Χθες, 31.1.2025, έφυγε ξαφνικά από κοντά μας η αγαπημένη φίλη ποιήτρια Γιολάντα Σακελλαρίου, ένας σπάνιος, καλοσυνάτος, γενναιόδωρος, έντιμος άνθρωπος.
Γιολάντα μας, σε αποχαιρετάμε με λύπη και αγάπη μεγάλη…
Η ποιήτρια Γιολάντα Σακελλαρίου, γεννημένη το 1948 στην Αθήνα, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην πρωτεύουσα εργαζόμενη ως λογοπεδικός (λογοθεραπεύτρια). Είχε σπουδάσει Ελληνική & Γαλλική φιλολογία στην Αθήνα, παθολογία λόγου-φωνής-ομιλίας και επικοινωνίας στο Παρίσι και ήταν διδάκτωρ του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης. Ποιήματα και διηγήματά της φιλοξενούνται σε ανθολογίες, έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, και σε μια ισπανική ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Είχε δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές: Κάποιες φορές ένας θλιμμένος λύκος (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2009), Αόρατο τρωκτικό (Εκδ. Γαβριηλίδης, 2013), Η Γιασμίν ο Άχμεντ και Ιζάρ ο μικρός τους γιος (Εκδόσεις Μικρή Άρκτος). Υπό έκδοση (στις Εκδ. Μικρή Άρκτος) ήταν η τέταρτη ποιητική συλλογή της.
Να υπηρετείς τη ζωή
με όλες σου τις ηλικίες
(Γιολάντα Σακελλαρίου)
Δείγμα γραφής:
SUMMERTIME
Με γάντια και παλτό σκύβεις
στα πλήκτρα πιάνου
σαν κάτοψη
συμμετρικής ρυμοτομίας
μια πόλη μπρος σου που τη χτίσαν
ήχοι
Ανοίγεις παγωμένη τις φτερούγες
πιέζεις ψαύοντας μηχανικά
τα άσπρα και τα μαύρα κτίσματα
που μια καταποντίζονται
και μια αναβλύζουν
μια μουσική αλλόκοτη – σαν στεναγμό
που σταδιακά αλλάζει
Ομίχλη στους καθρέφτες σου
σαν αντανάκλαση χωρίς μορφές
κανένας τόπος ούτε χρόνος
ώσπου
μια ήπια θαλπωρή σε κατακλύζει
απλώνεται στην παγωμένη
ασπρόμαυρη πόλη
θάλλει
Να ’ναι οι χαμένοι κήποι
της Εδέμ
ή σκίρτημα αποδημητικού
που νοσταλγεί ξανά
το μέλλον;
ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
Γυμνό δωμάτιο. Θαμμένο μες στη γη. Πλατεία Bebel στο Βερολίνο
λευκοί τοίχοι. Βιβλιοθήκες λευκές. Άδειες. Επίμονη σαν μνήμη
η λάμπα. Φως από έναστρη οροφή. Κανένας δεν το κατοικεί.
Μόνο μια πεταλούδα ξαφνικά σαν από χαραμάδα του μυαλού
εισβάλλει στο απόλυτο. Στης σιωπής το ελάχιστο φτερούγισμα.
Όπου ραγίζει η ακινησία. Μια νύχτα μπορεί να ’ρθει απρόβλεπτη
βροχή. Από πυγολαμπίδες. Οπτασίες ίσως θα ’ναι καμένων λέξεων.
Φλόγες αόρατης πυράς. Ν’ αχνοφέγγουν και να ηχούν μες στην αγρύπνια
πάνω από τέτοιες σκοτεινές
άρρωστες μέρες
ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
προσδοκία
να είσαι με το μέρος
των αλκυονίδων
ΤΟΣΟ ΕΜΕΙΣ
Όσο ποτέ κανείς
μου επιστρέφεις τη ζωή
κάθε φορά πιο διάφανη
Σε γεωγραφίες άλλες
δεν είμαστε ποτέ τόσο εμείς
όσο μαζί
ΒΥΘΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΣΤΙΣ ΜΝΗΜΕΣ
Βρεγμένο χώμα
του φθινοπώρου
αίσθηση πρόσφατης στοργής
στην άκρη των δακτύλων
Πριν ένα χρόνο
ακόμη αγαπούσες τα χρυσάνθεμα
μητέρα
ΥΣΤΑΤΟ ΑΣΤΡΟ
Του εφήμερου λευκό πανάκι
θ’ αρμενίζεις στο μελάνι των λυγμών
μέχρι το φέγγος
Η φωνή της – η ποιήτρια διαβάζει ποιήματά της: