Ι.
Σὰν δίσκος ξεχασμένος βινυλίου
σὰν τὸ ἀδέξιο τρυφερό σου χέρι
ἀπέναντι σὲ ἔγκαυμα ἡλίου
ἀμήχανο τὸ θέρος περιμένει.
Θὰ στρώσουν εἶπαν δρόμο, ξέχασέ το
παπποὺς μὲς στὴ Λαϊκὴ παραπατάει
δὲν πρόκαμε καφὲ βαρὺ καὶ σκέτο
στὸν φρέντο ὁ ἐγγονὸς τσαλαβουτάει.
Μέρες Αὐγούστου στὴν Παλαιολόγου
χίλια ἐννιακόσια τράντα ὀχτώ στοῦ ὑπονόμου
διαβάζω τὴν περίτεχνη τὴ σχάρα·
ποιά μπότα πέρασε ἀπὸ δῶ ποιόν σβάρνα
ποιά λησμονιὰ μαχαίρι καὶ πηρούνι
τώρα Ἀγορὰ ἡ Κλινικὴ Καρβούνη.
ΙΙ.
Ἦταν ἐδῶ μιὰ μαρμαρένια βρύση
εἶπα, μὲ κοίταξε σπιτίσιος γάτος
χουζούρης στὸ μπαλκόνι του χορτάτος
πάνω στῆς ἀντιπαροχῆς τὴ λύση.
Ξυπόλυτη γυρνοῦσε ἡ μαρίδα
καὶ φασαριόζα ἐκεῖ στὴ Μενελάου
ξυστὰ μὲ τὴν ὁδὸ Ἀγησιλάου
ποὺ ξεδιψοῦσε σὰν τὴ νεροφίδα.
Κι ἦταν καὶ νιὲς μὲ τροφαντὲς βαρέλες
καὶ νιοὶ ποὺ ξεπεζεῦαν ἀπ’ τὶς σέλλες
στὴ βρύση ἐκείνη τώρα πού στοιχειώνει
βαθιὰ στὰ μπάζα μὲ τὴν ἐνοχή σου
καὶ μὲ τὴ σκόνη τὴ μελλοντική σου
μὲ τὸ ἐμφανὲς μπετόν της νὰ βουρκώνει.
Ἀναστασία Κόκκινου
Σημειώσεις