Η πρώτη ποιητική συλλογή της Βάσιας Καλογεράκου που ονομάζεται “Αποκοπή και Επαληθεύσεις ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΟΥΡΙΕΣ” η οποία κυκλοφορεί από τις ΑΩ Εκδόσεις με συνεπήρε ολότελα και με συγκίνησε βαθιά. Ύφος και περιεχόμενο λειτουργούν αλληλοσυμπληρωματικά φωτίζοντας ωσάν προβολείς άλλοτε ανελέητα κι άλλοτε νοσταλγικά πεθυμιές, αισθήματα, αιώνια ερωτήματα, υπαρξιακά ζητήματα.
Ήδη από τον τίτλο η ποιήτρια μας προϊδεάζει για το τι πρόκειται να πραγματευθεί. Δύο λέξεις “Αποκοπή και επαληθεύσεις” με έντονα κόκκινα γράμματα δεσπόζουν. Διόλου τυχαία η επιλογή του χρώματος μιας κι η ζωή, η ύπαρξη ολάκερη (περι)γράφονται με αίμα. Σε αυτές λοιπόν τις δύο έννοιες εμπερικλείεται η μέγα αντίφαση που διέπει την ανθρώπινη υπόσταση εν γένει. Αποκόπτεται από αυτό που θα μπορούσε να μετουσιωθεί επαληθεύοντας μονάχα την αιώνια έλλειψη που νιώθει και που κατά βάθος διατείνεται ότι αποζητά να αποδιώξει. Ακολουθεί η φράση “ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΟΥΡΙΕΣ” εμφατικά υπογραμμίζοντας ότι είναι ηδονιστική η βάσανος της ύπαρξης κι αμαρτωλά όμορφη η ζωή ενίοτε. Κάποιος λοιπόν πρέπει να θυσιαστεί για αυτές. Η εικόνα επομένως του πίνακα “Prometheus” του ζωγράφου Jose Clemente Orozco που φιλοτεχνεί το εξώφυλλο συμβολίζει αυτήν την θυσία του καθημερινού ανθρώπου για να, εντός κι εκτός εισαγωγικών, σωθεί η ανθρωπότητα.
Το ποιητικό αυτό πόνημα είναι χωρισμένο σε πέντε ενότητες: ΣΩΜΑ, ΘΑΡΡΟΣ, ΣΤΑΧΥΑ, ΠΟΛΕΜΟΣ, ΜΝΗΜΗ. Καθεμία από αυτές είναι ένα ταξίδι πάνω στο σώμα και στα σημάδια του, που θαρραλέα κι αναιδώς αφήνονται κι αφήνουν. Είναι μία διαδρομή αφιερωμένη στα στάχυα της προσμονής και της ελπίδας μα και στον πόλεμο που παραμονεύει παίρνοντας τη σκυτάλη. Κι η μνήμη αγέρωχα στέκει ως τελικός κριτής των πάντων, η αφετηρία κι η λήξη αυτού του μοναχικού ταξιδιού να είναι.
Η πρώτη ενότητα όπως προαναφέρθηκε τιτλοφορείται “ΣΩΜΑ”. Πάνω στο σώμα λοιπόν καταγράφονται ανεξίτηλα οι προδοσίες, οι πληγές μέσω της μετοχής, της ενοχής κάποτε ενδεχομένως της συμμετοχής μα και της συνενοχής ή μήπως της απόδρασης; Εύγλωττα προλογίζει η ποιήτρια
Το άδειασμα των σημείων μου
δεν επιδέχεται διόρθωση
Είτε μετοχή, είτε αποσύνθεση
Κάποτε διαλέγω το πρώτο.
Στο ποίημα “ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ ΟΡΙΩΝ” η πολεμική διάθεση μεταξύ λογικής, αισθήματος και εν δυνάμει βιώματος προτάσσεται. Μία αταλάντευτη πάλη ανάμεσα φυγής κι εφόρμησης, του υπάρχειν και του συνυπάρχειν. Παραθέτεται ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα
Ξάγρυπνοι παρατηρητές,
ίσως προσωρινοί δυϊστές
Εύλογη περιπλάνηση
στα ηφαίστεια της νοημοσύνης
Πουλιά σε πυρωμένη γη—τάχα πληρωμένα;
Το δεύτερο μέρος της ποιητικής συλλογής έχει λάβει το όνομα ‘ΘΑΡΡΟΣ”. Είναι το θάρρος που χαράζεται και χαράζει. Αυτό που χρειάζεται ο άνθρωπος για να απέχει κάποιες φορές, άλλες για να συνεχίζει να πορεύεται και να συμπορεύεται έστω κι ατελώς, έστω κι ελλειπτικώς.Αυτή η δισυπόστατη και καθαγιασμένη απόσταση που ο θνητός φέρει με σκοπό την γειτνίαση, την θέαση του Ά/άλλου. Σχήμα οξύμωρο, φύσει και θέσει αληθινό. Κι από την άλλη η ματαίωση αυτής της προσπάθειας με μία ζωή που ανέγγιχτα ξοδεύτηκε κι ανεπαίσθητα αγγίχθηκε. Κατακερματισμένες στιγμές, μασημένες λέξεις με σκόρπιους αναστεναγμούς και κούφιους αλαλαγμούς. Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ποίημα “ΤΑΥΡΟΜΑΧΙΕΣ”
Οργή και μόνο
Για το ανεπαρκές του καλοκαιριού
Το ανεπαίσθητο, ανέκαθεν,
δεν ταίριαζε στην ελευθερία.
Με το ποίημα “ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ” κλείνει η ενότητα εμπερικλείοντας όσα αποτυπώθηκαν σε αυτήν.
Στοιβάχθηκαν, εδώ, καιρό
Τόσες λανθάνουσες καταστάσεις, βεβιασμένες αντιδράσεις
Φωτογραφίες βουνών σε καιρική εξορία
Η μέρα της αμεσότητας είναι πάντα μακριά
Πηγαία πλάνη να αγγίξει το χάσμα των πυρακτωμένων λόγων
Χωρίς ποτέ να τμήσει εκείνη την εφαπτομένη των λέξεων
Είναι γνωστό
Αυτές μίλησαν ήσυχα και δυναμικά
Σε όσους περισσότερους γινόταν
Το τρίτο με τη σειρά του μέρος “ΣΤΑΧΥΑ” απηχεί το χάσμα που υφίσταται ανάμεσα στην κοινωνία και στην πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ανάμεσα στο προσδοκώμενο και στο βιώσιμο. Αποδίδεται με βάναυση ακρίβεια κι αστείρευτη ευαισθησία η ματαιότητα που εν τέλει χρωματίζει με ζοφερά χρώματα την εκ προοιμίου απέλπιδη προσπάθεια υπέρβασης. Αποτυπώνεται το εν κενώ άλμα από το συμπαγές σκυρόδεμα του αστικού τοπίου στο καρποφόρο χωράφι με τα παλλόμενα στάχυα, μελωδικοί ήχοι οι κινήσεις τους, θεϊκό κάλεσμα ενός ατέρμονου “εσύ”
Στο παρακάτω απόσπασμα του ποιήματος “ΠΙΚΕΤΟΦΟΡΙΑ” διαφαίνονται όσα λέχθηκαν.
Αν δεν έχει ήδη χαθεί
Ο κόσμος
Θα πρέπει να αντέξει
στο άδειασμα των πηγαδιών,
στις καθορισμένες παρελεύσεις
και παρελάσεις,
στη βαρβαρότητα
στη ματαίωση,
στη λάβα, τη μετάληψη
Και στο ποίημα “ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ” υπενθυμίζονται όσα δεν πρόλαβαν, δεν θέλησαν ή δεν άντεξαν να ζήσουν, όσα χρεώθηκαν στο πλήρωμα του χρόνου. Καταλήγει το ποίημα
Δε φτάνει
Να σπάσει το κόκκαλο
Της κόκκινης μουριάς
Που φύτρωσε κι έδεσε
Στις φτέρνες σας.
Να το θυμάστε.
Η τέταρτη ενότητα “ΠΟΛΕΜΟΣ” συνεχίζει να πλέκει το γαϊτανάκι της ζωής και του θανάτου, της πραγμάτωσης και της αποτελμάτωσης, της αέναης πολεμοχαρούς διάθεσης να καταρριφθεί κάθε ίχνους δειλίας και δισταγμού κι να ορθωθεί το λάβαρο μιας επανάστασης που οι επαναστατημένοι κι οι ορδές αυτών δεν μπόρεσαν να αντέξουν, όπου κι οι αθώοι ένοχοι έγιναν κι οι ένοχοι αθώοι.
Και τώρα αναρωτιόμαστε
Πώς θα ζήσουμε
Που φέραμε οι ίδιοι
Τις παράξενες πύλες
Αποδοχής της καταστροφής μας
αναφέρει το απόσπασμα από το ποίημα “ΣΕ ΜΕΡΕΣ ΑΓΥΡΤΕΙΑΣ”
Κι ένα άλλο αντίστοιχα στο ποίημα “ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ”
Πήρα την ποινή
Όπως άξιζε.
Το μαχαίρι έγινε παιχνίδι
Κι ο αχινός στο στόμα μου, φιλί.
Η πέμπτη κι η τελευταία ενότητα “ΜΝΗΜΗ” μαρτυρά μαρτυρικά το τι εστί μνήμη. Αποτίει φόρο τιμής στην πολυπρόσωπη αυτήν έννοια. Η μνήμη ως ενοχή, ως ανάμνηση, ως προσδοκία, ως διάψευση, ως προδοσία, ως αποσιώπηση, ως απουσία ίσως και παρουσία με περίσσια παρρησία. Κλείνει αυτήν η ενότητα, όπως κι όλη η συλλογή με ένα ιδιαίτερο δείγμα γραφής της ποιήτριας, δίνοντας μία υπόσχεση για ένα τέλος και μία αρχή, πρόδρομος καινούργιων εφορμήσεων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ α΄, ΠΡΟΟΙΜΙΟ β΄
Η μνήμη είναι ο φορτωτής της δύναμης
και το φορτίο του κόσμου.
Ξυπνάει με τα σπαρακτικά της χρώματα
τη λάβα των ηφαιστείων
Το ναυάγιο των κομμένων δεσμών,
των αραιά ραμμένων ονείρων
πάνω στην καλωδιωτή γέφυρα του ξύπνιου.
Αυτά που, άθελα, προσπέρασαν
οι μονάδες μέτρησης του χρόνου
Αυτά που παραμόρφωσαν
πυκνά πλέγματα σιδερένιων συρμάτων
Αυτά που ρίσκαρε η φυγόκεντρος δύναμη
πάνω στην άσφαλτο
των μικρών ονομάτων και της οργής
Αυτά που, ηθελημένα και μόνο, αγαπήθηκαν.
Όσο και αν πλυθούμε από τα αίματα,
το μαύρο ράγισε.
Εν κατακλείδι η πρώτη αυτήν ποιητική συλλογή της Βάσιας Καλογεράκου μας συστήνει μία γνήσια κι αυθεντική γραφή. Ένα προς ένα και τα εξήντα ένα ποιήματα ακροθιγώς κι εμπνευσμένα αναπαριστούν τους φυγόκεντρους κύκλους της ζωής και νοηματοδοτούν τόσες έννοιες όσες ταυτοχρόνως γεννάνε, κατακεραυνώνοντας, εκθειάζοντας, απογυμνώνοντας, περιθάλπτοντας.
Όλα σε
“Μια λέξη
Που ανασαίνει ακόμα
Ακόμα κι αν όλα τυλιχθούν
σε φλόγες υποταγής
Έτσι, που ξυπνούν οι ψίθυροι
και συντονίζονται οι φωνές
Πες τη.”
Απόσπασμα από το ποίημα “ΜΙΑ ΛΕΞΗ”
Η Αλεξία Σχορτσιανίτη είναι εκπαιδευτικός