Ο μικρός Μάνος έκπληκτος παρατηρεί το ψηφιδωτό του Ορφέα στη Σπάρτη, στην «Οικία των ψηφιδωτών». Οι απορίες τον κατακλύζουν. Σε κάποιες απαντούν η μαμά κι ο μπαμπάς. Άλλες μένουν αναπάντητες.
«Γιατί υπάρχουν μόνο ζώα γύρω του; […] Γιατί υπάρχουν ζώα που τρέχουνε και άλλα που είναι σταματημένα;… Ο πάνθηρας γιατί κοιτάζει πίσω;… Ο λαγός γιατί τρώει;… Το λιοντάρι γιατί είναι σκυμμένο;… Εκείνο το μεγάλο πουλί γιατί κοιτάζει ψηλά;»[1]
Κανένας δεν μπόρεσε να του λύσει τις απορίες αυτές. Και τότε, ο Μάνος, με τον μαγικό λόγο και τις ζωγραφιές του Θανάση Σισμάνη, μεταφέρεται στο «ζωγραφείον» του Αριστόβουλου. Ήταν ο ζωγράφος εκείνος που ζωγράφισε τη σύνθεση με τον Ορφέα και τα ζώα γύρω του, τέλη του 3ου με αρχές του 4ου αιώνα μ. Χ. Ύστερα, πήραν το σχέδιό του οι ψηφοθέτες κι έφτιαξαν το ψηφιδωτό. (Κανένας δεν έγραψε πουθενά τ’ όνομά του).
«Ξέρετε, δεν γνωρίζω πώς βρέθηκα εδώ, αλλά αφού είμαι εδώ, θέλω να σας πω πως το έργο σας —που το είδα σε ψηφιδωτό— μου άρεσε πάρα πολύ… Αλλά είχα κάποιες απορίες, που δεν μπόρεσε να μου λύσει ούτε ο παππούς μου που ήταν δάσκαλος!…»
Ο καλλιτέχνης γέλασε.
«Φυσιολογικό μού ακούγεται. Ωστόσο, αν παρατηρήσει κανείς καλά το ψηφιδωτό με καθαρό μυαλό, και γνωρίζει τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, θα καταλάβει το έργο… Θα αντιληφθεί στο έργο τον χρόνο, τον ήχο και τα ανάλογα συναισθήματα που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει. […] Ο Ορφέας απεικονίζεται εδώ έχοντας χάσει για δεύτερη φορά την Ευρυδίκη κι αφού πέρασε κάποιος χρόνος… Κάθεται σ’ ένα λίθο και παίζει μουσική με τη λύρα του. Είναι λυπημένος, κι αυτό διακρίνεται στο βλέμμα του. Όμως, δεν έχει αυτήν τη λύπη που είχε πριν κατέβει στον Άδη. […] Όταν γύρισε, κατάλαβε πως οριστικά πια θα ζούσε χωρίς την Ευρυδίκη… […]
Κι αν καλοκοιτάξεις το βλέμμα του, θα δεις ότι δεν έχει μόνο λύπη. Έχει χαρμολύπη. Έτσι όπως κοιτάζει ο Ορφέας, φαίνεται πως δεν κοιτάζει τα ζώα γύρω του, κοιτάζει πέρα μακριά! Πού; Εκεί που είναι η αγαπημένη του! […] Βλέπεις όμως ποιος τον βοηθά να βρει τον δρόμο για την αγαπημένη του; Η τέχνη! Η μουσική του! […] Να τι εξαίσιο θείο δώρο είναι η μουσική! […]
Με τα λεπτά του ευγενικά δάχτυλα, τον δείκτη και τον αντίχειρα, πάλλει απαλά μια χορδή.
Να λοιπόν και ο ήχος! […] Όσα ζώα είναι κοντά του είναι ήρεμα. Αν έπαιζε δυνατά ή κάποιον γρήγορο ρυθμό, θα τρόμαζαν, θα ήταν ανήσυχα. […]
Αλλά ας πάρουμε τα ζώα με τη σειρά: Το λιοντάρι, που είναι και ο βασιλιάς των ζώων, σκόπιμα το τοποθέτησα πρώτο, επάνω αριστερά και δίπλα στο κεφάλι του Ορφέα! […] Είναι πρώτο και κοιτάζει τον «πρώτο» της μουσικής! […]»[2]
Ο αριστοτεχνικός τρόπος που εξηγεί την παρουσία των ζώων στο ψηφιδωτό ο Αριστόβουλος στον μικρό Μάνο μ’ έκανε και ντύθηκα βιαστικά, με το βιβλίο «Ο Ορφέας που σαγηνεύει τα ζώα» υπό μάλης. Έφτασα στην «Οικία των ψηφιδωτών», Παλαιολόγου και Διοσκούρων. Δεν ήταν τίποτα όπως πριν. Σαν να ζωντάνεψε το οπισθόφυλλο, κι εγώ ανάμεσα στον Μάνο και στο μαγεμένο λιοντάρι. Στην άλλη πλευρά της γωνίας ο Αριστόβουλος, να κοιτάζει κι αυτός το ψηφιδωτό.
Κι όπως ξανάγινα παιδί, παιδικοί τροχαίοι έβγαιναν απ’ το στόμα μου. Για να μην τους ξεχάσω, τους σημείωσα βιαστικά. (Με ανάπαιστους στην αρχή και στο τέλος, ενστικτωδώς, για τα χρόνια που πέρασαν στο μεταξύ…)
Τα ζώα γύρω από τον Ορφέα
(ψηφιδωτό)
[Άκου, Μάνο, και δες
από αρχαίες γραφές
από αρχαίο ζωγράφο
Αριστόβουλο τά ’χω
που στον φίλο Θανάση
λέει να δώσουμε βάση:]
Το λιοντάρι ξαγρυπνά
στον Ορφέα, θαρρείς, μιλά
και τη χαίτη του στητά
ρίχνει λίγο προς τα μπρος
προς τον κάπρο, που κι αυτός
φτάνει χοροπηδηχτός.
Η μαμά η πανθηρού
πίσω γνέφει του μικρού
άλλο πια να μην αργεί
να χαρεί τη μουσική.
Και μια τίγρη θηλυκή,
ήρεμη πολύ κι αυτή,
ξέρει τα τιγράκια της
μες στα ποδαράκια της
γρήγορα θα φτάσουνε
ήχους να βυζάξουνε.
Του Ορφέα η μουσική
η καλύτερη τροφή.
Συμφωνεί και η αρκούδα
με τη γκρίζα τη μουσούδα.
Αγριόχηνα για δες
πώς κοιτάει τις χορδές
—όχι, δεν είναι… μεζές!—
Μαγεμένος ερωδιός
λέει στον ουρανό «εμπρός,
με τη μέρα, με το φως
στείλε μας κι άλλα πουλιά
νά ’ρθουνε στη συντροφιά».
Να κι η πάπια η κυρά
κάθεται φαρδιά πλατιά.
Ο λαγός από… προχτές
έχει φτάσει και τρελές
κάνει μάσες φανερές!
Να κι η σαύρα, κι η χελώνα
βρίσκουν τόπο στην εικόνα.
Και το φίδι, ναι, κι αυτό
ήρεμο, νωχελικό
πώς ακούει τη μουσική,
στον Ορφέα θ’ ανεβεί!
Κάτω η βαριά αρκούδα
με τη γκρίζα τη μουσούδα
γρήγορα θα κοιμηθεί
με την πιο βαριά χορδή.
[Απαλή μουσική
ώς τον Άδη αντηχεί
με της λύρας το φως
ο Ορφέας τερπνός
με τα ζώα κοντά
Ευρυδίκη γλυκιά
σου κρατά συντροφιά…]
Αντίδωρο στον Θανάση Σισμάνη,
για το μαγικό βιβλίο που μας χάρισε.[3]
Αναστασία Κόκκινου,
Σπάρτη, 17-2-2024
[1] Αθανάσιος Σισμάνης, Ο Ορφέας που σαγηνεύει τα ζώα, σσ. 6, 8.
[2] ό.π., σσ. 22-24.
[3] Το εικονογραφημένο από τον ζωγράφο-συγγραφέα καλαίσθητο βιβλιαράκι των 36 σελίδων κατατάσσεται στα παιδικά, 9-12 ετών. Θαρρώ όμως πως είναι για παιδιά από 9 έως… 99 ετών!