πράγμα που αίρει την καθημερινή λογική και πρακτική χρήση των ονομάτων των προσώπων και που τελικά λειτουργεί ως συμβολισμός και αλληγορία για το παραμύθι. Τα ονόματα ηρώων που συνοδεύονται από επιθετικούς προσδιορισμούς, όπως «ο τυχερός Τζόναθαν», «η πριγκίπισσα Ρε», «η εύθυμη Μαίρη» λειτουργούν όπως και τα «Κοκκινοσκουφίτσα», «Σπιθούλας» του παραδοσιακού παραμυθιού.
***
Στον μαγικό κόσμο του βιβλίου της Τρελαμένα παραμύθια, όπως και στα άλλα παραμύθια, το υπερφυσικό αποτελεί την πρώτη ύλη του αναπαριστάμενου κόσμου, το μη πραγματικό χαρακτηρίζει και εμποτίζει τα πάντα και καταργεί κάθε συνηθισμένη ανθρώπινη εμπειρία χώρου και χρόνου:
«Η Ρε είχε πολλούς πατεράδες και ζούσε στο μακρινό βασίλειο του Λέξις Ρέρουμ, ένα μικρό κρατίδιο που βρισκόταν συνήθως σ’ ένα εύφορο χωροχρονικό ασυνεχές μεταξύ Σαχάρας και Ερζερούμ, με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία.»
«Η ιστορία της Πριγκίπισσας Ρε», σελ. 11
Εύλογα, λοιπόν, ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί ποια είναι η σχέση του πεποιημένου κόσμου του παραμυθιού της με τον πραγματικό κόσμο. Πρόκειται όμως για μια πολύπλευρη διακειμενική σχέση, από λογική και ιδεολογική άποψη πολύ ενδιαφέρουσα. Η κοινή, η μαθηματική, και η φυσική λογική ανατρέπονται, γιατί τα φυσικά ουράνια σώματα (άστρα) πολλαπλασιάζονται με μουσικές νότες και διαιρούνται με φυσικές εικόνες. Οι ανθρώπινες συναισθηματικές καταστάσεις, τα φυσικά ουράνια σώματα, όλα τα ορατά και τα αόρατα, η φαντασιακή και μαγική λειτουργία του χωροχρόνου,[2] συναιρούνται και δημιουργούν μια χαοτική λογική, μια συναισθηματική αταξία που διαμορφώνει έναν φανταστικό κόσμο εντελώς πρωτότυπο, έναν κόσμο της ανατροπής των πάντων διά πάντων και μια αισθητική του χάους, εξ ου και ο τίτλος Τρελαμένα παραμύθια.[3]
Στη μυθοπλασία της Παμπούδη, η έννοια του μαγικού καλύπτει ένα χαοτικό σύμπαν όπου οι συμβατικές έννοιες του χώρου και του χρόνου καταρρίπτονται, οι ανθρώπινες εμπειρίες των αισθήσεων και των συναισθημάτων σχετικοποιούνται και αλληλοσυσχετίζονται, οι ψυχικές διαθέσεις καθορίζουν τις υποστάσεις ανθρώπων και πραγμάτων:
Αυτό το μαγικό χωριουδάκι δεν αναφερόταν σε κανένα χάρτη και σε κανένα τουριστικό οδηγό, για το λόγο ότι ήταν αόρατο. Δε θα μπορούσες ποτέ να το βρεις. Ακόμη κι αν βρισκόσουν εκεί κατά λάθος, πάλι δε θα το έβρισκες γιατί δε θα μπορούσες να δεις πού βρίσκεσαι. Ακόμη όμως κι αν έβλεπες πού βρίσκεσαι, πάλι δε θα καταλάβαινες τίποτα, για το λόγο ότι εκεί τίποτα δεν έμοιαζε με τίποτα.
«Η εκδρομή της Λιλαλιλή», σελ. 39
Η χαοτική αισθητική στηρίζεται στην κατάργηση της συμβατικής λογικής, των κοινών αισθήσεων και συναισθημάτων, στην εμψύχωση αντικειμένων, στη διακειμενικότητα (σελ. 19), στις συνεχείς μεταμορφώσεις, και επιτυγχάνεται με γλωσσικές τεχνικές συνειρμών σουρεαλιστικής καταγωγής («αυστηρή πολυθρόνα», «πεθαμένο σουτιέν», (σελ. 52), «η μιάμιση μαμά» δέχεται «ενάμισι φιλί», γιατί η Λιλαλιλή την αποκαλεί «μαμαμά», (σελ. 42), «μισή μαμά», επειδή η μαμά τη «ρωτά με μισό στόμα», (σελ. 42)).
Στο παραπάνω παραμύθι, ο αφηγητής υιοθετεί την οπτική γωνία της Λιλαλιλής και των άλλων προσώπων της ιστορίας. Έτσι, εκτός από παντογνώστης γίνεται και πανόπτης, ένας πραγματικός θεός που κινεί τα πάντα και βλέπει με τα μάτια της μάγισσας Λιλαλιλής καθώς περιγράφει «τα ανθρώπινα πράγματα». Η Λιλαλιλή, η Μαντάμ Τσου, ο Μπιρλίμπιν, τα μαγισσάκια Ωμπερνά και Ναρλένα, και τα άλλα της ιστορίας, μελετούν τους ανθρώπους που είναι «συνταξιούχοι του δημοσίου», «συμβασιούχοι αορίστου χρόνου», «αδιόριστοι εκπαιδευτικοί», «αστυνομικοί», «μια τυπική αθηναϊκή οικογένεια» και πολλούς άλλους της καθημερινότητας.
Η συγγραφέας, μέσα από μια ευφάνταστη ιστορία, μια αληθινή άσκηση της φαντασίας όπου η ανθρώπινη εμπειρία δοκιμάζεται και ελέγχεται για την απειρία ή την περιορισμένη της εμβέλεια, οργανώνει με θεαματικό τρόπο μια διαφορετική από τη συνηθισμένη ματιά τού γύρω μας κόσμου και φωτίζει διάφορες πτυχές του. Καταθέτει την ακινησία ανθρώπων και πραγμάτων, την έλλειψη κινητικότητας στην κοινωνία, την ανθρώπινη πλήξη, την παθολογία, τη διαφθορά, τον παραλογισμό της κοινωνίας, και την ομοιομορφία της στη σκέψη και τη δράση των ατόμων. Με τον ανατρεπτικό αυτόν τρόπο προσβλέπει σε μια νέα όραση των ανθρωπίνων πραγμάτων, σε μια ανανέωση των οριζόντων του αναγνώστη, χωρίς ευδιάκριτα όρια ηλικίας, κάτι πολύ πιο αξιόλογο και πολύ πιο ενδιαφέρον από ένα αναμάσημα παραμυθικών θεμάτων και μοτίβων που βρίσκουμε σε παλιότερα παραμυθικά αφηγήματα.
Στο παραμύθι «Η ιστορία της Πριγκίπισσας Ρε», η ειρωνεία διαπερνά σχεδόν κάθε σημείο δράσης της ιστορίας, από το όνομα και το βιογραφικό της Πριγκίπισσας Ρε που αναγράφονται στην αρχή της ιστορίας έως την ανακάλυψη και αποκάλυψη του αγαπημένου της πρίγκιπα Αχά, στο τέλος της. Με κύριο χαρακτηριστικό τη διακειμενικότητα, ο παραμυθικός λόγος περιγράφει υποβλητικά την ιστορία του πριγκιπικού γένους, την ευγενή καταγωγή, την ομορφιά, τα ενδιαφέροντα, την καθημερινότητα, την ερωτική περιπέτεια της Πριγκίπισσας Ρε:
Μέχρι στιγμής, η Ρε είχε δεχτεί τριακόσιες εξήντα τρεις προτάσεις γάμου από πρίγκιπες και γιους προέδρων Δημοκρατίας, μία από ένα διάσημο αφισοκολλητή-βομβιστή και δύο από αγνώστους μέσω e-mail. Παρ’ όλο όμως που κι εκείνη, όπως όλα τα κορίτσια, ονειρευόταν νύχτα παρά νύχτα τον πρίγκιπα των ονείρων της, δε σκεφτόταν ακόμη σοβαρά το γάμο, γιατί ήταν τόσο πολυάσχολη και αγαπούσε τόσο πολύ τα σπορ, που δεν προλάβαινε να ολοκληρώσει κανένα συγκεκριμένο συλλογισμό.
«Η ιστορία της Πριγκίπισσας Ρε», σελ. 13
Η ειρωνεία, με κύριο εργαλείο την υπερβολή και τον υπαινιγμό, γίνεται σαρκασμός υποβάλλοντας στον αναγνώστη ως σημαινόμενα, τον ατομισμό, τη ρηχότητα, την κενότητα και την ασημαντότητα της καθημερινότητας της πριγκίπισσας Ρε· η ηρωίδα πριγκίπισσα Ρε δεν είναι άλλο από το πορτρέτο μιας νεαρής Ελληνίδας ή όποιας άλλης εθνικότητας μιας μικροαστικής οικογένειας όπως θέλουν να την εμφανίζουν και να την προβάλλουν τα σύγχρονα Μ. Μ. Ε., μέσα από τη διαφήμιση, τις ειδικές εκπομπές, τα σύγχρονα νεανικά ενδιαφέροντα, και γενικά τον σύγχρονο τρόπο ζωής που διαμορφώνεται από την κοινωνία του θεάματος, της αφθονίας και της κατανάλωσης και όχι από την κοινωνική πραγματικότητα της δημιουργίας και της παραγωγής που διέπει τις διανθρώπινες σχέσεις.
Στο παραμύθι «Η ιστορία του τυχερού Τζόναθαν», η συγγραφέας σκιαγραφεί τον τύπο του τυχερού ανθρώπου και μέσα από τις διάφορες περιπέτειές του που αποθεώνουν την τύχη, δηλαδή το ανεξήγητο και συνεπώς μαγικό, κάνει έξυπνα σχόλια σε πολλές πλευρές της καθημερινότητας, από την οικονομία ως την πολιτική και την τέχνη, προσφέροντας στον αναγνώστη μια νέα όραση των πραγμάτων.
Το παραμύθι «Η ιστορία της εύθυμης Μαίρης» αποτελεί ένα ευθυμογράφημα, μια γελοιογραφία της ανευθυνότητας, της αδιαφορίας, της αναισθησίας, της γελοιοποίησης των πάντων που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία στο πρόσωπο-καρικατούρα της ηρωίδας:
Γενικά, η εύθυμη Μαίρη ήταν πολύ ευχαριστημένη από τη ζωή της. Δεν εύρισκε λόγο να μην της αρέσει ο εαυτός της, εφόσον δεν είχε ούτε καθρέφτη ούτε εργοδότη, και εφόσον θεωρούσε τα πάντα γελοία.
«Η ιστορία της εύθυμης Μαίρης», σελ. 80
Η εύθυμη Μαίρη, στη συνέχεια της ιστορίας, μετά από έναν σεισμό ερωτεύεται τον τουρίστα σκυθρωπό Μπεν, αλλά της κόβεται το γέλιο. Ύστερα από το γάμο προέκυψαν διασταυρώσεις της ευθυμίας και της δυσθυμίας των ανθρώπων, ώσπου φτάσαμε στον μέσο τύπο του σημερινού ανθρώπου.
Στο παραμύθι «Ο Πίπερμαν», το εκτενέστερο του βιβλίου, οι συμβολισμοί είναι εντονότεροι και η ιστορία περισσότερο από κάθε άλλη του βιβλίου μάς πείθει για το ότι η γραφή της Παμπούδη είναι διακειμενική, εμπνευσμένη από τη σύγχρονη τεχνολογία, τη σύγχρονη διαφήμιση, τη σύγχρονη επιστήμη και την τέχνη.
Ο Πίπερμαν, το αόρατο μωρό της βασίλισσας, γεννιέται με την επενέργεια του αόρατου πνεύματος. Ενσαρκώνοντας τη σύγχρονη, αόρατη εξουσία, γίνεται ένας υπερήρωας που εξοντώνει το λαό του, γίνεται ένας αντιήρωας, και έχει άδοξο τέλος, όπως και πολλοί άλλοι ήρωες πριν από αυτόν. Μέσα από την ιστορία αυτή όπου το μαγικό εκδηλώνεται κυρίως με την εκδοχή του άφαντου και αόρατου και το πραγματικό, με την τελειότητα της σύγχρονης τεχνολογίας, όπως στο παρακάτω απόσπασμα: («Ακούστε τι θα γίνει» είπε η κουκλουβάγια αφού σκέφτηκε 45 λεπτά: «Θα κάνουμε μια μικρή σμίκρυνση και θα μεταμορφωθούμε σε καινούργια ταπετσαρία για τους τοίχους του δωματίου του μωρού! Έτσι, θα τα δούμε όλα από κοντά…»), η συγγραφέας επιχειρεί με μεγάλη επιτυχία να σχολιάσει με υπαινικτικό τρόπο πολλές εκφάνσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Στην αλληγορία αυτή, ζώα, ψάρια, πουλιά, ζουν και υπάρχουν ανθρωπομορφικά πέρα από κάθε λογική και ακολουθούν μόνον αυτήν της φαντασίας και της αφήγησης. Οι βασικοί συμβολισμοί των προσώπων, της βασίλισσας, του ρεπόρτερ, της κουκλουβάγιας, και του αόρατου μωρού (Πίπερμαν) παραπέμπουν σε γνωστές λειτουργίες των σύγχρονων πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων. Έτσι, έννοιες όπως η εξουσία, η γνώση, η ενημέρωση, η οικογένεια, το κοινό, ο λαός, ο ηγέτης, η ομορφιά, τίθενται γελοιογραφικά στο στόχαστρο του παραμυθικού λόγου της συγγραφέως. Και από την καρικατούρα αυτή της σύγχρονης κοινωνίας ο αναγνώστης προσλαμβάνει τον τρόπο της λειτουργίας και δυσλειτουργίας της, τα αδιέξοδα και τις δυσκολίες της και ωφελείται από τη δυνατότητα που του προσφέρει η ανάγνωση να δει με νέα ματιά πολλά σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα και ζητούμενα.
«Η ιστορία του Αγαπουλαμού» αποτελεί μια απεικόνιση της πορείας ανάπτυξης ενός παιδιού της σύγχρονης πραγματικότητας. Πολύ περισσότερο και στο βάθος αποτελεί μια αλληγορία ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Δύο μοτίβα του παραδοσιακού παραμυθιού τεκμηριώνουν την αλληγορία αυτή: η παρουσία των τριών Μοιρών και ο κύκλος ζωής (η βρεφική και η γεροντική ηλικία) του πρωταγωνιστή της ιστορίας Αγαπουλαμού. Με αφορμή τη γέννηση αυτού του μωρού, τις πρώτες σκέψεις και κινήσεις του, που δεν υπακούν στη γραμμική εξέλιξη του χρόνου και επομένως στη φυσιολογική πορεία ανάπτυξής του, η συγγραφέας παρουσιάζει πανοραμικά τη σύγχρονη ελληνική κοινωνική πραγματικότητα, μέσα από τις αντιδράσεις διαφόρων ανθρώπων: της μητέρας του, της οικιακής βοηθού, ενός άνδρα των ειδικών δυνάμεων, ενός ψυχολόγου-διαπραγματευτή της αστυνομίας, κ. ά. Μέσα από το σκηνικό αυτό, η συγγραφέας σχολιάζει με ειρωνεία και καυστικότητα τα λογικά και ηθικά αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού.
***
Το βιβλίο 24 παραμύθια (για γέλια και για γράμματα), ένα βιβλίο που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε παραμυθοαλφαβητάριο, μας δίνει ένα πιο σύνθετο και αισθητικά ανώτερο παράδειγμα λογοτεχνικού εγγραμματισμού αυτής της κατηγορίας βιβλίων για παιδιά μεγαλύτερης σχολικής ηλικίας. 24 επιτυχημένα σύγχρονα παιδικά παραμύθια είναι γραμμένα με φαντασία και τέχνη, με επιλογή λέξεων που αρχίζουν από τα 24 κατά σειρά γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου. Στο πρώτο κείμενο, «Ο Αποστόλης και η Αναμπέλα», ένα παραμύθι με ζώα, ένα άλογο («… ήταν ένα άσπρο, αδύνατο, άλογο που το λέγαν Αποστόλη,…») και μια αλεπού («… το πλησίασε μια άσχημη αλεπού που τη λέγαν Αναμπέλα, …»), κυριαρχούν οι λέξεις που αρχίζουν από Α, στο δεύτερο «Ο βασιλιάς Βρασίδας ο Β΄ και το βατράχι», λέξεις από Β, κοκ.
Το τελευταίο αυτό βιβλίο, από τη μορφή και τη λειτουργία των παραμυθιών (οι τόποι όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες, τα κοινά ονόματα, τα επαγγέλματα την χαρακτήρων) είναι εμφανές ότι απευθύνεται σε παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, σε αντίθεση προς τα άλλα που, λόγω νοηματικών δυσκολιών, δεν θα τα διάβαζαν με ευκολία παρά τα μεγάλα παιδιά και οι ενήλικες. Επομένως, τα παραμύθια του βιβλίου αυτού εντάσσονται σε ένα διαφορετικό ρεύμα παραμυθογραφίας, πιο κοντά στην παιδαγωγική και διδακτική επιδίωξη της συγγραφέως με κοινό τις μικρές ηλικίες παιδιών.
[1] Παυλίνας Παμπούδη, δεκαπεντέμισυ κάπως περίεργα παραμύθια, Κέδρος, Αθήνα, 31980. Το βιβλίο αποτελούν τα εξής παραμύθια: «Το Τιπιτιρού», «Η Ζήτα και ο Ψιτ», «Ο Ουφ και η Ώχου», «Ο σοφός», «Το Γλουγλού», «Ο Μακηλάκης και η Μπουμπού», «Ο Μπούλης», «Ο Γάου και το ανθρωπάκι του», «Ο Χρυσόμου», «Ο βασιλιάς, το φίδι και το ποντίκι», «Ο κύριος Τομ Μπιρμπιντάουν», «Το Χεχέ», «Ο γάτος, ο κύριος και η κυρία», «Ο κάκτος κι ο υδραυλικός», «Η ηλεκτρική μάγισσα», «Το βιβλίο και το φάντασμα».
Παυλίνας Παμπούδη, 24 παραμύθια (για γέλια και για γράμματα), Ροές Παραμυθολογοτεχνία, Αθήνα, 2004. Το βιβλίο αποτελούν τα εξής παραμύθια: «Α, α, Ο Αποστόλης κι η Αναμπέλλα», «Β, β, Ο βασιλιάς Βρασίδας ο Β΄ και το βατράχι», «Γ, γ, Ο γαλατάς και η γοργόνα», «Δ, δ, Η δεσποινίς Δέσποινα κι ο Δράκος», «Η ελεφαντόμυγα», «Ζ, ζ, Ο ζωγράφος κι η Ζουλού», «Η, η, Η ηλεκτρική μάγισσα», «Θ, θ, Ο θυρωρός κι ο θησαυρός», «Ι, ι, Ο ιππότης κι ο ιπποπόταμος», «Κ, κ, Ο κ. Κώστας κι ο καλικάντζαρος», «Λ, λ, Το λούνα Παρκ», «Μ, μ, Ο Μέρλιν, η Μάρλεν και ο Μούρλεν», «Ν, ν, Ο νάνος Νιόνιος κι ο νονός του», «Ξ, ξ, Το Ξωτικό Ξουτ», «Ο, ο, Ο οδοντίατρος του Οριάν», «Π, π, Τα παλιοπράγματα», «Ρ, ρ, Η ρέγκα Ροζαλία», «Σ, σ, Το σκουλήκι», «Τ, τ, Το τέρας», «Υ, υ, Η υποπρόξενος από την Υεμένη», «Φ, φ, Το φάντασμα του φάρου», «Χ, χ, Ο χαλίφης Χαρούν ελ Χάχα», «Ψ, ψ, Οι ψεύτες», «Ω, ω, Ο ωραίος ωρολογοποιός».
Παυλίνας Παμπούδη, Τρελαμένα παραμύθια, Ροές/Παραμυθολογοτεχνία, Αθήνα, 2005. Το βιβλίο αποτελούν τα εξής παραμύθια: «Η ιστορία της πριγκίπισσας Ρε», «Η ιστορία του τυχερού Τζόναθαν», «Η εκδρομή της Λιλαλιλή», «Η ιστορία του Αγαπουλαμού», «Η ιστορία της εύθυμης Μαίρης», «Ο Πίπερμαν».
Παυλίνας Παμπούδη, Μέρλιν και Ντολτσέτα, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα, 2005.
[2] Η κατάρριψη της έννοιας του πραγματικού, του φυσικού χωροχρόνου εντάσσεται στην αντίληψη της λειτουργίας του μαγικού στοιχείου, η οποία προέρχεται από σύγχρονες αντιλήψεις και από την τεχνολογική εποχή μας, μιας εποχής που η ανάπτυξη της τεχνολογίας δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να νικήσει όλους τους φυσικούς νόμους και να επιτύχει όλες τις ανθρώπινες σκέψεις και επιθυμίες. Διαφέρει ασφαλώς από την αντίληψη και την ποιητική λειτουργία του χωροχρόνου του λαϊκού παραμυθιού. Στο τελευταίο, η στερεότυπη αοριστία του χωροχρόνου δεν ανατρέπει ούτε αμφισβητεί διόλου τη ρεαλιστική ύπαρξη και την πραγματική λειτουργία κάθε τοπικού και χρονικού προσδιορισμού. Το μαγικό καλύπτει κάποιες μόνον χωροχρονικές ζώνες κατά την αφήγηση της ιστορίας. Όλα τα άλλα, πριν και μετά την επενέργεια του μαγικού, έχουμε την αίσθηση ότι συμβαίνουν σε πραγματικό χώρο και χρόνο.
[3] Η ίδια η συγγραφέας αναφέρει τη θεωρία του χάους, συγκαταλέγοντάς την στα έντεκα πιο πετυχημένα πράγματα που σκέφτεται και ξανασκέφτεται η ομώνυμη ηρωίδα του παραμυθιού «Η ιστορία της εύθυμης Μαίρης», Παυλίνας Παμπούδη, Τρελαμένα παραμύθια, Ροές / Παραμυθολογοτεχνία, Αθήνα, 2005, σελ. 81.
Αλέξανδρος Ακριτόπουλος
Ο Αλέξανδρος Ν. Ακριτόπουλος (1954-2024) γεννήθηκε στη Σκοπιά Σερρών. Νεοελληνιστής φιλόλογος, πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου εκπόνησε (1992) διδακτορική διατριβή. Δίδαξε στο Πειραματικό Σχολείο του Α.Π.Θ. (1998-2000). Ήταν Καθηγητής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Κατά το χειμερινό εξάμηνο (2008-2009) ήταν προσκεκλημένος καθηγητής στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης του Πανεπιστημίου Παρισίων (Paris IV). Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα κινούνταν στον χώρο της Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας και κυρίως της Παιδικής Λογοτεχνίας. Τον είχαν απασχολήσει ιδιαίτερα ειδολογικά ζητήματα της Λογοτεχνίας, καθώς και ζητήματα Ποιητικής, Ρητορικής και Διδακτικής της Λογοτεχνίας και ειδικότερα της Παιδικής Λογοτεχνίας στην Εκπαίδευση.
Έργα: “Η επίταξη τον σύναρθρου επιθέτου στο έργο του Γ. Θέμελη” (1992, διδ. διατρ.)· “Η ποίηση για παιδιά και νέους” (1993)· “Άρθρα και μελετήματα για την παιδική λογοτεχνία” (1999)· “Για την ποιητική και τη ρητορική του Ανδρέα Εμπειρίκου” (2000). Συνεργάστηκε στη “Μικρή Ανθολογία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”· Από το 1204 έως σήμερα (1997) και στον τόμο “Βιογραφίες Νεοελλήνων Συγγραφέων” (1997). Συμμετείχε στην επιτροπή αξιολόγησης για το “Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Α’ και Β’ Δημοτικού” και μετέφρασε το βιβλίο “Τι είναι λογοτεχνικό είδος;” (2000) του Γάλλου θεωρητικού J. -M. Schaeffer. Άρθρα και μελετήματά του είχαν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους, πρακτικά συνεδρίων, εφημερίδες και περιοδικά.
Διεισδυτική εργασία για την εξαιρετική γραφή της Παυλίνας από έναν πολύ καλό μελετητή της Παιδικής Λογοτεχνίας και πολύ αγαπητό συνάδελφο και φίλο. Δυστυχώς ο Αλέκος μάς άφησε.
Μου είχε στείλει το κείμενο πριν πολλά χρόνια… Νόμιζα πως ήταν κάποιος φοιτητής. Δεν κράτησα επαφή, λυπάμαι. Καλημέρα Αλεξάνδρα μου!