You are currently viewing Αναΐς Νιν: αποσπάσματα από το πρώιμο ημερολόγιό της. Μετάφραση: Ελένη Βελέντζα

Αναΐς Νιν: αποσπάσματα από το πρώιμο ημερολόγιό της. Μετάφραση: Ελένη Βελέντζα

1926

 

19 Σεπτεμβρίου. Χθες ήταν μια μέρα ιερή. Ο Χιου[1] κι εγώ περάσαμε το βράδυ μαζί κουβεντιάζοντας, εγώ ξαπλωμένη πάνω σε μια μαξιλάρα, στο πάτωμα, έχοντας το κεφάλι μου ακουμπισμένο στα πόδια του, και, για μια πρώτη φορά, κατάλαβα τη μεγάλη σοφία της Αγάπης μου. Εκείνος ήταν που πρώτος με αφύπνισε από τη φαντασιακή μου ζωή και μ’ έφερε στον πραγματικό κόσμο. Μ’ έκανε ανθρώπινη — αλλά γιατί; Για να μπορέσω ίσως να γίνω μια ισχυρότερη κι αληθινότερη μυστικός. Και τώρα, υπό την καθοδήγησή του, πρόκειται αυτά τα δυο στοιχεία να τα ενώσω, να κατακτήσω το ένα μέσω του άλλου, αντί να τα κρατάω χωρισμένα. Η δοκιμασία μου έλαβε τέλος. Κατανοώ. Είμαστε επιτέλους απόλυτα πνευματικά ενωμένοι λόγω ακριβώς αυτής της κατανόησης.

Ο πνευματώδης, βαθυστόχαστος Χιου μου, μ’ όλες του τις μυστηριώδεις, κρύφιες επιθυμίες, εξήγησε και δικαιολόγησε τη σκληρότητά του, κι αυτό που εγώ συνήθιζα ν’ αποκαλώ: τη βαναυσότητά του. Τώρα γνωρίζω πως όλα αυτά ήταν μέρος της προσπάθειάς του να μου αποκαλύψει τον κόσμο των πραγμάτων. Έχουμε ένα μυστικό οι δυο μας. Τώρα πια όμως, όταν κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον, τα μάτια μας δεν ρωτούν, δεν ψάχνουν, δεν εκλιπαρούν. Μα καταφάσκουν. Καταφάσκουν σε μια γνώση συνειδητή, μια γνώση που κάνει τη ζωή μας εκπληκτικά όμορφη.

 

 

21 Σεπτεμβρίου. Μέρες αποκαλόκαιρου. Προσπάθεια να ανακτήσω τις σωματικές μου δυνάμεις, δεν γράφω καθόλου, μα πιο πολύ ονειροπολώ· ανυπόφορες εναλλαγές της διάθεσης που με κάνουν να παίρνω τους δρόμους, μοναξιά. Φόβος για τον Υψηλό Τόπο, εκεί όπου πάντα βρίσκομαι μόνη με τις ιδέες μου· μόνη, με το μίσος μου για το Παρίσι.

Κι οι δυο μας συνεπαρμένοι από το πάθος μας για τις ταινίες. Ξεκινήσαμε βλέποντας τον Μαύρο Πειρατή,[2] που μας οδήγησε ν’ αναζητήσουμε νέα θαύματα, καταλήξαμε όμως ν’ αηδιάσουμε, αφού είδαμε το Bossu,[3] το LAbbé Constantin[4] και το La Neuvaine[5] σε μια διαστρεβλωμένη μεταφορά του βιβλίου [της Κολέτ].

Εχθές πήγαμε στον ράφτη να παραγγείλουμε ένα καινούργιο κοστούμι για τον Γάτο.[6] Ένιωθα ευτυχισμένη μετά τη βραδιά που είχαμε περάσει κουβεντιάζοντας, ευτυχισμένη, μα και νευρική. Τι μου συμβαίνει; Γιατί αυτός ο πόνος της επιθυμίας όταν έριξα το βλέμμα μου στα κοστούμια με τις ανθοστόλιστες κουάφ, στ’ ανατολίτικα πέπλα και στα ρώσικα φορέματα. Πιστεύω ότι πρόκειται γι’ αυτή την πάλη ανάμεσα στη φαντασία μου και τους περιορισμούς που μου επιβάλλει η φύση μου. Αναρωτήθηκα πολύ γι’ αυτό, κι έπειτα σταμάτησα ν’ αναρωτιέμαι για να σκεφτώ τον Γάτο μου που στεκόταν μπροστά μου, ενώ του έπαιρναν μέτρα για το πράσινο κοστούμι του, κι ήθελε τη γνώμη μου. Μου φαίνεται πως η ζωή μου δεν χρησιμεύει σε τίποτα, αλλά δεν μου ανήκει — είναι δική του. Κι επειδή ακριβώς είναι δική του, μου είναι πιο εύκολο να δουλέψω πάνω σ’ αυτή, προσπαθώντας να φτιάξω κάτι μέσα και πέρα απ’ όλα αυτά.

 

 

23 Νοεμβρίου. Γίνομαι ολοένα και πιο απρόσιτη, ακοινώνητη. Αυτό που θέλω περισσότερο απ’ οτιδήποτε τώρα είναι η τέχνη κι η μοναξιά. Η ευαισθησία μου μου κάνει πιο πολύ κακό απ’ ό,τι καλό. Βάζω τα κλάματα σε κονσέρτα, βάζω τα κλάματα εν τω μέσω συζητήσεων, όταν διαισθάνομαι τη ματαιότητα και την αδικία των πάντων· τελικά, μία κατάσταση ενεργούς εξέγερσης φαντάζει ευγενέστερη απ’ αυτή την υπερχειλή πίκρα, απ’ αυτό το θρηνητικό ξέσπασμα, απ’ αυτή την αίσθηση αποκαρδίωσης ενώπιον του κόσμου των πραγμάτων. Το να γίνεται κανείς πιο σκληρός είναι —το δίχως άλλο—  επίπονο, κι εγώ επιδιώκω να σκληρύνω, χωρίς όμως και ποτέ ν’ απωλέσω τη δυνατότητα του ελέους, καθώς και την τρυφερότητά μου για τους ανθρώπους.

Δεν προλαβαίνω καλά-καλά ν’ αποφύγω μια πρόσκληση σ’ απογευματινό τσάι, κι αισθάνομαι απειλούμενη από μια άλλη για χορό, κι όταν τα καταφέρω να συρθώ μακριά κι απ’ αυτή, εγκλωβίζομαι σ’ ένα κονσέρτο — του Αντόνιο, που μοιάζει να ’ναι περισσότερο μια κοινωνική, παρά μια μουσική συνθήκη. Στο μεταξύ, δεν μπορώ να χορέψω, γιατί ο προϋπολογισμός μας δεν το επιτρέπει. Δεν μπορώ να γράψω εξαιτίας του ότι το Παρίσι με καταθλίβει. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βοηθώ τον Χοακίν[7] με τα προβλήματά του και τον Ρίτσαρντ και τους άλλους και να κρατώ τον Γάτο μου ευτυχισμένο.

Το διάβασμα κι η μουσική είναι σαν να υπογραμμίζουν, να εντείνουν τη νευρικότητά μου καθώς κι αυτό το αίσθημα της αποτυχίας που με κατατρύχει. Ο Σεγκόβια,[8] πριν μερικά βράδια, χάραξε αυτή τη φράση στο μυαλό μου με την κιθάρα του: Δεν είσαι καλλιτέχνηςποτέ δεν θα δημιουργήσεις. Τότε λοιπόν, τι βασανίζεσαι; Γιατί δεν ζεις απλά, όπως το κάνουν κι όλοι οι άλλοι; Και γιατί αγωνίζεσαι με πάθος ν’ αποκόψεις τον εαυτό σου απ’ αυτή την ασήμαντη ζωή όταν δεν έχεις κανένα δικαίωμα να εισέλθεις στην άλλη;

Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί ετούτη η βαθιά πεποίθηση για την αλήθεια της τέχνης, γιατί αυτό το αίσθημα για το χρώμα, τη σκηνή, το κοστούμι, την έκφραση, τη χειρονομία, τον πηλό, τους ρυθμούς, τη μουσική, την κίνηση, τις λέξεις, τα όνειρα; Γιατί αυτή η αναστάτωση κάποιες στιγμές, τις στιγμές της θεσπέσιας πίστης στον εαυτό μου, γιατί όλες αυτές οι κρυφές μου προσδοκίες, κι αυτή η ανταπόκρισή μου στη ζωή, γιατί αυτή η θέαση μέσα στους χαρακτήρες των άλλων, η δύναμη τούτης της άοκνης φαντασίας που μέρα-νύχτα δουλεύει ακατάπαυστα εντός μου, γιατί αυτή η τάση αποκόλλησης από τις συνήθεις επιθυμίες, τους συνήθεις φίλους, τη συνηθισμένη ζωή, εάν εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης;

 

*     *     *

 

Η Αναΐς Νιν (1903-1977): συγγραφέας ισπανικής, κουβανικής, γαλλικής και δανέζικης καταγωγής, γεννήθηκε στο Παρίσι. Πατέρας της ήταν ο Κουβανός συνθέτης και πιανίστας Joaquin Nin, γαλλικής καταγωγής, και μητέρα της η Κουβανή τραγουδίστρια Rosa Culmell, με μικτή γαλλική και δανέζικη καταγωγή. Μετά τον χωρισμό των γονιών της, η Αναΐς θα ακολουθήσει τη μητέρα και τα δύο αδέλφια της στη Βαρκελώνη και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη, όπου θα μάθει άπταιστα αγγλικά, διατηρώντας τα γαλλικά της, αλλά λησμονώντας πλήρως τα ισπανικά. Παρά την πλειάδα των έργων της, η Νιν έγινε κυρίως γνωστή το 1966 όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των Ημερολογίων της (1931-1934), που βρήκε μεγάλη απήχηση στο κοινό. Ακολούθησαν άλλοι τρεις (1934-1947) — συνολικά έξι τόμοι ημερολογίων. Η ανταπόκριση που συνάντησε η τολμηρή και ειλικρινής γραφή της, την ενθάρρυνε να επιτρέψει, τη δεκαετία του ’70, τη δημοσίευση των ερωτικών της κειμένων τα οποία είχε γράψει επ’ αμοιβή τη δεκαετία του ’40, για λογαριασμό ενός συλλέκτη, μαζί με τους Χένρι Μίλερ, Τζορτζ Μπάρκερ, Ρόμπερτ Ντάνκαν και άλλους φίλους τους, που σήμερα θεωρούνται κλασικά στο είδος τους (ιδίως οι συλλογές διηγημάτων Το τρίγωνο της Αφροδίτης και Μικρά πουλιά). Πέθανε στο Λος Άντζελες, το 1977, μετά από μάχη με τον καρκίνο, έχοντας ανακηρυχθεί επίτιμη διδάκτορας του Philadelphia College of Art, το 1973, και εκλεγμένο μέλος του United States National Institute of Arts and Letters, το 1974.

 

 

[1]          Hugh Parker Guiler (1898-1985): τραπεζικός και σκηνοθέτης πειραματικών ταινιών της δεκαετίας του ’40 με το ψευδώνυμο ” Ian Hugo.” Σύζυγος της Αναΐς Νιν. Παντρεύτηκαν στην Αβάνα το 1923 κι έζησαν μαζί στο Παρίσι αλλά και στη Νέα Υόρκη.
[2]                 The Black Pirate (1926): ταινία χωρίς ιδιαίτερη δράση, αμερικανικής παραγωγής, σκηνοθετημένη από τον Albert Parker.
[3]             Le Bossu (με τον υπότιτλο: Le Petit Parisien): κινηματογραφική ταινία γαλλικής παραγωγής σε σκηνοθεσία Jean Kemm που βγήκε στις αίθουσες το 1925.
[4]             L’Abbé Constantin (1925): κινηματογραφική ταινία γαλλικής παραγωγής του Julien Duvivier.
[5]                 La Neuvaine (1925): κινηματογραφικό δράμα σε σκηνοθεσία Georges Champavert, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Colette.
[6]             Ψευδώνυμο του Χιου, συζύγου της Αναΐς.
[7]             Χοακίν Νιν (Joaquin Nin, 1908-2004): μικρότερος αδελφός της Αναΐς, πιανίστας και συνθέτης.
[8]               Αντρές Σεγκόβια (Andrés Segovia, 1893-1987): Ισπανός κιθαρίστας, βιρτουόζος της κλασσικής κιθάρας.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.