«Το ψαλίδι» της Δέσποινας Ποτούρη, μυθιστόρημα,
Τον Νοέμβριο του 2024 κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση, από τις εκδόσεις Ηδύφωνο, το μυθιστόρημα της Δέσποινας Ποτούρη «Το ψαλίδι». Πρόκειται για ένα βιβλίο, στο οποίο η συγγραφέας μέσα από τη μυθοπλασία, που σε πρώτο επίπεδο αφορά γεγονότα παρελθόντα, θίγει με ρεαλιστικό τρόπο προβλήματα της εποχής μας.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια. Ήδη στο πρώτο (Η αράχνη, Το έγκλημα, Το πρεβαντόριο) η αφηγήτρια ορίζει την ανθρωπογεωγραφία της ιστορίας, τον χώρο και τον χρόνο μέσα στον οποίο διαδραματίστηκαν τα κυριότερα γεγονότα και σκιαγραφεί τα πρόσωπα που πήραν μέρος σε αυτά και που αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής της ηλικίας. Ο χώρος είναι το δυτικό κομμάτι του ρέματος που αγκαλιάζει τον προσφυγικό συνοικισμό της Τριανδρίας, ο οποίος εκτείνεται ανατολικά του μεγάλου σταδίου της πόλης. Στο ρέμα αυτό κάποιες οικογένειες, μαζί και αυτή της αφηγήτριας, έχουν χτίσει σπίτια, αυθαίρετα και πρόχειρα. Η επιλογή του χώρου αυτού θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη ροή της ιστορίας, καθώς το ρέμα έχει δυναμική και συμβολισμό. Όντας χαμηλότερα, στις παρυφές του συνοικισμού, χωρίζει τους κατοίκους του από τον υπόλοιπο συνοικισμό των προσφύγων που έχουν πάρει κλήρο και μικρά δάνεια για να χτίσουν νόμιμα σπίτια. Χωρίζει, δηλαδή, τους φτωχούς από τους φτωχότερους. Τα παιδιά πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο με τα υπόλοιπα, νιώθουν όμως τη διαφορά. «Στο σχολείο δεν μπορώ να πω ότι περνούσα καλά. Δεν ξέρω γιατί δε με έδινε κανένας σημασία εκεί. Ήταν σα να μη με έβλεπαν…… Μόνο ο Τσιμπλουλής, ο ψηλόλιγνος γύφτος που είχαμε στο νηπιαγωγείο, φαινόταν να με προσέχει. Ήταν λίγο μεγαλύτερός μας, αλλά έτρεχαν οι μύξες του όπως κι οι δικές μου, που τις σκούπιζε με το μανίκι του». (σ. 30) Το ρέμα, όμως, ενώνει τους κατοίκους του. Η φτώχεια και οι κακές συνθήκες διαβίωσης είναι ο κοινός παρονομαστής. Μια φτώχεια που θα καθορίσει τις ζωές τους και θα αφήσει ανεπούλωτες πληγές στην ψυχή κυρίως των μικρών παιδιών. «Για το μεγάλο μου ρεζίλεμα δεν έφταιγε η δασκάλα, αλλά που δε με αγόραζαν παπούτσια. Τώρα ξέρω τι πληγές μου άφησε η έλλειψή τους. Τα σωστά παπούτσια είναι μεγάλη ασφάλεια. Είναι απαραίτητα για να μην πατήσεις καρφί ξυπόλητη, να μην μένεις με βρεγμένα πόδια όλη μέρα στο κρύο, να μην καίγονται οι πατούσες σου στον καυτό ήλιο, αλλά και για μια περιποιημένη, καθώς πρέπει εμφάνιση! Χωρίς αυτά σε τρώει η ανασφάλεια, φοβάσαι πού πατάς σ’ όλη σου τη ζωή!!!» (σελ.30)
Ο χρόνος αφήγησης είναι το τώρα. Η ηρωίδα ξεκινά την αφήγησή της από το παρόν και τελειώνει πάλι στο σήμερα. Ο χρόνος, όμως, στον οποίο ξεδιπλώνονται τα γεγονότα που αποτελούν κομμάτι των αναμνήσεων της αφηγήτριας είναι οι δεκαετίες από το ’60 και μετά, ενώ όσα μας αφηγείται για το διάστημα από το ’22 μέχρι και το ’60 δεν αποτελούν προσωπικές εμπειρίες της, αλλά προέρχονται από διηγήσεις των δικών της. Δεν έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ευθύγραμμη αφήγηση αλλά με ένα συνεχές πίσω μπρος, όπως μας δηλώνει και η ίδια στην αρχή, με ανάδρομες διηγήσεις μέσα στις οποίες εγκιβωτίζονται οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων της. «Μέσα στο μυαλό μου ο χρόνος είναι μπερδεμένος. Μπρος, πίσω όλα μαζί. Είναι σα μια πλατεία με πολλά κιόσκια όπου διαδραματίζονται γεγονότα διαφορετικού χρόνου κι εγώ περιφέρομαι από το ένα στο άλλο. Τη μια το παιδάκι που ήμουν, η Αγλαΐτσα, και την άλλη μεσήλικας πλέον, η κ. Άγλα». (σελ.11)
Τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι η παρέα των παιδιών στην οποία ανήκε η αφηγήτρια, ο Πέτρος, η Καλλιοπίτσα και ο αδελφός της ο Παυλάκης, ο Γιαννάκης, η αδελφή του η Αγλαΐτσα και οι γονείς τους. Στενές οι σχέσεις των τριών οικογενειών αρχικά, διακόπτονται ξαφνικά. Οι γονείς ψυχραίνονται μεταξύ τους. Μια μαύρη σκιά απλώνεται στις ζωές τους. Ανομολόγητα μυστικά, ψίθυροι, υπονοούμενα και μισόλογα. Τον Παυλάκη η μάνα του υπογράφει και τον στέλνουν στα καράβια, τον Γιαννάκη θα τον αναλάβει μια θεία του στην Αθήνα, όπου και θα σπουδάσει, και τον Πέτρο, ορφανό από πατέρα και χωρίς στηρίγματα θα τον κλείσουν στο αναμορφωτήριο ως εξιλαστήριο θύμα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο (Ο Γιωργάκης, Η Παναγιώτα, Το ζευγάρι, Η Σαλονίκη), το οποίο λειτουργεί επιβραδυντικά για την εξέλιξη της ιστορίας, η ηρωίδα αφηγείται την ιστορία των γονιών και των οικογενειών τους, γυρίζοντας στα χρόνια του διωγμού των Ελλήνων της Μ. Ασίας, της εγκατάστασής τους στην περιοχή της Δράμας, της γερμανικής και βουλγαρικής κατοχής εκεί και των συνεπειών που είχε αυτή στη ζωή του πατέρα της και άλλων νέων.
Στα δύο τελευταία κεφάλαια (Τρίτο: Κομμωτήριο η Χιονάτη, Η Ραπουνζέλ, Η εξομολόγηση, Τέταρτο: Οι παρέες της εφηβείας, Η βίαιη ενηλικίωση, Το μπάρκο, Ο Παύλος, Ο Πέτρος, Το κατευόδιο, Το παγκάκι) η αφηγήτρια ξαναπιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε στο πρώτο κεφάλαιο και ρίχνει άπλετο φως στα γεγονότα εκείνης της εποχής, τα οποία σημάδεψαν και καθόρισαν τη μετέπειτα ζωή τους. Η αλήθεια είναι σκληρή, αδιανόητη. Το τέλος έρχεται αναπάντεχα ανατρεπτικό και λυτρωτικό όχι μόνο για τα πρόσωπα της ιστορίας αλλά και για εμάς τους αναγνώστες.
Το κύριο θέμα του βιβλίου είναι η βία στις διάφορες μορφές της. Από τον πόλεμο, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά, τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ως τη βία που υπάρχει μέσα στην οικογένεια, την κακοποίηση των αδύναμων από τους πιο δυνατούς, των μικρών από τους μεγαλύτερους, της γυναίκας από τον άντρα, αυτήν που βιώνουν οι ανήλικοι τρόφιμοι των αναμορφωτηρίων. Μορφή βίας για τη συγγραφέα είναι και εκείνη που ασκεί στην ψυχή του ανθρώπου η απόλυτη ένδεια και η αδικία που υφίστανται οι ανίσχυροι, η πίεση από το στενό αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον σε καθετί που θεωρείται ως παρεκκλίνον, η εγωιστική αγάπη που καταπνίγει και εγκλωβίζει και ακόμη η υποκριτική συγκάλυψη, που αφήνει τα θύματα ανυπεράσπιστα και αδικαίωτα. Με κεντρικό θεματικό, λοιπόν, άξονα τη βία θίγονται και άλλα συνακόλουθά της προβλήματα κοινωνικής παθογένειας όπως η εφηβική παραβατικότητα, τα ναρκωτικά, η απομόνωση των παιδιών από άλλα στο σχολείο, ο παράνομος πλουτισμός, ο εκβιασμός και η απειλή για την ίδια την ανθρώπινη ζωή, κρίκοι μιας αλυσίδας που μοιάζει να μη σπάει ποτέ. Συνηθίζουμε να λέμε πως αυτά τα φαινόμενα γνωρίζουν έξαρση στη δική μας εποχή, πως παλιά τα πράγματα ήταν πιο αθώα, πως υπήρχε αλληλεγγύη και αγάπη, μιας και μας αρέσει επιλεκτικά η μνήμη μας να μένει στα καλά και να αποχρωματίζει τα άσχημα. Η συγγραφέας, όμως, τολμά να αφαιρέσει τη ζαχαρόπαστα της νοσταλγίας από τις αναμνήσεις της και να μας πει πως τα φαινόμενα αυτά συνέβαιναν πάντα, με την ίδια ένταση και συχνότητα, απλώς δεν έβγαιναν στο φως, έμεναν κρυμμένα πίσω από τις κλειστές πόρτες, αφήνοντας αδικαίωτα τα θύματα και ατιμώρητους τους θύτες. Είναι αξιοπρόσεχτο το πώς στην εποχή μας των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων και της άμεσης πληροφόρησης η κοινωνία εξακολουθεί να είναι δραματικά αργή όσον αφορά την επίλυση των προβλημάτων κοινωνικής παθογένειας. Αξιοπρόσεχτο ναι, όχι όμως και αξιοπερίεργο μιας και αδυνατούμε να παραδεχτούμε και να αναλάβουμε ο καθένας και όλοι μαζί την ευθύνη που μας αναλογεί. Η Καλλιοπίτσα κακοποιείται από τον μεγαλύτερό της αδελφό, η μητέρα όμως ρίχνει το φταίξιμο στο μικρό κορίτσι, η γειτονιά στιγματίζει το μικρό κορίτσι. «Είχα κάνει κάτι πολύ κακό και δεν ήξερα τι ήταν αυτό, ούτε πώς έγινε, αφού εγώ δεν συμμετείχα. Έκανα κάτι κακό που δεν έπρεπε να ξανακάνω. Που αν το μάθαιναν στο σχολείο, δε θα μπορούσα να πάω ξανά……. Στο σχολείο όταν πήγα την άλλη μέρα, νόμιζα ότι όλοι ήξεραν -και σίγουρα ήξεραν- επειδή οι τοίχοι στη γειτονιά μας ήταν χάρτινοι κι η μάνα μου φώναζε πολύ…… Τότε άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου τούφες-τούφες……. Ο υποβόσκων φόβος και μια υποσυνείδητη ντροπή με συνόδευσαν τα υπόλοιπα χρόνια». (σ. 183-184) Η Ζαχαρούλα, παιδί ακόμη, βιάζεται από τους φίλους των αδελφών της, με τη δική τους συναίνεση, και στο τέλος αυτοκτονεί. Ο Πέτρος, ένας απροστάτευτος έφηβος, στρατολογείται στη διακίνηση ναρκωτικών, εγκλείεται σε αναμορφωτήριο και υφίσταται επί δύο χρόνια συνεχείς βιασμούς από παλαιότερους τροφίμους, ενώ αυτοί που ευθύνονται για ό,τι του συνέβη, καθώς έχουν τη δύναμη και τον πλούτο απολαμβάνουν την ασυλία ως ευυπόληπτοι πολίτες.
Αν και σκληρό το θέμα του βιβλίου, η συγγραφέας το χειρίζεται αριστοτεχνικά, δίνοντας παράλληλα και άλλες πτυχές της ζωής των ηρώων της. Οι χαρακτήρες της δεν είναι μονοδιάστατοι. Μέσα τους δίπλα στο κακό υπάρχει και το στοιχείο του καλού, δίπλα στο σκοτάδι το φως, στο αρρωστημένο και το στρεβλό η ελπίδα για κάτι όμορφο και η ανάγκη να προστατέψουν ό,τι αγαπούν. «Με θόλωσε εκείνο το Ωροσπού! Εξάλλου η μάνα πάντα ξέρει! Οι άνθρωποι είμαστε καλοί και κακοί ταυτόχρονα. ΄Ακαρδοι και συμπονετικοί. Τρυφεροί και βάναυσοι. Σε κάποιες καταστάσεις ήρωες και σε άλλες προδότες. Ηθικοί και παράνομοι. Άγγελοι και δολοφόνοι. Κυρίως είμαστε ψεύτες! Μην πιστέψεις όποιον σου παρουσιάζεται με τη μια του ιδιότητα. Είναι όλα αυτά μαζί! Είναι σαν τις δυο λάμες του ψαλιδιού δεμένες μεταξύ τους, που προχωρούν στο ύφασμα της ζωής και δεν έχουν την πολυτέλεια να σκεφτούν τι και ποιον θα κόψουν, όντας βρεθεί στο διάβα τους!»(σ. 277)
Η συγγραφέας, κινείται με άνεση στο παρόν, στο εγγύς και στο απώτερο παρελθόν, αξιοποιώντας αφηγηματικές τεχνικές στις οποίες εντάσσει ακριβείς και παραστατικές περιγραφές, διαλόγους, εσωτερικούς μονολόγους έχοντας ως όχημα μια γλώσσα ρέουσα, ζωντανή και φυσική, αυτήν που θα αποκαλούσαμε «καλά ελληνικά», προσαρμοσμένη κάθε φορά στην εποχή και στην προσωπικότητα των ηρώων της. Χωρίς λεκτικά πυροτεχνήματα και ακροβατισμούς, λιτή και μεστή, ρεαλιστική αλλά και συγκινησιακή, όπου χρειάζεται, θα έλεγα πως η γλώσσα είναι ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του μυθιστορήματος.
«Τα αγόρια της γειτονιάς, ο Πέτρος, ο Παύλος και ο αδελφός μου, ο Γιαννάκης, είχαν τελειώσει το Δημοτικό και ήταν η δεύτερη χρονιά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο. Ατίθασοι έφηβοι που δεν είχαν βγάλει τρίχες στο πρόσωπο ακόμη. Έκαναν παρέα με τα μεγαλύτερα από αυτούς αργότερα που έμεναν στους παραπάνω δρόμους του συνοικισμού. Παλικαράκια που σύχναζαν σε καφενεία και μπιλιαρδάδικα, όπου αναμασούσαν ό.τι άκουγαν από τους ενήλικες άντρες, τους «ρέμπελους και τους ρεμπεσκιέδες»…… Στα μπιλιαρδάδικα και τα καφενεία, όπου το αντριλίκι μετριόταν από τις μεταξύ τους μαγκιές και τα σκαμπίλια στις γυναίκες τους. Εκεί μέσα που αισθάνονταν ότι κάτι άξιζαν που ήταν άντρες και μόνο, ανώτεροι από τους πούστηδες και τις πουτάνες. Αγόρια χωρίς έλεγχο και καθοδήγηση από τα σπίτια τους. Από γονείς φτωχούς και αγράμματους που δεν ήξεραν τι έκαναν τα παιδιά τους, επειδή είτε δεν είχαν χρόνο να τα ελέγξουν από την εξαντλητική καθημερινότητά τους είτε γιατί δεν είχαν την ψυχική αντοχή. Δεν είναι όλοι οι φτωχοί έτσι, αλλά ίσως οι πιο αδύναμοι. Ήταν τέτοιες οι εποχές, με ανθρώπους που η ζωή δεν τους άφησε περιθώρια και ξέμειναν αδύναμοι και παραιτημένοι. Αλλά και πότε ήταν διαφορετικές οι εποχές γι’ αυτούς; Παιδιά και ενήλικες που καταλήγουν να αποτελούν το μαύρο κατακάθι της κοινωνίας, η οποία εκεί βρίσκει τους αποδιοπομπαίους τράγους της, ώστε να δικαιολογεί τη στρεβλή της οργάνωση» (σ.222-223)
Η Δέσποινα Ποτούρη με το μυθιστόρημά της «Το Ψαλίδι» μας χαρίζει ένα ενδιαφέρον βιβλίο, καλογραμμένο, με πρωτότυπη πλοκή και διαχρονικά θέματα, που αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί.
Αναστασία Χρυσαφίδου