You are currently viewing Αναστασία Ν. Μαργέτη: Η πρόθεση του συγγραφέα στη νοηματοδότηση του λογοτεχνικού κειμένου

Αναστασία Ν. Μαργέτη: Η πρόθεση του συγγραφέα στη νοηματοδότηση του λογοτεχνικού κειμένου

Το λογοτεχνικό φαινόμενο ορίζεται από τρεις παραμέτρους: τον συγγραφέα, το κείμενο και τον αναγνώστη. Στο άρθρο θα αναφερθούν ορισμένες απόψεις μελετητών που σχετίζονται με τον ρόλο του συγγραφέα. Χωρίς αυτόν, άλλωστε, δεν θα υπήρχε το έργο.

Αλήθεια, με ποιον τρόπο γεννιούνται τα λογοτεχνικά έργα; «Το ζήτημα έχει διχάσει τους κριτικούς του 20ου αιώνα σε αυτούς που απαιτούν να αντιμετωπίζεται το λογοτεχνικό έργο ως ανεξάρτητο και αυτόνομο, και σε αυτούς που επιμένουν ότι δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε, παρά μόνον αν το δούμε ως το τελικό και ορατό στάδιο μιας μακριάς και σύνθετης δημιουργικής διαδικασίας» (Hawthorn,  σελ. 114). Τον 19ο αιώνα του  Ρομαντισμού, ο συγγραφέας – Δημιουργός  θεωρούνταν ο μόνος αρμόδιος να ερμηνεύσει το έργο του. Οι σύγχρονοι μελετητές όμως, εξετάζουν το θέμα της γένεσης ενός έργου αναφορικά με τον συγγραφέα και την πρόθεσή του, τις περσόνες που χρησιμοποιεί, την ένταξη του έργου στα κοινωνικά και ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής του, τη βιογραφική κριτική, καθώς και τον ρόλο της κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας στη συγγραφή των έργων.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

 

Τα περισσότερα λογοτεχνικά έργα έχουν έναν συγγραφέα. Όμως, αν και το έργο φέρει το όνομά του, ο συγγραφέας έχει ήδη, δεχθεί πλήθος επιρροών από τον εξωτερικό περίγυρο πριν καν εκδοθεί το κείμενό του (εκδότες, φίλοι, τυχόν λογοκρισία της εποχής). Γι’ αυτό η σχέση συγγραφέα και έργου δεν είναι απλή. Το ερώτημα που έχει τεθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα  είναι το εξής: Μπορεί ο συγγραφέας να είναι ο κύριος νοηματοδότης του έργου του; Αφού το έργο φέρει το όνομά του, δικαιούται να είναι ο ίδιος ο πιο αξιόπιστος ερμηνευτής του έργου του;

Για να δοθεί απάντηση, o ερευνητής χρειάζεται να συνδιαλεχθεί  με   απόψεις των θεωρητικών  της λογοτεχνίας  από τον Πλάτωνα, τους Ρομαντικούς, την αμερικανική Νέα Κριτική, τον Έλιοτ, τους Φορμαλιστές, τους Στρουκτουραλιστές,  τις Θεωρίες της αποδόμησης και τον Barthes, τις λακανικές, φροϋδικές και μαρξιστικές θεωρίες.

Ειδικά η άποψη του Roland Barthes, που μίλησε για τον «θάνατο του συγγραφέα», προβλήθηκε ιδιαίτερα από το 1960 κι έπειτα.  Οι θεωρίες της αποδόμησης, όπως ονομάζονται – με πρωτοπόρο τον Barthes -υποστηρίζουν ότι ο συγγραφέας, με την παραδοσιακή έννοια του όρου ως δημιουργός του έργου, δεν υπήρξε ποτέ.

Οι θέσεις των αποδομιστών παρουσιάζουν κοινά στοιχεία με τις μαρξιστικές απόψεις, επειδή θεωρούν πως το άτομο δεν αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ιστορίας, αφού ο ρόλος αυτός επιφυλάσσεται για την πάλη των τάξεων ή τη σύγκρουση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων. Αυτές διαμορφώνουν τις ανθρώπινες συνειδήσεις παρά διαμορφώνονται από αυτές. Οι μαρξιστές όμως,  αναγνωρίζουν στην ατομικότητα κάποιον ρόλο, ασφαλώς δευτερεύοντα, αφού προσδιορίζουν τον ρόλο του ατόμου ως μοχλού της πάλης των τάξεων. Αντίθετα, οι αποδομιστές δεν αποδέχονται ότι το υποκείμενο έχει τη δυνατότητα να  περιγράψει οποιαδήποτε πραγματικότητα ούτε να τη νοηματοδοτήσει. Άρα για το λογοτεχνικό έργο,  ο συγγραφέας – αυθεντία εκμηδενίζεται. Οι παραπάνω θεωρήσεις έφεραν στο προσκήνιο τους τρόπους με τους οποίους επιδρούν ιστορικές, κοινωνικές και ιδεολογικές δυνάμεις πάνω στο άτομο-συγγραφέα, καθορίζουν το έργο του και «μιλούν μέσω αυτού», υποβιβάζοντάς τον  από συγγραφέα σε γραφέα.

Πράγματι,  ο συγγραφέας  δεν μπορεί να αποτελεί το ένα και μοναδικό προνομιούχο σημείο καταγωγής. Αυτό που προέχει είναι η ύπαρξη της ατομικής συνείδησης του δημιουργού που «εξασκεί αποφασιστική δύναμη κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής σύνθεσης» (Hawthorn, σελ. 121). Είναι χρήσιμο, λοιπόν,  να γνωρίζει κανείς τον συγγραφέα και τις επιρροές που δέχθηκε, μα δεν πρέπει το κείμενο να αξιολογείται βάσει αυτών.

Επιπροσθέτως «η δημιουργική διαδικασία διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από συγγραφέα σε συγγραφέα, και …από τη μια εποχή στην άλλη» (Hawthorn, σελ. 121). Όμως ορισμένες ιδιότητες των έργων αναγκαστικά δηλώνονται  από τους συγγραφείς τους, όπως  η ειρωνεία ή η σάτιρα, διότι εάν ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι το έργο του δεν είναι σάτιρα,  δεν μπορούν οι κριτικοί να το καταχωρίσουν ως τέτοιο.

ΠΡΟΘΕΣΗ

 

Το ερώτημα για την εγκυρότητα της ερμηνείας οδήγησε τους κριτικούς να ασχοληθούν με τη συγγραφική πρόθεση, δηλαδή τη συνειδητή κατεύθυνση που σκόπευε ο συγγραφέας να προσδώσει στο έργο του. Σε ποια «αυθεντία» πρέπει να προστρέξει κάποιος σε περίπτωση διαφωνίας ή διχογνωμίας σχετικά με την ερμηνεία κάποιου έργου; Παράλληλα αναδύεται νέο ερώτημα: Χρειάζεται να στοχεύουμε στην  ομοιομορφία της ερμηνείας;

Όμως «οι προθέσεις των συγγραφέων κάθε άλλο παρά απλές είναι» (Hawthorn, σελ. 130 κ.ε.)  διότι:

Ι) Ποικίλουν από συγγραφέα σε συγγραφέα και από έργο σε έργο.

ΙΙ) Συσχετίζονται με θεσμικούς παράγοντες, όπως υποχρεωτική συνεργασία του συγγραφέα με εκδότες, ισχύουσα νομοθεσία, πιθανή λογοκρισία κ.α.

ΙΙΙ) Βρίσκονται εν εξελίξει και είναι μεταβαλλόμενες. Η σύνθεση του έργου είναι μια διαδικασία και αυτό φαίνεται στα μεταβαλλόμενα χειρόγραφα των συγγραφέων, όπως ο Διονύσιος Σολωμός. Κάποιοι συγγραφείς τροποποίησαν δραστικά παλαιότερα έργα τους ή τα αποκήρυξαν, όπως ο Βάρναλης τους Μοιραίους.

Πάραυτα, ο ίδιος  ερευνητής καταλήγει σε  «μερικά γενικά συμπεράσματα» (Hawthorn, σελ. 139-140):

Ι) Η πεποίθηση ότι ένας ποιητής βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη σχέση με τις λέξεις του, διαμορφώνει την ανταπόκρισή μας προς αυτές.

ΙΙ) Η πρόθεση δεν είναι κατ’ ανάγκην ούτε ενιαία ούτε σταθερή.

ΙΙΙ) Τα συνειδητά και τα ασύνειδα στοιχεία στο μυαλό ενός συγγραφέα μπορούν να επιφέρουν ένα καθοριστικό αποτέλεσμα στη σύνθεση του λογοτεχνικού έργου και, αν γίνουν γνωστά, μπορεί να επηρεάσουν την πρόσληψή του.

ΙV) Όταν η κριτική ασχολείται με λογοτεχνικά έργα των οποίων οι συγγραφείς έχουν πεθάνει,  δεν  έχει νόημα να αναζητήσουμε τη συγγραφική πρόθεση.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

 

Ο κριτικός πρέπει να γνωρίζει τη βιογραφία του συγγραφέα, διότι κάποια στοιχεία του έργου, ίσως να συνδέονται με βιώματά του, όπως συνέβη με τον Παλαμά, που συνέθεσε τον «Τάφο» μετά τον θάνατο του παιδιού του.

 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΑΦΗΓΗΤΗΣ, ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ

 

Οι συγγραφείς δεν εμφανίζονται ως αληθινά πρόσωπα στα έργα τους. Δημιουργούν τον αφηγητή ή την  περσόνα, μια κατασκευασμένη, μυθοπλαστική ταυτότητα, στην οποία  μπορεί να ενυπάρχουν στοιχεία της προσωπικότητας του συγγραφέα, όμως δεν ταυτίζεται με αυτόν.

Πάραυτα ο πραγματικός συγγραφέας «είναι και ενδοκειμενικά  ‘παρών’ και αναγνωρίσιμος…. με ορισμένα και συγκεκριμένα στοιχεία του κειμένου, όπως: η διάρθρωση και η διαίρεση της αφήγησης σε κεφάλαια και, ενδεχομένως η αρίθμησή τους, οι τίτλοι και οι μεσότιτλοι, οι πρόλογοι και οι επίλογοι και τ’ άλλα ‘παρακείμενα’, αλλά και ο ίδιος ο αφηγητής, τα πρόσωπα, η δομή και όλες οι ιδέες και σημασίες ως δημιουργήματα του συγγραφέα…» (Βελουδής, σελ 136).

ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

 

Συνήθως ένα  λογοτεχνικό  έργο τοποθετείται  στα κοινωνικά-πολιτισμικά συμφραζόμενα της εποχής του δημιουργού του.  Είναι πιθανόν να εμφανίζονται στα έργα του στοιχεία κοινωνικά και πολιτισμικά, που έχουν πάρει τη μορφή επιδράσεων ή θεματικής, όπως συνέβη  με την πρώτη μεταπολεμική γενιά.

Ο συγγραφέας έχοντας επηρεαστεί από ιδέες, γεγονότα και καταστάσεις δημιουργεί το λογοτεχνικό έργο, το οποίο  υποστηρίζεται, προωθείται και προσλαμβάνεται με τρόπους που μπορεί  να είναι καθοριστικοί για τη μορφή των μελλοντικών  έργων. Αυτούς τους τρόπους  εξετάζει η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας.

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

 

Παράγοντες που καθορίζουν το είδος και τη θεματική των έργων που πρόκειται να εκδοθούν είναι: α) η οικονομική σχέση συγγραφέα-εκδότη- έργου β) η σύνθεση του αναγνωστικού κοινού: ο βαθμός εγγραμματισμού  και το φύλο των αναγνωστών γ) η πολιτική μιας κοινωνίας απέναντι στην τέχνη: κατά πόσον, δηλαδή, μπορεί η λογοτεχνία να είναι προσιτή στο ευρύ κοινό μέσω δημόσιων βιβλιοθηκών, οικονομικών εκδόσεων ή δωρεάν παροχών δ) εξέχοντα ρόλο παίζει  η ανεκτικότητα μιας κοινωνίας σχετικά με το τι επιτρέπεται να εκδοθεί και τι όχι, δηλαδή η άσκηση ή μη λογοκρισίας, άμεσης ή  έμμεσης.

Ολοκληρώνοντας συμπεραίνουμε ότι ο συγγραφέας δεν μπορεί να λειτουργήσει  ως αυθεντία στην ερμηνεία του κειμένου.   Εν τούτοις  «σηματοδοτεί την πραγματικότητα του καιρού του με το έργο του. Με το να γνωρίσουμε τα στοιχεία γένεσης του έργου …συνειδητοποιούμε  τη σχέση του κειμένου με το όλο πολιτισμικό και ιστορικοκοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο παράγεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα θεωρήσουμε τον δημιουργό ως παντοδύναμο και παντογνώστη» (Κατσίκη-Γκίβαλου, σελ. 19).

 

many books on the bookshelf

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Βελουδής, Γ. (1994). Γραμματολογία. Θεωρία Λογοτεχνίας.(2η έκδ.) Αθήνα, εκδόσεις Δωδώνη.
Hawthorn, J. (1993). Ξεκλειδώνοντας το κείμενο. Μια εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας. (Μτφρ. Μ. Αθανασοπούλου). (2η έκδ.) Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Κατσίκη-Γκίβαλου, Α. (2005). Η θέση της λογοτεχνίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ζητήματα και προοπτικές της διδακτικής της. Στο: Καλογήρου, Τζ. & Λαλαγιάννη, Κ.(Επιμ.) Η Λογοτεχνία στο Σχολείο: Θεωρητικές προσεγγίσεις και Διδακτικές εφαρμογές στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. (σσ. 13-25) Αθήνα: Τυπωθήτω-Γ. Δαρδανός.
Η Αναστασία Ν. Μαργέτη είναι ποιήτρια και εκπαιδευτικός.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.