Ο Ηλίας Κεφάλας, ο υμνωδός της φύσης, ο ποιητής των χαμηλών τόνων και της ήρεμης θλίψης, στην τελευταία ποιητική του συλλογή «Μισοφέγγαρα» δωρίζει στους αναγνώστες 225 επιγράμματα. Το επίγραμμα είναι βραχεία ποιητική σύνθεση, η οποία στην αρχαιότητα χαρασσόταν σε μνημεία, τύμβους πεσόντων ή σε αναθήματα με σκοπό τη διαιώνιση της μνήμης ανθρώπου, έργου ή κάποιου σημαντικού γεγονότος. Το είδος αυτό απαιτεί ποιητική δεξιοτεχνία, καθώς το νόημα πρέπει να ολοκληρωθεί με μεγάλη συντομία, να διατυπωθεί, δηλαδή, επιγραμματικά, όπως λέμε. Ο Κεφάλας είναι τεχνίτης του λόγου εξαίρετος και κατορθώνει μόνο με δύο ή και με έναν στίχο (επιγρ. 25, 170, 189, 204, 205, 221) να πει αυτά που τον απασχολούν. Γνωρίζει καλά να σχεδιάσει κόσμους – κοσμήματα από εικόνες της φύσης χρωματισμένες με ανθρώπινα συναισθήματα και φιλοσοφικούς στοχασμούς: «Θρηνεί το δέντρο – οι ξυλοκόποι / χάλασαν τις κρυφές του συμμετρίες» (επίγρ. 34).
Στο υπόβαθρο της συλλογής ανιχνεύεται η υπαρξιακή αγωνία για τα ανθρώπινα, τα οποία με το πέρασμα του χρόνου, την αιώνια ανακύκληση των εποχών υπόκεινται στον αμείλικτο νόμο της αλλαγής και της φθοράς. Πίσω από τους στίχους του ο αναγνώστης αφουγκράζεται την ακατάλυτη ροή του ηρακλείτειου ποταμού που παρασέρνει τα πάντα και ωθεί τον άνθρωπο να συναντήσει την αναπόφευκτη μοίρα του.
Οι στίχοι του Κεφάλα σχεδιάζονται πάνω στον καμβά του φυσικού τοπίου της Θεσσαλίας, του γενέθλιου τόπου του. Εκεί το ποιητικό υποκείμενο αναδημιουργεί το δικό του σύμπαν συσχετίζοντας διαρκώς τον γύρω με τον μέσα του κόσμο και μπαινοβγαίνοντας από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο: «Τράβα με Σύμπαν στα βάθη σου – Ποια βάθη; / Εσύ είσαι πάντα το βάθος κι η σκοτεινή μου αρχή» (επίγρ. 198).
Ο ποιητής με τα επιγράμματά του μιλά στον αναγνώστη για τον χρόνο και αφιερώνει δίστιχα σε καθεμιά από τις εποχές και σε μήνες: «Χειμώνας- σάπια κυδώνια-χειρονομίες της γης / και μνήμες που μας επανατοποθετούν στον χρόνο» (επίγρ. 215). Κατορθώνει να «φωτογραφίζει» στιγμιότυπα της ανθρώπινης ζωής γεμάτα από χαρά, θλίψη, έρωτα, μοναξιά, ματαιότητα. Τον απασχολούν τα απρόσμενα της ζωής, η δύναμη των λέξεων και η ποιητική, τα γηρατειά, ο πόνος και η αρρώστια, η αγωνία, η νοσταλγία, η φθορά, και, βέβαια, «Η μνήμη συνεχώς μας καθρεπτίζει» (επίγρ. 183). Δεν λησμονεί να κάνει λόγο για τα χαϊκού, τα οποία αγαπά ιδιαίτερα : (επιγρ. 7, 41, 76 ).
Με πολύπλευρη εσωτερική οπτική εστίαση εκφράζει τα πολλά ενδεχόμενα της πραγματικότητας. Πάραυτα ο κόσμος του δεν είναι διασκορπισμένος ούτε δίχως προσανατολισμό. Η γραφή του, τρυφερή και στοχαστική, χρησιμοποιεί σχήματα λόγου, όπως υπερβολές, προσωποποιήσεις και μεταφορές για να προκαλέσει την έκπληξη του αναγνώστη: «Ακούς φωνές από το κέντρο / του Γαλαξία; με ξεκούφαναν» (επίγρ. 122). Ο ποιητής αγαπά να δημιουργεί με τις αντιθέσεις ολοζώντανες εικόνες. Χρησιμοποιεί λεκτικές συνθέσεις που ξαφνιάζουν: «Κρυμμένη στις φυλλωσιές της μνήμης – / κόβω τα φύλλα ένα-ένα να τη βρω» (επίγρ. 188).
Η ποιητική του Κεφάλα έχει ως μέτρο τον άνθρωπο. Πάραυτα δεν τον ανυψώνει σε σχέση με τα άλλα όντα. Στα επιγράμματά του συν-χωρούν έμψυχα και άψυχα, όλα προσωποποιημένα. Η ανθρώπινη οντότητα αποτελεί ένα ελάχιστο μέρος σε σχέση με την απεραντοσύνη του χωροχρόνου. Φαίνεται να ισχύει και εδώ αυτό που είχε καταγράψει σε βιβλιοκρισία για προηγούμενη συλλογή του Κεφάλα ο αείμνηστος Κώστας Τοπούζης, εξαίρετος ποιητής και κοινός μας δάσκαλος, δικός μου και του Ηλία Κεφάλα, ότι, δηλαδή ο ποιητής «με την ανάερη ευαισθησία της ελαχιστοποίησής του ως όντος και ως ύλης μέσα στο ποιητικό στερέωμα, αυξάνει το εύρος και το βάθος της ανθρωπολογικής ταυτότητας». Με την ίδια ευαισθησία που ελαχιστοποιεί το ανθρώπινο ον, κατ’ αναλογία ελαχιστοποιεί και τον ποιητικό του λόγο, αυξάνοντας έτσι την ουσία.
Η συνειδητοποίηση του ελάχιστου οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο σε σκεπτικισμό και μετριοπάθεια, μακριά από αμετάκλητες θέσεις και βεβαιότητες. Αυτό γίνεται εμφανές και από τον τίτλο της συλλογής «Μισοφέγγαρα». Γι’ αυτά ο ποιητής ομολογεί: «Ενώ μισώ το μισό, πάλι εξακολουθώ / να θέλγομαι από τα μισοφέγγαρα» (επίγρ. 208). Εν τούτοις σε αντίθεση με το μισογεμάτο φεγγάρι ορίζει την πανσέληνο, το ολόκληρο και απόλυτο, ως εξής: «Χρυσή πινέζα το φεγγάρι / πληγώνει και ματώνει τον ουρανό» (επίγρ. 31). Ενώ με τα Μισοφέγγαρα, στα οποία αφιερώνει πέντε επιγράμματα, το μισό φεγγάρι είναι χαρισμένο στο φως και το άλλο μισό στο σκοτάδι, το μισό στη φύση και το υπόλοιπο στον άνθρωπο, το μισό στον ποιητή και το άλλο στον αναγνώστη-αποδέκτη.
Ο σκεπτικισμός αρκετές φορές εκφράζεται ως ερώτημα. Ίσως γι’ αυτό δώδεκα επιγράμματα έχουν τη μορφή ερωτήσεων (επιγρ. 2, 25, 57, 102, 122 133, 135, 152, 156, 167, 184, 225). Επιπλέον μέσω των ερωτήσεων ο ποιητής παραμερίζει και παραδίδει τη σκυτάλη στον αναγνώστη να αναρωτηθεί: «Μέσα σε τόσο λουλουδιασμένο κόσμο / γιατί σκεφθήκαμε μια κόλαση ερέβους;» (επίγρ.80). Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι η συλλογή ολοκληρώνεται με την αγωνιώδη και γεμάτη ταπεινοφροσύνη ερώτηση: «Είπα; Πρόσθεσα κάτι; Ή μόνο αναίτια / ενόχλησα την ιερή σιωπή;» (επίγρ 225).
Στη σύγχρονη εποχή όπου τη σχέση με τη φύση έχει αντικαταστήσει η εικονική πραγματικότητα και η τεχνητή νοημοσύνη, τα 225 επιγράμματα του Κεφάλα, χαραγμένα σε ισάριθμες επιτύμβιες στήλες άυλες, μοιάζουν να υμνούν και να θρηνούν τον χαμένο Παράδεισο. Στον καιρό του ατομικισμού και του ναρκισσισμού, όπου ο καθένας έχει -τη σωστή πάντοτε- άποψη επί παντός επιστητού και αρνείται να παραδεχθεί ότι «από ένα θήτα κρέμονται Θεός και θάνατος» (επίγρ. 221) αλλά, αντιθέτως έχει την ψευδαίσθηση ότι ο ίδιος είναι παντοδύναμος, θηρίο και Θεός, η γραφή του Κεφάλα προτρέπει τον αναγνώστη: «Εσύ να μείνεις ταπεινός και χαμηλόφωνος/ κι ας μην το αναγνωρίζει πια κανένας» (επίγρ. 164), προτείνει, δηλαδή, κάτι εντελώς διαφορετικό, όμως βιωμένο και γι’ αυτό αληθινό.
*Η Αναστασία Ν. Μαργέτη είναι εκπαιδευτικός και ποιήτρια