Ραχήλ
Λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας, στην οδό Μιαούλη, έχασκε μισογκρεμισμένο ένα διώροφο. Από το μέγεθός του, την αρχιτεκτονική και τις λεπτομέρειες στον σωζόμενο εξωτερικό διάκοσμο καταλάβαινε κανείς πως επρόκειτο για αρχοντικό. Συχνά, όταν περνούσα, αναρωτιόμουν τι να είχε συμβεί και ρήμαξε ένα τέτοιο στολίδι, δεν υπήρχαν κληρονόμοι ή το είχε φάει η ασυνεννοησία πολλών δικαιούχων; Κάποιοι στη γειτονιά έλεγαν πως ιδιοκτήτης ήταν ένας πλούσιος Εβραίος, ο οποίος το 1943 είχε σταλεί με την οικογένειά του στο Άουσβιτς, από όπου δεν γύρισε κανείς τους. Ήταν πραγματικά περίεργο που την ιστορία τους θα τη μάθαινα από τον κ. Σωκράτη, γείτονα αποδημήσαντα σχετικά πρόσφατα.
«Τον Ιούνιο του 1941 ήμουν μόλις 16 χρονώ. Έμενα πιο ψηλά, πίσω από το Ιπποκράτειο, αλλά μετά τη δουλειά σχεδόν καθημερινά κατέβαινα εδώ. Είχαμε μια μεγάλη παρέα, αγόρια κορίτσια, και, παρά τον φόβο των Γερμανών, που είχαν μπει στη Θεσσαλονίκη λίγο καιρό πριν, βρισκόμασταν και, καμιά φορά, διασκεδάζαμε με ό,τι διαθέταμε εκείνη την εποχή: τα νιάτα μας. Η Ραχήλ ήταν ένα από τα κορίτσια της παρέας, μόλις 14 χρονώ, ορφανή από μητέρα. Μαζί με τον πατέρα της, υφασματέμπορο, πολυταξιδεμένο, άνθρωπο του κόσμου, έμεναν στο αρχοντικό της οδού Μιαούλη. Συχνά καθόμασταν στα σκαλιά του σπιτιού της φλυαρώντας και τότε τον θυμάμαι πάντα σοβαρό, καλοντυμένο, με μια αλυσιδίτσα να κρέμεται στο αριστερό τσεπάκι του σακακιού του, από όπου κάποιες φορές έβγαζε ένα χρυσό ρολόι και το κοιτούσε, σιωπηλό μήνυμα στη Ραχήλ ότι ήρθε η ώρα για το δείπνο. Η αλήθεια είναι πως πολλοί από εμάς περιμέναμε το κέρασμα που μας έφερνε σε ασημένιο δίσκο μια υπηρέτρια, πλουσιοπάροχο πριν από την κατοχή, τσουρέκι με μαρμελάδα και κανέλα, μηλόπιτα, καρυδόπιτα ή κέικ με μέλι.
»Για πρώτη και τελευταία φορά πέρασα το κατώφλι του αρχοντικού εκείνον τον Ιούνιο του 1941. Ήταν νωρίς το απόγευμα και ίσα που είχαμε αρχίσει να μαζευόμαστε. Η Ραχήλ μού είπε πως ο πατέρας της ήθελε να μου μιλήσει. Στάθηκα στον κεντρικό διάδρομο και η υπηρέτρια με οδήγησε δεξιά στο γραφείο του κ. Ελιά. Καθώς τον περίμενα, περιεργαζόμουν την υπέροχη βιβλιοθήκη, τα μελανοδοχεία και τις πένες στις ανοιχτές θήκες τους, τους βελούδινους καναπέδες, τα φωτιστικά, όλα πρωτόγνωρα για μένα, παιδί της βιοπάλης και της στέρησης. Ο κ. Ελιά ήρθε και με προσκάλεσε να καθίσουμε κοντά ο ένας στον άλλο. Ήταν φανερό πως ήθελε να μου πει κάτι σοβαρό. Μου έκανε κάποιες ερωτήσεις για μένα, την οικογένειά μου, τη δουλειά μου. Από τον τρόπο του κατάλαβα πως του ήταν γνωστά όσα του απαντούσα. Επέμενε στο θέμα της οικογένειάς μου. Μια θεία είχα που με μεγάλωσε με μεγάλο κόπο. Πλύστρα ήταν σε σπίτια σαν και αυτό. Το σπίτι μας φτωχικό, αλλά, από τότε που άρχισα να δουλεύω, δεν μας έλειπε τίποτα από εκείνα τα οποία εγώ θεωρούσα σημαντικά. Χαμογέλασε ευχαριστημένος από αυτό το τελευταίο που του είπα. «Και τι θεωρείς σημαντικό;» Δεν μπορούσα να απαντήσω άμεσα. Δεν έβρισκα τις λέξεις. «Να, έχω τη θεία μου, έχω σπίτι, ένα κρεβάτι, δουλειά, φίλους, ξέρω ’γω;» Αυτό που μου έλειπε ήταν το σχολείο. Τρεις τάξεις στο γυμνάσιο πήγα και το παράτησα. Πέθανε ο θείος και δεν τα βγάζαμε πια πέρα. Έπρεπε να δουλέψω. Ναι, αυτό μου έλειπε. Τα γράμματα.
»Ο κ. Ελιά με κοιτούσε επιδοκιμαστικά. Ήθελε, λέει, να γνωρίσει τη θεία μου. Θα ερχόταν εκείνος από το σπίτι. Ήταν πολύ σοβαρό αυτό που θα συζητούσαν. Κι έπειτα: «Αγαπάς κάποιο κορίτσι;», με αιφνιδίασε. Αγαπούσα τα κορίτσια, αλλά όχι περισσότερο κάποιο συγκεκριμένα. Με τη Ραχήλ ήμασταν φίλοι, καλοί φίλοι.
»Την επομένη κιόλας ο κ. Ελιά ήρθε στο σπίτι μας. Εγώ έλειπα. Μίλησε με τη θεία μου. Οι πληροφορίες τού έλεγαν πως στην Ευρώπη είχαν εντατικοποιηθεί οι διώξεις των Εβραίων σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη. Σύντομα θα άρχιζαν και εδώ. Εκτός από την αδελφή του και τη Ραχήλ δεν είχε κανέναν άλλο συγγενή. Ζητούσε, παρακαλούσε να παντρευτώ την κόρη του. Θα βαφτιζόταν χριστιανή, θα άλλαζε όνομα και επίθετο. Θα έμενε μαζί μας, εδώ στης θείας μου ή όπου αλλού θέλαμε. Εκείνο το σπίτι έξω από το Ασβεστοχώρι, της μάνας μου κληρονομιά, μπορούσαμε να το φτιάξουμε, όλα τα έξοδα θα τα αναλάμβανε ο ίδιος, και να φύγουμε, να μην ξέρει κανείς. Δεν θα χρειαζόταν να δουλεύω. Είχε χρήματα, χρυσό, της Ραχήλ θα ήταν όλα. Όταν θα έφευγαν οι Γερμανοί, είχε κρυμμένη διαθήκη, τότε θα γίνονταν και τα ακίνητα δικά της.
»Η θεία ξαφνιάστηκε. Έπρεπε να το συζητήσει μαζί μου. Όχι βιαστικές αποφάσεις. Ήμουν μόλις 16 χρονώ, καθόλου παιδί της παντρειάς. Και η Ραχήλ; Ας λέγαμε εμείς το ναι και θα το τακτοποιούσε εκείνος μαζί της.
»Το απόγευμα που γύρισα από τη δουλειά η θεία μού μίλησε. Θεωρήσαμε πως υπήρχε κάποια υπερβολή στα λεγόμενα του κ. Ελιά. Διώξεις των Εβραίων; Γιατί ειδικά αυτών; Όλοι υπό κατοχή ήμασταν και κινδυνεύαμε το ίδιο. Τότε, βλέπεις, δεν γνωρίζαμε κι ούτε μπορούσαμε να φανταστούμε το τι θα ακολουθούσε. Δεν ένιωθα έτοιμος να παντρευτώ. Τη Ραχήλ την έβλεπα σαν αδελφή μου. Κι ήμουν ακόμη παιδί, για να λογαριάζω τις λίρες και την περιουσία που θα κληρονομούσα. Κι η θεία είχε πικρή πείρα από τις παραξενιές και τις απαιτήσεις των πλουσίων.
»Λίγες μέρες μετά, δεν είχε περάσει μια βδομάδα, το αρχοντικό τους επιτάχθηκε από τους Γερμανούς. Μάθαμε πως φιλοξενούνταν στης αδελφής του κ. Ελιά, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας. Εμείς, όμως, δεν τους ξαναείδαμε. Είχα περάσει κι εγώ σε ομάδες αντίστασης μέσα στην πόλη και κρυβόμουνα. Κι έπειτα ακολούθησαν καταιγιστικές εξελίξεις. Έλεγαν πως τον κ. Ελιά τον σκότωσαν στην πρώτη συγκέντρωση των Εβραίων στην πλατεία Ελευθερίας, τον Ιούλιο του 1942. Πως τον Μάρτιο του 1943 η Ραχήλ ήταν στις αποστολές στο Άουσβιτς. Άλλοι έλεγαν πως ο κ. Ελιά είχε πληρώσει και έφυγαν κρυφά με την κόρη του στην Ελβετία.
»Το αρχοντικό τους λεηλατήθηκε πρώτα από τους Γερμανούς που έμεναν εκεί και βανδαλίστηκε με την αποχώρησή τους. Έπιπλα, κουρτίνες, στόφες και χαλιά, πολυέλαιοι, κρύσταλλα, ασημικά και σερβίτσια, τα πάντα εκλάπησαν. Μέχρι και τα πατώματα έσκαψαν για να βρουν τους πιθανούς κρυμμένους θησαυρούς, λίρες, κοσμήματα, τίτλους ιδιοκτησίας. Ποιοι; Άγνωστοι; Γείτονες; Κανείς δεν ήξερε. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει. Όταν μάθαμε για τη φρίκη των στρατοπέδων εξόντωσης των Εβραίων και πολύ αργότερα επισκέφθηκα το Άουσβιτς, ένιωσα πως θα μπορούσα τότε να είχα σώσει μια ζωή και δεν το είχα κάνει. Οι τύψεις αυτές δεν με άφησαν ποτέ κι ας ερωτεύτηκα μετά και ας παντρεύτηκα κι ας απόκτησα παιδιά κι ας ήμουν τότε τόσο μα τόσο νέος!
Γράψε την ιστορία κι αφιέρωσέ την στη μνήμη της Ραχήλ και της κάθε Ραχήλ που περπάτησε σ’ αυτήν την πόλη εκείνα τα μαύρα χρόνια και δεν πρόλαβε να ενηλικιωθεί».
27 Ιανουαρίου, διεθνής ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος. Αποφασίζω να περάσω από την παλιά μου γειτονιά. Το σπίτι του κ. Ελιά στέκει ακόμη ερειπωμένο, κουφάρι της ιστορίας. Μια πλαστική κοκκινόασπρη ταινία απλώνεται κατά μήκος της πρόσοψης του οικοπέδου, σημάδι απαγορευτικό για τους περαστικούς. Στέκομαι για λίγο. Όλως παραδόξως ο δρόμος δεν έχει καθόλου κίνηση. Η μέρα είναι ηλιόλουστη παρά το τσουχτερό κρύο και τον αέρα. Μια δέσμη φωτός πέφτει διαγωνίως στο αρχοντικό. Πίσω από τα ξεδοντιασμένα παντζούρια διακρίνω δύο φιγούρες. Η μία είναι μεγαλόσωμη και η άλλη λεπτή, κοριτσίστικη. Κρατάω την αναπνοή μου. Έχω ακούσει πως οι φυλακισμένες ψυχές μπορούν να ελευθερωθούν, αν ακούσουν το όνομά τους. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και φωνάζω με δύναμη: Ραχήηηλ, Ραχήηηλ. Για μια στιγμή νομίζω πως ακούω τον μεταλλικό ήχο μιας αλυσίδας που σπάει. Η Ραχήλ στρέφει το κεφάλι προς το μέρος μου, ακολουθώντας τον ήχο της φωνής μου. Έπειτα αγγίζει με το χέρι της στο στήθος τον πατέρα της. Εκείνος τρυφερά λύνει τον φιόγκο στα μαλλιά της. Η λευκή κορδέλα με ένα φύσημα του αέρα περνάει τη μισογκρεμισμένη στέγη, ξεδιπλώνεται, κυματίζει στον γαλάζιο ουρανό και χάνεται στον ορίζοντα.