Ένα ξερό κλαδί
Ήταν μόλις έξι ετών και δεν την έπαιρναν ακόμα στα χωράφια. Ήταν η εποχή του θερισμού και έκανε πολύ ζέστη, στους όργους[1] ζεματούσε. Την άφηναν στο σπίτι, την κλείδωναν και της έλεγαν:
-Να είσαι φρόνιμη, να μην κάνεις φασαρία και αν κάτι σου συμβεί, βγες στο παράθυρο και φώναξε τη δόνια Κλεμεντίνα.
Εκείνη έγνεφε ναι με το κεφαλάκι της. Ποτέ όμως δεν της συνέβαινε κάτι, περνούσε τη μέρα της καθισμένη κοντά στο παράθυρο και έπαιζε με την «Πίπα».
Η δόνια Κλεμαντίνα την έβλεπε από το περιβολάκι.Τα σπίτια τους ήταν μεσοτοιχία, το ένα δίπλα στο άλλο, το σπίτι της δόνια Κλεμεντίνα όμως ήταν πολύ πιο μεγάλο και επιπλέον είχε έναν κήπο με μια αχλαδιά και δυο κερασιές. Από την άλλη πλευρά του τοίχου υπήρχε ένα παραθυράκι όπου καθόταν πάντα το κοριτσάκι. Συχνά η δόνια Κλεμεντίνα σήκωνε τη ματιά της από το ρούχο που έραβε και την κοίταζε.
-Τι κάνεις μικρούλα μου;
Το κοριτσάκι είχε ένα προσωπάκι αδύνατο, χλωμό και λεπτές μαύρες, θαμπές κοτσίδες.
-Παίζω με την «Πίπα», έλεγε.
Η δόνια Κλεμεντίνα συνέχιζε το ράψιμο και δεν σκεφτόταν πια τη μικρή. Μετά, σιγά σιγά, άρχιζε ν’ ακούγεται εκείνη η παράξενη κουβενταρία που ερχόταν από πάνω, μέσα από τα κλαδιά της αχλαδιάς. Με το που έβγαινε στο παράθυρό της η μικρή των Μεδιαβίγια, περνούσε τη μέρα της μιλώντας με κάποιον.
-Με ποιον μιλάς εσύ;
-Με την ‘’Πίπα’’.
Η δόνια Κλεμεντίνα, μέρα με τη μέρα, άρχισε να νιώθει ένα μικρό ενδιαφέρον, μια τρυφερότητα για το κοριτσάκι και για την ‘’Πίπα’’. Η δόνια Κλεμεντίνα ήταν παντρεμένη με τον δον Λεόνθιο, το γιατρό. Ο δον Λεόνθιο ήταν άνθρωπος αυστηρός και επιρρεπής στο κρασί, περνούσε τη μέρα του αποφεύγοντας το χωριό και τους κατοίκους του. Δεν είχαν παιδιά και η δόνια Κλεμεντίνα ήταν κλεισμένη στη μοναξιά της. Στην αρχή δεν έδινε σημασία σε εκείνο το πλασματάκι, επίσης μοναχό, που καθόταν στην άκρη από το παράθυρο. Από συμπόνια την κοίταζε πότε πότε και βεβαιωνόταν πως τίποτε κακό δεν της συνέβαινε. Η γυναίκα του Μεδιαβίγια της το ζήτησε:
-Δόνια Κλεμεντίνα, μια και εσείς ράβετε τα απογεύματα στον κήπο, θα θέλατε να ρίχνετε πότε πότε καμιά ματιά στο παράθυρο, μην τυχόν συμβεί κάτι στη μικρή; Ξέρετε είναι ακόμη μικρή να την πάρουμε στη δουλειά…
-Ναι, παιδί μου, δεν μου κάνει κόπο. Πήγαινε μην έχεις έννοια ….
Κατόπιν σιγά σιγά η μικρή των Μεδιαβίγια και η πολυλογία της, εκεί πάνω, της έγιναν απαραίτητες.
Όταν τελειώσουν με τις δουλειές στα χωράφια και η μικρή θα μπορεί να βγαίνει να παίξει στο δρόμο θα μου λείψει, σκεφτόταν.
Μια μέρα, επιτέλους, έμαθε ποια ήταν η ‘’Πίπα’’.
-Η κούκλα μου, της εξήγησε η μικρή.
-Δείξ’ τη μου…
Το κοριτσάκι σήκωσε με το αδύνατο χεράκι του ένα αντικείμενο που η δόνια Κλεμεντίνα δεν μπορούσε να δει καθαρά.
-Δεν τη βλέπω κορίτσι μου. Ρίξ’ τη μου…
-Όμως μετά θα μου τη δώσεις πίσω;
-Και βέβαια…
Το κοριτσάκι έρριξε την ‘’Πίπα’’ και η δόνια Κλεμεντίνα, όταν την έπιασε στα χέρια της έμεινε συλλογισμένη. Η Πίπα ήταν απλώς ένα κλαράκι ξερό τυλιγμένο με ένα κομμάτι ύφασμα και δεμένο με μια κορδέλα. Το στριφογύρισε στα δάχτυλά της και κοίταξε με θλίψη προς το παράθυρο.
Το κοριτσάκι την παρατηρούσε από το παράθυρο με μάτια ανυπόμονα και άπλωνε τα δυο χεράκια του.
-Θα μου την ξαναδώσεις, δόνια Κλεμεντίνα…;
Η δόνια Κλεμεντίνα σηκώθηκε από την καρέκλα της και έστειλε πάλι την Πίπα από το παράθυρο. Η Πίπα πέρασε επάνω από το κεφάλι της μικρής και έπεσε στα σκοτεινά του σπιτιού. Το κεφαλάκι του κοριτσιού εξαφανίστηκε από το παράθυρο αλλά μετά από λίγο η μικρή εμφανίστηκε και πάλι απορροφημένη στο παιχνίδι της.
Από εκείνη την ημέρα η δόνια Κλεμεντίνα άρχισε να την αφουγκράζεται. Η μικρή μιλούσε αδιάκοπα με την Πίπα.
-Πίπα, μη φοβάσαι, να είσαι ήσυχη! Αχ, Πίπα πως με κοιτάς! Θα πάρω ένα μεγάλο ξύλο και θα κάνω κομμάτια το κεφάλι του λύκου. Μη φοβάσαι, Πίπα… Κάθισε έτσι, ησυχούλα, θα σου πω ένα παραμύθι. Ο λύκος τώρα είναι κρυμμένος στα βουνά…
Η μικρή μιλούσε με την Πίπα για το λύκο, για το ζητιάνο με το σάκο του γεμάτο με ψόφια γατιά, για το φούρνο που βγάζει τα ψωμιά, για τα φαγιά. Όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού, το κοριτσάκι έπαιρνε το πιάτο που η μητέρα του είχε αφήσει σκεπασμένο στην παραστιά. Το έφερνε κοντά στο παράθυρο και έτρωγε αργά με ένα κοκάλινο κουτάλι. Είχε την Πίπα στα γόνατά της και της έλεγε να φάει μαζί της.
-Άνοιξε το στόμα, Πίπα, μην είσαι κουτή…
Η δόνια Κλεμεντίνα την άκουγε σιωπηλή. Την άκουγε και ρουφούσε κάθε λέξη της. Έμοιαζε σαν να άκουγε το θρόισμα του αέρα πάνω στη χλόη και στα κλαδιά των δέντρων, το κελάιδισμα των πουλιών και το μουρμουρητό από το αυλάκι του νερού.
Μια μέρα η μικρή δεν φάνηκε στο παράθυρο. Η δόνια Κλεμεντίνα ρώτησε τη γυναίκα του Μεδεβίγια.
-Πώς είναι η μικρή;
-Αχ, είναι τόσο αδύναμη, ξέρετε. Ο δον Λεόνθιο λέει πως έχει μελιταίο πυρετό.
-Δεν ήξερα κάτι…
Φυσικά, πώς μπορούσε να ξέρει κάτι, αφού ο άντρας της ποτέ δεν της έλεγε τι συνέβαινε στο χωριό.
-Ναι, συνέχισε να της εξηγεί η Μεδιαβίγια. Φαίνεται πως κάποια μέρα μάλλον δεν έβρασα καλά το γάλα… Ξέρετε; Χρειάζεται ώρα να βράσει! Και βλέπετε τώρα ώσπου να αναρρώσει, δεν θα έχω ένα χέρι βοήθεια από τον Πασκουαλίν.
Ο Πασκουαλίν ήταν δώδεκα χρονών και έμενε όλη μέρα να φροντίζει το κοριτσάκι. Στην πραγματικότητα ο Πασκουαλίν έβγαινε στο δρόμο ή πήγαινε να κλέψει φρούτα από τους γειτονικούς κήπους, είτε του παπά είτε του δημάρχου. Συχνά η δόνια Κλεμεντίνα άκουγε τη φωνούλα του κοριτσιού που τον φώναζε. Μια μέρα αποφάσισε να πάει, αν και ήξερε ότι ο άντρας της θα την επέπληττε.
To σπίτι ήταν στενόχωρο, σκοτεινό και μύριζε κλεισούρα . Δίπλα στο στάβλο υπήρχε μια σκάλα όπου κούρνιαζαν οι κότες. Ανέβηκε, πατώντας με προσοχή στα σαρακοφαγωμένα σκαλιά που έτριζαν κάτω από το βάρος της. Το κορίτσι πρέπει να την άκουσε γιατί φώναξε:
-Πασκουαλίν! Πασκουαλίν!
Μπήκε σε ένα χώρο πολύ μικρό, όπου το φως μόλις που έφτανε από ένα παραθυράκι στο βάθος. Απέξω, από την άλλη μεριά τα κλαδιά ενός δέντρου φαίνονταν να κινούνται γιατί το φως ερχόταν μέσα από ένα πράσινο φρέσκο και ζωηρό, παράξενο, σαν όνειρο στα σκοτεινά. Η πράσινη φωτεινή δέσμη έπεφτε πάνω στο προσκέφαλο του σιδερένιου κρεβατιού όπου ήταν ξαπλωμένο το κορίτσι. Με το που την είδε άνοιξε περισσότερο τα μισόκλειστα βλέφαρά του.
-Γειά σου,μικρούλα, είπε η δόνια Κλεμεντίνα. Πώς είσαι;
Το κοριτσάκι άρχισε απαλά να σιγοκλαίει. Η δόνια Κλεμεντίνα έσκυψε και κοίταξε προσεκτικά το κατάχλομο προσωπάκι του ανάμεσα στις μαύρες κοτσίδες.
-Ξέρετε, είπε η μικρή,ο Πασκουαλίν είναι κακό παιδί. Είναι σκληρός. Πείτε του να μου δώσει πίσω την Πίπα, δεν έχω τι να κάνω χωρίς την Πίπα… Και συνέχισε να κλαίει.
Η δόνια Κλεμεντίνα δεν ήταν συνηθισμένη να μιλάει με παιδιά και κάτι παράξενο σαν να της έφραζε το λαιμό και της έσφιγγε την καρδιά.
Βγήκε από εκεί σιωπηλή και αναζήτησε τον Πασκουαλίν. Καθόταν στο δρόμο με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο του σπιτιού. Ήταν ξυπόλυτος και τα μαυριδερά γυμνά πόδια του έλαμπαν στον ήλιο σαν δυο κομμάτια από χαλκό.
-Πασκουαλίν, είπε η δόνια Κλεμεντίνα.
Το αγόρι σήκωσε με δυσπιστία τα μάτια του προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν γκρίζα και πολύ κοντά το ένα στο άλλο, τα μαλλιά του πλούσια σαν κοριτσιού σκέπαζαν τα αυτιά του.
-Πασκουαλίν, τι έγινε με την κούκλα της αδελφής σου. Δος την της πίσω.
Ο Πασκουαλίν πέταξε μια βρισιά και σηκώθηκε.
-Ουφ, η κούκλα… Είπε. Βγάλτε τα πέρα, εντάξει!
Έκανε στροφή και έφυγε για το σπίτι μουρμουρίζοντας.
Την επόμενη μέρα η δόνια Κλεμεντίνα επισκέφτηκε πάλι το κοριτσάκι. Μόλις την είδε σαν να επρόκειτο για συνένοχο, η μικρή της είπε ξανά για την Πίπα…
-Να μου φέρει την Πίπα, πείτε του εσείς να μου την φέρει…
Ο λυγμός ανέβαινε από το στήθος της μικρής και γέμιζε το προσωπάκι της δάκρυα που έπεφταν αργά στα σκεπάσματα.
-Εγώ θα πάω τώρα να σου φέρω μια κούκλα, μην κλαίς.
Η δόνια Κλεμεντίνα το βράδυ είπε στον άντρα της.
-Έχω να κατέβω στη Φουενμαγιόρ για κάποια ψώνια.
-Πήγαινε, απάντησε ο γιατρός με το κεφάλι χωμένο στην εφημερίδα.Στις έξι το πρωί η δόνια Κλεμεντίνα πήρε το λεωφορείο της γραμμής και στις έντεκα κατέβηκε στη Φουενμαγιόρ. Εκεί υπήρχαν καταστήματα, αγορά και ένα μεγάλο παζάρι που το έλεγαν ‘’Ελ Ιδεάλ’’. Η δόνια Κλεμεντίνα είχε μαζί τις λιγοστές της οικονομίες δεμένες σε ένα μεταξωτό μαντήλι. Στο ‘’Ιδεάλ’’ αγόρασε μια κούκλα με μαλλιά σγουρά και μάτια στρόγγυλα και έντονα που της φάνηκε πολύ όμορφη. Η μικρή θα ευχαριστηθεί σίγουρα, σκέφτηκε. Της κόστισε πιο ακριβά από ό,τι περίμενε αλλά πλήρωσε ευχαρίστως.
Βράδιαζε πια όταν έφτασε στο χωριό. Ανέβηκε τη σκάλα, κατάλαβε ότι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και κάπως σαν να ντροπιάστηκε με τον εαυτό της. Η γυναίκα του Μεδεβίγια ήταν πια στο σπίτι και ετοίμαζε το δείπνο. Μόλις την είδε σήκωσε τα χέρια της.
-Αχ! εσείς ,δόνια Κλεμεντίνα! Θεέ μου βόηθα, να σουλουπωθώ για να την υποδεχτώ! Ποιος θα το φανταζόταν…!
Εκείνη την έκοψε.
-΄Ηρθα να δω τη μικρή, της φέρνω ένα παιχνίδι…
Βουβή από έκπληξη η Μεδιαβίγια την άφησε να περάσει.
-Αχ, αρρωστούλα μου, κοίτα ποιος ήρθε να σε δει…
Το κορίτσι σήκωσε το κεφαλάκι του από το μαξιλάρι. Η φλόγα ενός καντηλιού κρεμασμένο στον τοίχο τρεμόπαιζε κιτρινωπή.
-Κοίτα τι σου φέρνω, σου φέρνω μια άλλη ‘’Πίπα’’, πολύ πιο όμορφη.
Άνοιξε το κουτί και εμφανίστηκε η κούκλα, ξανθιά και παράξενη.
Τα μαύρα ματάκια της μικρής είχαν μια λάμψη άλλη που σχεδόν ομόρφαιναν το άσχημο προσωπάκι της. Ένα χαμόγελο αχνοφαινόταν που στη συνέχεια πάγωσε με το που είδε την κούκλα. Άφησε το κεφάλι της να πέσει πάλι στο μαξιλάρι και άρχισε να κλαίει αργά και σιγανά, όπως συνήθιζε.
-Δεν είναι η Πίπα, είπε. Δεν είναι η Πίπα.
Η μάνα άρχισε να φωνάζει:
-Βλέπετε τη χαζή ! Βλέπετε την αχάριστη! Αχ, για το Θεό, δόνια Κλεμεντίνα, μην την παίρνετε στα σοβαρά, αυτό το τέκνο μας έχει βγει καθυστερημένο…!
Τα μάτια της δόνια Κλεμεντίνας τρεμόπαιξαν. Όλοι στο χωριό γνώριζαν πως ήταν μια γυναίκα συνεσταλμένη και μοναχική και της είχαν αρκετή συμπάθεια.
-Δεν πειράζει, παιδί μου, είπε με ένα θλιμένο χαμόγελο. Δεν πειράζει.
Έφυγε. Η γυναίκα του Μεδιαβίγια πήρε στα κακοπαθημένα χέρια της την κούκλα σαν να άγγιζε ένα λουλούδι.
-Αχ, μανούλα μου, τι όμορφο πράγμα! Άντε να το δει ετούτη η χαζή…!
Την επόμενη μέρα η δόνια Κλεμεντίνα μάζεψε από τον κήπο ένα κλαδάκι ξερό το τύλιξε με ένα πανάκι και ανέβηκε να δει το κορίτσι.
-Σου φέρνω την Πίπα σου.
Η μικρή σήκωσε το κεφαλάκι της με ζωηράδα, όπως την προηγούμενη μέρα. Πάλι η θλίψη γέμισε τα σκούρα ματάκια της.
-Δεν είναι η Πίπα.
Κάθε μέρα η δόνια Κλεμεντίνα έφτιαχνε και μια νέα ‘’Πίπα’’, τη μια μετά την άλλη χωρίς αποτέλεσμα. Μια θλίψη μεγάλη την κυρίευε ώσπου το πράγμα έφτασε στα αυτιά του δον Λεόνθιο.
-Άκου γυναίκα, εγώ δεν ξέρω μεγαλύτερη ανοησία από αυτή! Να συνεννοούμαστε, εντάξει; Δεν συμφωνώ με αυτά, να περνάω στο χωριό και να νιώθω περίγελως! Να μην ξαναπάς να δεις αυτή τη μικρή. Θα πεθάνει, έτσι κι αλλιώς…
-Θα πεθάνει;
-Φυσικά, τι ερώτηση! Δεν έχουν τη δυνατότητα οι Μεδιαβίγια να σκεφτούν κάτι άλλο…! Καλύτερα θα είναι για όλους!
Πράγματι μόλις μπήκε το φθινόπωρο, το κοριτσάκι πέθανε. Η δόνια Κλεμεντίνα αισθάνθηκε μια πολύ μεγάλη στεναχώρια να της πλακώνει το στήθος, εκεί που μια μέρα γεννήθηκε ένα τόσο τρυφερό ενδιαφέρον για την Πίπα και για τη μητερούλα της.
Ήταν την επόμενη άνοιξη, τα χιόνια είχαν λιώσει τελείως, όταν ένα πρωί σκαλίζοντας το χώμα, κάτω από τις κερασιές , βρήκε το ξερό κλαδάκι τυλιγμένο με το κομμάτι από περκάλι. Ήταν ταλαιπωρημένο από τα χιόνια, είχε σκεβρώσει και το κόκκινο χρώμα του υφάσματος είχε ξεθωριάσει σε ένα παλιωμένο ροζ. Η δόνια Κλεμεντίνα έπιασε την Πίπα με τα χέρια της, την σήκωσε με σεβασμό και την κοίταξε στο χλωμό φως του ήλιου.
-Αλήθεια!, είπε. Πόσο δίκιο είχε η μικρούλα! Τι ομορφιά και θλίψη έχει αυτή η κούκλα!
Αγία Τριάδα Λοκρίδος. Σεπτέμβριος του 2014