Η Μαίρη Βούκανου είναι συγγραφέας και παιδαγωγός. Στο πρώτο μυθιστόρημά της «Ελπίδα» προσκαλεί τον αναγνώστη σ’ ένα αγωνιώδες ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο. Μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής στο μακρινό 1900 ξετυλίγεται η ιστορία του Νικόλα και της Χριστίνας, που η ξενιτιά τούς χώρισε για 10 ολόκληρα χρόνια. Δύο ζωές μοιρασμένες σε δύο διαφορετικές χώρες. Ανάμεσά τους κύματα ωκεανού, επιστολές ανεπίδοτες και μη, ποιητικές λέξεις, πληγές, μελωδίες βιολιού, αλλά, κυρίως, νοσταλγικές αναμνήσεις. Ο πρωταγωνιστής Νικόλας, γεννημένος σ’ ένα μικρό, παραθαλάσσιο χωριό της Πελοποννήσου, μεγαλώνει χωρίς πατέρα υπό την αυστηρή επίβλεψη της μητέρας του. Εργάζεται σκληρά στα οικογενειακά κτήματα και μαθαίνει γράμματα αλλά ταυτόχρονα αγαπά να γράφει ποιήματα και μουσική (σ.74), τα οποία αντλεί από τη μέσα του γη. Αυτό η μάνα του αρνείται να το αποδεχτεί, διότι το θεωρεί ντροπή και όνειδος. Ο ονειροπόλος νέος ερωτεύεται την όμορφη Χριστίνα και φαντάζεται μία άνετη ζωή μαζί της γεμάτη αγάπη. Επειδή θέλει να ζήσει σε έναν καλύτερο κόσμο, την αφήνει να τον περιμένει και αποφασίζει να ξενιτευτεί στη μακρινή Αμερική, όπως και πολλοί νέοι της γενιάς του. Κυρίαρχη είναι, επίσης, η μορφή της μάνας του Νικόλα, η κυρα-μάνα, χωρίς ηλικία και όνομα (σ. 67), η οποία θέλει να κάνει κουμάντο όχι μόνο στα χωράφια και τους εργάτες αλλά και στις ζωές των δύο νέων. Ο ρόλος της έχει καταλυτικό χαρακτήρα στην υπόθεση. Στην ιστορία εμφανίζονται και άλλα πρόσωπα, όπως ο Γεράσιμος, χαρτοπαίκτης και τυχοδιώκτης, ο Γιάννης, ο οποίος πήγε στη Νέα Υόρκη για να βρει τον θείο του αλλά σκοτώθηκε σε συμπλοκή, ο κύριος Πέτρος, ο θείος και ζωντανός μάρτυρας της ιστορίας, ο Τόνυ και η Μαρία, αληθινοί φίλοι που έκανε ο Νικόλας στην Αμερική. Η αγωνία της ξενιτιάς λειτουργεί ως συνδετικός ιστός και ταυτόχρονα, ως ποιητικό αίτιο για τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις πράξεις όλων των ηρώων. Στον αντίποδα η ελπίδα, που δίνει τον τίτλο του βιβλίου. Η ελπίδα για την αναζήτηση μίας καλύτερης ζωής αρχικά και στη συνέχεια η ελπίδα της συνάντησης των ξενιτεμένων. «Με την ελπίδα γρήγορα ν’ ανταμώσουμε», κλείνει κάθε γράμμα στην αγαπημένη του ο ήρωας.
Η συγκινησιακή αφήγηση της Μαίρης Βούκανου προσεγγίζει τα γεγονότα του παρελθόντος με σύγχρονη οπτική. Στο μυθιστόρημά της κεντρικό είναι το θέμα της μετανάστευσης. Η συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σα να είχε έρθει το τέλος του κόσμου στο μικρό χωριό. Όλα γκρίζα θλιβερά, μαύρη καταχνιά απλωνόταν στον ορίζοντα. Κάθε σπίτι κι ένας ξενιτεμένος, σαν επιδημία» (σ. 117). Στον καμβά της αφήγησής της όμως, συνυφαίνονται και άλλα επιμέρους θέματα, όπως ο έρωτας, η φιλία, η προδοσία, οι σχέσεις με τη μάνα, τη γη, την τέχνη. Η συγγραφέας κατορθώνει με μαεστρία να σκιαγραφήσει την αγροτική κοινωνία του προηγούμενου αιώνα δημιουργώντας εικόνες με γλαφυρές περιγραφές και σχήματα λόγου. Ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής, στέκεται με τρυφερότητα κοντά στα πάθη των ηρώων, ενώ ταυτόχρονα περιγράφει την σκληρότητα της εποχής, στην οποία εκείνοι έζησαν. Μέσα από ζωντανούς διαλόγους προβάλλονται οι κυρίαρχες αξίες αλλά και τα στεγανά της επαρχιακής νοοτροπίας. Η εξιστόρηση εκκινεί από το θαλάσσιο ταξίδι της επιστροφής του ήρωα στην πάτρια γη και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με συνεχείς χρονικές αναδρομές, που δημιουργούν εντάσεις και χαλαρώσεις στην αφήγηση. Με τη χρήση εσωτερικού μονολόγου η συγγραφέας κάνει τον αναγνώστη κοινωνό και συμμέτοχο στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις περιπέτειες του κεντρικού ήρωα Νικόλα.
Το μυθιστόρημα «Ελπίδα» έχει ήδη μεταφραστεί στα αγγλικά και αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας. Ακολουθεί το «Ασήμωμα», που συνεχίζει την αφηγηματική δράση των ηρώων και βρίσκεται υπό έκδοση το τρίτο μυθιστόρημα, η «Φλωρέτα». Το βιβλίο της Βούκανου αξίζει να διαβαστεί και ν’ αγαπηθεί από όλους τους αναγνώστες, εφήβους και ενήλικες.