You are currently viewing Ana María Matute:  Los chicos. Μτφρ.: Ευμορφία Μαντζαβίνου

Ana María Matute:  Los chicos. Μτφρ.: Ευμορφία Μαντζαβίνου

Τα αγόρια

Ήταν πέντε ή έξι, όμως έτσι όπως έρχονταν όλα μαζί από τη δημοσιά, μας φαίνονταν δεκαπέντε ή και είκοσι. Έφταναν σχεδόν πάντα τις ώρες της σιέστας, όταν ο ήλιος ζεματούσε και κατακάθονταν  η σκόνη και το φθαρμένο αμμοχάλικο της παλιάς δημοσιάς, από όπου δεν περνούσαν φορτηγά, κάρα ούτε άλλο τροχοφόρο πια. Έφταναν μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης που σήκωναν με τα πόδια τους, όπως σηκώνουν οι οπλές των αλόγων. Τα βλέπαμε να φτάνουν και η καρδιά μας χτυπούσε δυνατά και κάποιος έλεγε ψιθυριστά: « Να, έρχονται τα αγόρια…!». Κρυβόμασταν τις περισσότερες φορές για να τους πετάξουμε πέτρες ή με φωνές να τα τρομάξουμε.

Κι αυτό, γιατί φοβόμασταν αυτά τα παιδιά σαν το διάβολο. Αλήθεια, στο δικό μας μυαλό έπαιρναν μια από τις χίλιες μορφές του διαβόλου. Ήταν τα αγόρια, ρακένδυτα, κακορίζικα με μάτια να πετούν αστραπές, σκοτεινά σαν κεφάλια μαύρης καρφίτσας. Τα αγόρια ξυπόλυτα με πόδια πληγιασμένα  που πετούσαν πέτρες πολύ πιο μακριά από μας, με καλό σημάδι, με χτύπημα πιο δυνατό και ξερό από το δικό μας. Αυτά που μιλούσαν μια γλώσσα άγνωστη, με κομμένες τις λέξεις, λέξεις σαν μικρές καμτσικιές και γελάκια σαν πιτσιλιές από λάσπη. Στο σπίτι, χωρίς δεύτερη συζήτηση, μάς είχαν απαγορεύσει να δημιουργήσουμε οποιαδήποτε σχέση με εκείνα τα αγόρια. Για να πούμε την αλήθεια μάς είχαν απαγορεύσει να βγαίνουμε στο λιβάδι με οποιοδήποτε πρόσχημα. Αν και τίποτα δεν υπήρχε πιο δελεαστικό για μας από το να σαλτάρουμε στο πέτρινο τείχος και να κατεβαίνουμε στο ποτάμι που έτρεχε από την άλλη πλευρά, πράσινο και χρυσό ανάμεσα από βούρλα και ιτιές. Πιο πέρα περνούσε η παλιά δημοσιά, από εκεί έφταναν σχεδόν πάντα εκείνα τα αγόρια τα διαφορετικά, τα απαγορευμένα.

Τα αγόρια ζούσαν στα περίχωρα των Ποινικών Φυλακών. Ήταν τα παιδιά των φυλακισμένων του Στρατοπέδου. Οι πατεράδες τους εξέτιαν τις ποινές τους στα έργα αποξήρανσης του βάλτου. Ανάμεσα εκεί είχαν κατασκευάσει για τις μητέρες και τα παιδιά έναν αλλόκοτο οικισμό από παράγκες και σπηλιές στα βράχια. Κι αυτό γιατί οι δύστυχες από τη μια δεν μπορούσαν να πληρώσουν  στέγη στο χωριό και από την άλλη ήταν εντελώς ανεπιθύμητες αυτές και τα παιδιά τους. «Υπόκοσμος, κλέφτες, δολοφόνοι…» έλεγαν οι άνθρωποι της περιοχής. Κανένας δεν θα τους νοίκιαζε δωμάτιο. Ωστόσο έπρεπε να μένουν εκεί. Γιατί εκείνες οι γυναίκες με τα παιδιά ακολουθούσαν τους φυλακισμένους τους και έτσι ζούσαν από το μεροκάματο που κέρδιζαν με τη δουλειά τους οι κατάδικοι.

Ο μεγαλύτερος γιος του διοικητή ήταν ένα αγόρι γύρω στα δεκατρία, ψηλό και γεροδεμένο, που πήγαινε Γυμνάσιο στην πόλη. Εκείνο το καλοκαίρι ήρθε στο πατρικό του για τις διακοπές και από την πρώτη μέρα έγινε αρχηγός στα παιγνίδια μας. Τον έλεγαν Εφρέν  και είχε κάτι γροθιές κοκκινωπές και βαριές που προξενούσαν μεγάλο δέος. Έτσι, όπως ήταν πολύ μεγαλύτερος από εμάς, θρασύς και φανφαρόνος, τον ακολουθούσαμε όπου ήθελε αυτός.

Την πρώτη μέρα που εμφανίστηκαν όλα μαζί τα αγόρια από τα παραπήγματα, μέσα σε ένα σύννεφο από σκόνη, ο Εφρέν  έμεινε έκπληκτος που το βάλαμε στα πόδια και πηδήξαμε το τείχος για να κρυφτούμε.

-Είστε δειλοί, μας είπε. Αυτά είναι πιτσιρίκια!

Δεν υπήρχε τρόπος να τον πείσουμε ότι αυτά ήταν άλλο πράγμα, ότι ήταν κάτι σαν το πνεύμα του κακού.

-Χαζομάρες, μας είπε. Και χαμογέλασε στραβά και αλλόκοτα έτσι που μας προξένησε έκπληξη.

Την επόμενη μέρα, την ώρα της σιέστας, ο Εφρέν κρύφτηκε στα καλάμια του ποταμού. Εμείς περιμέναμε πίσω από το τείχος με την ψυχή στο στόμα. Υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα που μας γέμιζε τρόμο. Θυμάμαι που δάγκωνα την αλυσίδα από το μενταγιόν μου και ένιωθα από το κρύο μέταλλο ανακούφιση στον ουρανίσκο, ενώ από τη χλόη του λιβαδιού ακουγόταν το τραγούδι του τζίτζικα. Και όπως ήμασταν μπρούμυτα στο χώμα η καρδιά μας χτυπούσε πάνω στη γη.

Με το που έφτασαν τα αγόρια κοίταξαν προσεκτικά προς το ποτάμι να δουν εάν, όπως συνήθως, ψάχναμε βατράχια. Και για να μας προκαλέσουν,  άρχισαν όπως πάντα να σφυρίζουν και να γελούν με το δικό τους τρόπο, τον θλιμμένο και ταπεινωμένο. Ήταν το παιχνίδι τους. Να μας φωνάζουν ξέροντας πως δεν θα εμφανιστούμε. Εμείς εξακολουθούσαμε να κρυβόμαστε σιωπηλοί. Στο τέλος τα αγόρια εγκατέλειψαν την ιδέα και γύρισαν πίσω παίρνοντας το ανάχωμα προς τα πάνω.

Εμείς καθόμασταν λαχταρισμένοι και ξαφνιασμένοι αφού δεν ξέραμε τι ήθελε να κάνει ο Εφρέν. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου ανασηκώθηκε να δει ανάμεσα από τις πέτρες και οι υπόλοιποι τον μιμηθήκαμε. Είδαμε τότε τον Εφρέν να σέρνεται μέσα από τα καλάμια σαν ένα μεγάλο σκουλήκι. Αναρριχήθηκε κρυφά προς το ανάχωμα, εκεί όπου ανέβαινε το τελευταίο από τα αγόρια και του ρίχτηκε.

Ξαφνιασμένο το παιδί αφέθηκε να παγιδευτεί. Τα άλλα είχαν πια φτάσει στη δημοσιά και μάζευαν πέτρες φωνάζοντας. Ένιωσα να μου κόβονται τα γόνατα και δάγκωσα με δύναμη το μενταγιόν. Όμως ο Εφρέν δεν δείλιασε, ήταν πολύ μεγαλύτερος και πολύ πιο δυνατός από εκείνο το μαυριδερό διαβολάκι που κρατούσε ανάμεσα στα μπράτσα του, και βάλθηκε να τρέχει σέρνοντας τον αιχμάλωτό του στην κρυψώνα όπου τον περιμέναμε. Οι πέτρες έπεφταν γύρω του και στο ποτάμι, τον πιτσίλιζαν με νερά εκείνη την ώρα που έκαιγε ο τόπος. Ο Εφρέν όμως πήδησε επιδέξια πάνω από τα περάσματα και σέρνοντας το παιδί  που στριφογύριζε μανιασμένα, άνοιξε το φράκτη και μπήκε μαζί του στο λιβάδι. Τα αγόρια από τη δημοσιά με το που το είδαν χαμένο πια , έκαναν στροφή  εκατόν ογδόντα μοιρών και άρχισαν να τρέχουν σαν λαγοί προς τις καλύβες τους.

Και μόνο να σκεφτώ ότι ο Εφρέν έφερνε ένα από εκείνα τα αγρίμια, με  έπιανε τρόμος και ήμουν σίγουρη ότι και τα αδέλφια μου ένιωθαν τον ίδιο τρόμο με μένα. Στριμωχτήκαμε με την πλάτη κολλημένη στο τείχος   και μια παγωνιά ανέβαινε από τα πόδια σε όλο μας το κορμί.

Ο Εφρέν έσυρε το παιδί μερικά μέτρα μπροστά μας. Αυτό κουλουριαζόταν απελπισμένο και προσπαθούσε να τον δαγκώσει στα πόδια αλλά ο Εφρέν σήκωσε την πελώρια, κοκκινωπή γροθιά του και άρχισε να το χτυπάει στο πρόσωπο, στο κεφάλι, στην πλάτη. Ξανά και ξανά η γροθιά του Εφρέν έπεφτε στο άτυχο παιδί με ένα υπόκωφο χτύπο. Ο ήλιος έλαμπε εκτυφλωτικά πάνω στη χλόη και στο χώμα. Απόλυτη σιγή παντού. Ακούγαμε  μόνο τα βογκητά του παιδιού, τα χτυπήματα του Εφρέν και το κελάρυσμα του ποταμού γλυκό και δροσερό, αδιάφορο πίσω μας. Το τραγούδι των τζιτζικιών φαινόταν να έχει σταματήσει όπως και όλες οι φωνές.

Ο Εφρέν με την τεράστια γροθιά του χτύπησε το παιδί για λίγο ακόμα. Το αγόρι σιγά σιγά λύγιζε. Στο τέλος έπεσε με τα γόνατα στο χώμα και τα χέρια απλωμένα στο χορτάρι. Το πρόσωπό του ήταν σκούρο στο χρώμα του ξεραμένου πηλού και τα μαλλιά του πολύ μακριά είχαν ένα χρώμα σαν να τα είχε κάψει ο ήλιος, ξανθό, ανακατεμένα με μαύρες τούφες. Δεν μιλούσε καθόλου και έμενε έτσι στα γόνατα. Μετά έπεσε στο χορτάρι ανασηκώνοντας λίγο  το κεφάλι του για να μην σωριαστεί  τελείως. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου πλησίασε αργά και μετά εμείς.

Φαινόταν σαν ψέμα, τόσο μικρό και αδύνατο ήταν! «Από το δρόμο φαίνονταν  μεγαλύτερα» σκέφτηκα. Ο Εφρέν στεκόταν όρθιος δίπλα του με τα μεγάλα και στιβαρά σκέλια του ανοιχτά, στα πόδια του φορούσε  χοντρές μπότες από σουέτ. Τι πελώριος και άγριος φαινόταν ο Εφρέν εκείνη τη στιγμή!

-Δεν έφαγες ακόμα αρκετές; Είπε χαμηλόφωνα και γελώντας. Τα δόντια του με τους κυνόδοντες να προεξέχουν  γυάλιζαν στον ήλιο. Να κι αυτή, πάρε και τούτη.

Το κλώτσησε με τη μπότα στην πλάτη. Ο αδελφός μου έκανε ένα βήμα πίσω και με πάτησε. Εγώ όμως δεν μπορούσα να κουνηθώ, ήμουν σαν καρφωμένη στο έδαφος. Το παιδί έφερε το χέρι του στο πρόσωπο. Έτρεχε αίμα, δεν ξέραμε αν από το στόμα ή από αλλού. Ο Εφρέν μας κοίταξε.

-Πάμε, είπε. Τα πήρε τα σκονάκια του. Και το κλώτσησε άλλη μια φορά.

Ο Εφρέν κορδωμένος και βαρύς  τράβηξε αργά για το σπίτι του, πολύ σίγουρος ότι θα τον ακολουθούσαμε.

Τα αδέλφια μου ανόρεχτα, κατάπληκτα τον υπάκουσαν. Μόνο εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ, δεν μπορούσα να φύγω από το πλευρό του παιδιού. Ξαφνικά κάτι παράξενο συνέβη μέσα μου. Το παιδί κειτόταν εκεί και έβηχε, προσπαθούσε να σηκωθεί. Δεν έκλαιγε. Τα μάτια του γεμάτα τρόμο και τα ρουθούνια του ανοιχτά και πλακουτσωτά γυάλιζαν παράξενα. Ήταν  λερωμένο από τα αίματα. Από το πηγούνι του έτρεχε αίμα και έσταζε στα κουρέλια του και το χορτάρι. Γρήγορα με κοίταξε. Και είδα στα κατάπληκτα μάτια του, που δεν ήταν μαύρα αλλά   διάφανα στο χρώμα του τοπάζ*,  τον ήλιο που άλλαζε και γινόταν χρυσός. Κατέβασα τα δικά μου γεμάτα ντροπή και πόνο.

Το παιδί αργά σηκώθηκε όρθιο. Φαίνεται είχε πληγωθεί στο ένα πόδι όταν ο Εφρέν το έσερνε, γιατί προχωρούσε ακουμπώντας στο φράχτη. Δεν τόλμησα να κοιτάξω τη μαυρισμένη και γυμνή πλάτη του μέσα από τα κουρέλια. Ήθελα να κλάψω, δεν  ήξερα ακριβώς γιατί. Ήξερα μόνο και έλεγα στον εαυτό μου. «Μα ήταν μόνο ένα παιδάκι… Μα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα παιδάκι, σαν οποιοδήποτε άλλο».

 

 

 

*Τοπάζ: ημιπολύτιμος λίθος, διάφανος  με χρυσοκίτρινο χρώμα.

 

 

Η Ana Maria Matute  (1926-2015 ), είναι μια σημαντική Ισπανίδα πεζογράφος. Έχει γράψει πολλά βιβλία για παιδιά και νέους, καθώς και θέατρο.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.