You are currently viewing Αναστάσιος Στέφος: Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ*

Αναστάσιος Στέφος: Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ*

Ἡμῖν βασιλεὺς καὶ ἄρχων καὶ ἁρμοστὴς ὁ Ἔρως.1

Σύμφωνα με τη μυθολογία μας ο Έρως αποτελεί ένα από τα τρία αρχέγονα στοιχεία της δημιουργίας του σύμπαντος. Αναφέρεται αρχικά από τον Ησίοδο2 ως θεότης γεννηθείσα μετά το Χάος και την Γην.

…Ἠδ’ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι,

            λυσιμελής, πάντων δὲ θεῶν πάντων τ’ ἀνθρώπων

            δάμναται ἐν στήθεσσι νέον καὶ ἐπίφρονα βουλήν.

Η θέση του Έρωτα στην αρχή της δημιουργίας του κόσμου φαίνεται να του αποδίδει μια δημιουργική δύναμη, όπως συμβαίνει και στην ορφική παράδοση, τον Φερεκύδη,3 τον Παρμενίδη4 και τον Εμπεδοκλή.5

Ο Έρως, ως υιός της Αφροδίτης και του Άρη, αναφέρεται και με το όνομα Πόθος, Ίμερος,6 Φιλότης (λατ. Amor, Cupido) και προσέλαβε σημαντική θέση στην τέχνη και τη λογοτεχνία. Η λατρεία της θεότητας ήταν αρχαιότατη στην Ελλάδα. Ο Παυσανίας7 αναφέρει ότι οι Θεσπιείς στη Βοιωτία τιμούσαν με το περίφημο άγαλμα του Πραξιτέλους, τον θεό και είχαν θεσπίσει εορτή τα Ερωτίδεια, ενώ βωμός του Έρωτος υπήρχε στην Αθήνα, στο γυμνάσιο της Ακαδημίας που αναφέρει ο Αθήναιος.8

Ποικιλομάχαν’ Ἔρως, σοὶ τόνδε ἱδρύσατο βωμόν,

            Χάρμος ἐπὶ σκιεροῖς τέρμασι Γυμνασίου…

Γλυπτικές, μαρμάρινες εξεικονίσεις του Έρωτα, με φτερά και λύρα στο χέρι, του Πραξιτέλη και άλλων καλλιτεχνών κοσμούν σήμερα τα Μουσεία Λούβρου, Βατικανού, κ.ά.

Στην ποίηση, εκτός από δύο ομηρικές αναφορές9 και τρεις Ομηρικούς Ύμνους στην Αφροδίτη10 μνημονεύεται στη δραματική ποίηση από τον Ευριπίδη, ο οποίος εμφανίζει τον έρωτα ως επικίνδυνο πάθος (Φαίδρα, Μήδεια, κ.ά.). Στις τραγωδίες του είναι ο υπέρτατος απάντων δαιμόνων, τύραννος θεών και ανθρώπων, τᾶς Ἀφροδίτας φιλτάτων θαλάμων κλειδοῦχος, ποικιλόπτερος, χρυσοφαής και χρυσοκόμας. Ο Σοφοκλής εξυμνεί τον έρωτα στο περίφημο χορικό τής Αντιγόνης, Ἔρως ἀνίκατε μάχαν11 (781), με αφορμή το ερωτικό πάθος του Αίμονα προς την Αντιγόνη. Ο Έρως χαρακτηρίζεται από τον κορυφαίο δραματικό ως «τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς θεσμῶν» (796).

Ιδιαίτερα, όμως, στη λυρική ποίηση, ως επιδίωξη αισθησιακής απόλαυσης, ενέπνευσε πολλούς. Η Σαπφώ12 είναι η κατεξοχήν υμνήτρια του έρωτα (Ωδή, Επιθαλάμια μέλη), όπως και ο Ανακρέων (χρυσοκόμης Ἔρως),13 ο Μίμνερμος ο Κολοφώνιος, «Τίς δὲ βίος, τί δὲ τερπνὸν ἄτερ χρυσῆς Ἀφροδὶτης…»,14 ο Αλκμάν, «μάργον (εμμανή) Ἔρωτα», ο Αλκαίος, «δεινότατος θεῶν».

Παρόμοια, ως αρχαιότατη θεότητα, αναγνωρίζουν τον Έρωτα αοιδοί και μουσικοί: Ορφεύς και Μουσαίος, ενώ ο μέγας κωμικός ποιητής Αριστοφάνης αναφέρει στους Όρνιθες,15 εκφράζοντας αντιλήψεις των Ορφικών, ότι ο Έρως, βλαστήσας από το ωόν της Νυκτός, υπήρξε η πηγή πάσης γενέσεως.

Στη φιλοσοφία ο Πλάτων ασχολήθηκε με το πρόβλημα του έρωτος στους διαλόγους του: Λῦσιν, Συμπόσιον και Φαῖδρον. Η δημιουργική πορεία του Έρωτα διέρχεται από βαθμίδες. Αρχίζει από τον σωματικό έρωτα, προχωρεί στην πνευματική διαιώνιση και καταλήγει στην υπερβατική και μεταφυσική ωραιότητα. Τις αντιλήψεις του Πλάτωνος περί έρωτος εκφράζει ο Σωκράτης στο Συμπόσιον,16 ως αντιλήψεις που αναφέρονται από τη μαντική ιέρεια Διοτίμα, από τη Μαντίνεια, η οποία χαρακτηρίζει τον Έρωτα, ως «δαίμονα μέγαν, δαιμόνιον μεταξὺ Θεοῦ τε καὶ θνητῶν», τέκνο της Πενίας και του γιού της Μήτιος Πόρου.17 Ο Αθηναίος φιλόσοφος θεωρεί τον Έρωτα ως θεσμό μορφωτικό και παιδαγωγικό και έλαβε στάση αρνητική στο Συμπόσιο και στον Φαίδρο στην έκπτωση της ερωτικής σχέσης σε αφύσικη παθολογική διαστροφή, ιδιαίτερα του πολυθρύλητου προβλήματος του παιδικού έρωτα· ενός θεσμού που στους ιστορικούς χρόνους απαντάται στις Δωρικές πολεμικές φυλές, με την ισχυρή συναισθηματική σύνδεση μεταξύ συμπολεμιστών. Με το φαινόμενο του έρωτα έχουν ασχοληθεί ακόμη ο Αριστοτέλης,18 οι Επικούρειοι και οι Στωικοί. Πλην της λατρείας του ως θεού του φυσικού έρωτος, ο θεός λατρευόταν και ως προστάτης της φιλίας, της αγάπης και της ομόνοιας στα γυμνάσια (=γυμναστήρια) και στις παλαίστρες. Γίνεται λόγος σ’ ένα μη διασωθέν έργο που αναφέρει ο Αθήναιος, ότι οι Κρήτες, στις παρατάξεις, στόλιζαν τους ωραιότατους από τους πολίτες και με αυτούς προσέφεραν θυσίες στον Έρωτα. Το αυτό έπρατταν και οι Λακεδαιμόνιοι, γιατί η σωτηρία και η νίκη εξηρτώντο από τη φιλία των παρατασσομένων. Ο Ιερός Λόχος των Θηβαίων ήταν αφιερωμένος στον Έρωτα, γιατί οι νέοι που τον αποτελούσαν ήταν συνδεδεμένοι με φιλία μεταξύ τους, προτιμώντες τον ένδοξο θάνατο παρά την αισχρή ζωή.19 Στα γυμνάσια και στις παλαίστρες στην είσοδο υπήρχε, με τους βωμούς του εναγώνιου Ερμού και του Ηρακλέους, και βωμός του Έρωτος.

Αναλυτικές πληροφορίες για τον έρωτα μας παρέχουν δύο επιφανείς καθηγητές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας στο έργο τους «Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα». Ο Robert Flacelière, διευθυντής της ‘Ecole Normale Supérieure στο Παρίσι, καθηγητής μου στη Σορβόννη (Paris IV), θερμός φιλέλληνας και ο Claude Calame, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης.20 Αμφότεροι ασχολούνται με τη φυσιολογία του έρωτα, τη μελέτη των λογοτεχνικών εκφράσεων (επική, μελική, τραγική, σατυρική ποίηση), δίνοντας τις καλλιτεχνικές απεικονίσεις, εξετάζοντας τους θεσμούς στη στήριξη των οποίων ο έρωτας συμβάλλει. Επίσης, διερευνούν τους χώρους στους οποίους ασκεί την εξουσία του αυτή η υπέρτατη δύναμη που ονόμασαν οι Έλληνες Έρωτα. Αντικείμενο εκμετάλλευσης και πνευματικής αξιοποίησης από φιλόσοφους και δογματικούς ορφικούς, ο Έρως θα αποκαλυφθεί τελικά ο μεσολαβητής που οδηγεί σε αληθινές μυητικές διαδρομές. Γιατί, όπως λέγει ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Σθενέβοια,21 ο Έρως είναι παιδαγωγός, εκπαιδεύει τον ποιητή, κάνοντάς τον έναν άνθρωπο εμπνευσμένο.

Ποιητὴν δ’ ἄρα

            Ἔρως διδάσκει, κἂν ἄμουσος ᾖ τὸ πρίν.

Στο πλαίσιο της σύντομης εισήγησής μου θα ήθελα, εν ολίγοις, να αναφερθώ και σε δύο εξαίρετα μελετήματα των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης Διάλογοι με την Αρχαιότητα. Το πρώτο, με τον αμφίσημο τίτλο: Μήτε ἄῤῥεν μήτε θῆλυ22 έχει ως διευκρινιστικό υπότιτλο Ιστορίες ευνούχων στην αρχαιότητα. Στον τόμο σταχυολογούνται έξι σύντομα κείμενα που ανήκουν σε εθνικούς και χριστιανούς συγγραφείς (Λουκιανό, Φιλόστρατο, Επιφάνιο Κύπρου, Βασίλειο Καισαρείας, Κύριλλο Αλεξανδρείας) και αναφέρονται στην ιδιότητα του ευνούχου, που επιβλέπει την εὐνήν (=κλίνη) και, κατ’ επέκταση, φύλακα του γυναικωνίτη, αξίωμα που ανετίθετο αποκλειστικά σε άνδρες, ανίκανους προς συνουσία, λόγω της εκτομής των γεννητικών τους οργάνων (εκτομίας, θλαδίας, λατ. kastratus). Παρά τις διαφορετικές θρησκευτικές καταβολές των συγγραφέων, όλα τα κείμενα εκφράζουν μια κοινή στάση αποδοκιμασίας για την ανατολικής προέλευσης πρακτική του ευνουχισμού, αντίθετη προς την παράδοση του κλασικού ελληνισμού και τη μέριμνά του για φυσική αρτιμέλεια· έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες δεν ευνούχιζαν ούτε δούλους, ούτε αιχμαλώτους πολέμου, ούτε φυσικά ελεύθερους πολίτες. Μέχρι και τον έβδομο αιώνα ο ευνουχισμός ήταν φαινόμενο σχεδόν άγνωστο. Οι παλαιότερες σωζόμενες μαρτυρίες ανάγονται στον λυρικό ποιητή Ιππώνακτα (6ος π.Χ. αιών.), στον Αριστοφάνη (Αχαρνῆς), στον Πλάτωνα (Πρωταγόρα), στον Ξενοφώντα (Κύρου Παιδεία), στον Αριστοτέλη (Περὶ ζώων γενέσεως), στον Πλούταρχο (Ερωτικός) και στον Λουκιανό (Εταιρικοί Διάλογοι). Ο ιατρός και ιστορικός Κτησίας από την Κνίδο (5ος π.Χ. αι.) αναφέρει στα Περσικά θεράποντα – ευνούχο στην αυλή του Μεγάλου Βασιλέως.

Λόγω της στειρότητάς τους, οι ευνούχοι χρησιμοποιήθηκαν στην περσική αυτοκρατορία και στη βυζαντινή περίοδο, σε μεγάλο βαθμό, ως φύλακες των συζύγων ή των παλλακίδων τών βασιλέων και ορισμένοι ανεδείχθησαν σε σημαντικούς παράγοντες της πολιτικής ζωής.

Ευρύτερα γνωστός στην αρχαιότητα ήταν και ο θρησκευτικός ευνουχισμός, που συνδέθηκε με το όνομα της φρυγικής Κυβέλης, Μητέρας τών Θεών, και τους ιερείς της.

Το δεύτερο βιβλίο έχει τίτλο: Πόρνες και Πορνεία23 και υπότιτλο, Η μαρτυρία των πρώτων χριστιανών ασκητών. Τα κείμενα που ανθολογούνται στον τόμο αυτό αναφέρονται στον αγοραίο έρωτα, που ήταν ευρύτατα διαδεδόμενος στην ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Οι γυναίκες που προσέφεραν έρωτα και υπηρεσίες με αμοιβή αποκαλούνται συχνά στον ελληνόφωνο κόσμο πόρνες (πέρνημι = πωλώ) και εταίρες και στον λατινόφωνο κόσμο meretrices και lupae. Οι εταίρες, κάπως μορφωμένες, ευρίσκονταν σε υψηλότερη θέση από τις πόρνες. Αμφότερες προσέφεραν ηδονές στις ιδιόκτητες οικίες τους, τα πορνεία, που οργάνωσε τη λειτουργία τους, στην αρχαϊκή Αθήνα, πρώτος ο Σόλων.24 Οι εταίρες ήταν αφιερωμένες στο ιερό της Πανδήμου Αφροδίτης, και αναφέρονται περίπου 1.000 ιερόδουλοι στο Κράνειον της Κορίνθου· είναι γνωστή, άλλωστε, η παροιμιώδης έκφραση κορινθιάζεσθαι26 και η πασίγνωστη: οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθου ἔσθ’ ὁ πλοῦς.27 Ο Πλάτων περιγράφει στο Συμπόσιον28 την εμφάνιση του πάμπλουτου Αλκιβιάδη συντροφιά με μιαν αυλητρίδα. Ο Ηρόδοτος29 κάνει λόγο για εταίρες φημισμένες σε όλη την Ελλάδα με αξιοζήλευτη περιουσία. Διάσημες για την ομορφιά της και τον πλούτον της υπήρξαν η Φρύνη από τη Θεσσαλία, η οποία πρότεινε να ανεγείρει τα τείχη των Θηβών, αναγράφοντας, Ἀλέξανδρος μὲν κατέκαυσεν, ἀνέστησε δὲ Φρύνη ἡ ἑταίρα. Αναφέρονται, ακόμη, η Μιλησία Θαργηλία, η Γλυκέρα, φίλη του Μενάνδρου, η Λαμία, φίλη του Δημητρίου, η Λέαινα, φίλη του Αρμοδίου, η Κορίνθια Λαΐς, που συναναστράφηκε με φιλοσόφους και αξιοποιήθηκε ως πρότυπο επιφανών ζωγράφων και γλυπτών. Ο Πλούταρχος30 αναφέρει την Αθηναία εταίρα Θαΐδα, η οποία στο νικητήριο παραλήρημα της μάχης παρέσυρε τον βασιλιά Αλέξανδρο να πυρπολήσει τα ανάκτορα του Ξέρξη στην Περσέπολη. Διιστάμενες απόψεις διατυπώνονται για την κορυφαία Μιλήσια εταίρα Ασπασία, παλλακίδα του Περικλή, αλλά, μετέπειτα, δεύτερη σύζυγο του Αθηναίου πολιτικού.

Ο αγοραίος έρωτας είναι πλούσια τεκμηριωμένος στην κλασική Αθήνα με μαρτυρίες πολλών, όπως του Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια), του Απολλόδωρου (Κατὰ Νεαίρας), του Αλκίφρονος (Επιστολαί), του Λουκιανού (Εταιρικοί Διάλογοι), του Αθήναιου (Δειπνοσοφισταί), κ.ά. και απεικονίζεται συχνά σε αγγεία της αρχαϊκής και κλασικής Ελλάδας, αποτελώντας προσφιλές θέμα πολλών μελετητών.

Εν κατακλείδι, όλα τα βιβλία της σειράς φωτίζουν όψεις της καθημερινής ζωής, των θεσμών της αρχαίας Ελλάδας, προβάλλοντας έτσι την αρχαιότητα επίκαιρη αλλά και σύνθετη, πολύμορφη και, ενίοτε, αντιφατική.

*Εισήγηση στο Σεμινάριο «Διάλογοι με την Αρχαιότητα της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων σε συνεργασία με τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, που πραγματοποιήθηκε στο Βιβλιοπωλείο ΠΕΚ (Ιπποκράτους 10-12, Αθήνα), στις 25 Ιανουαρίου 2025.

 

Αναστάσιος Αγγ. Στέφος, δ.φ.

Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας

Ένωσης Φιλολόγων και του Συλλόγου

«Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη»

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Πλουτάρχου Ερωτικός, 763e.
  2. Θεογονία, στίχ. 120-122.
  3. Φερεκύδης ο Σύριος (6ος π.Χ. αιών.) με το παρωνύμιο θεολόγος, συγγραφέας ενός θεογονικού – κοσμογονικού έργου, που περνούσε από τον Έρωτα ως δημιουργική δύναμη.
  4. Παρμενίδης ο Ελεάτης (6ος π.Χ. αι.), Περί φύσεως.
  5. Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (5ος π.Χ. αι.) Περί φύσεως.
  6. Ἵμερος < ἱμείρω = πόθος, επιθυμία – ἱμερόεις – επιθυμητός, θελκτικός.
  7. Ἑλλάδος περιήγησις, Βοιωτικά,
  8. Γραμματικός από τη Ναύκρατη της Αιγύπτου (200 μ.Χ.) συγγραφέας των Δειπνοσοφιστών (=Συμπόσιο των φιλοσόφων), σε 15 βιβλία.
  9. Ιλιάς, Γ 442, ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν και Ξ 294, ἔρως πυκινός φρένας ἀμφεκάλυψεν.
  • Βλ. Δ.Π. Παπαδίτσας – Ε. Λαδιά, Ομηρικοί Ύμνοι. Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια, Εἰς Ἀφροδίτην V, VI και X, χρυσοστέφανον καλὴν Ἀφροδὶτην. Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Αθήνα 1985.
  • Γ΄ στάσιμο 781 και 796 ἄμαχον γὰρ ἐμπαίζει θεὰ Ἀφροδὶτα.
  • Ποικιλόθρον’ ἀθάνατη Ἀφρόδιτα… Βλ. Γιάννη Δάλλα, Αρχαίοι Λυρικοί. Β΄ Μελικοί, Άγρα 2002.
  • Μελών Γ΄, 13, 2.
  • Ελεγείαι. Βραχύς ο βίος, 1.
  • Στίχ. 693 κ.ε. Ο Έρως βλαστήσας από το ἀργύφεον ὠεὸν (=λαμπρό αυγό).
  • Βλ. Συμπόσιον [ἢ περὶ ἔρωτος· ἠθικὸς) (μτφρ. Βασιλείου Δεδούση), Εκδοτικός οίκος Ι.Ν. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι 1959.
  • Βλ. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλου, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, Αθήναι 1970.
  • Εὔδημος ἢ Περὶ ψυχῆς.
  • Πρβλ. Ανδρέα Κάλβου, Εις τον Ιερόν Λόχον, Ωδή Τετάρτη, Γαλαξίας 1961.
  • Μετάφραση: Αναστάσιος Αγγ. Στέφος, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2006.
  • Σθενέβοια ή Άντεια, κατά τον Όμηρο (Ιλ. Ζ 160), γυναίκα του Προίτου, βασιλιά της Τίρυνθος, η οποία ερωτεύθηκε παράφορα τον Βελλερεφόντη. Απολλόδ. Β 25 κ.ε.
  • Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Σπύρος Ράγκος. Ηράκλειο 2021.
  • Εισαγωγή Δημήτρης Ι. Κυρτάτας. Μετάφραση – Σημειώσεις: Βάιος Βατόπουλος – Γιάννα Στεργίου. Ηράκλειο 2022.
  • Βλ. Σόλωνος Νόμοι, βιβλίο 5ο. Πρβλ. Β. Λαούρδας, Σόλων ο νομοθέτης. Αθήνα 1946.
  • Βλ. Αναστάσιος Στέφος, «Η ολβία Κορινθιακή γη στα ομηρικά έπη». Κορινθιακή επετηρίδα, 2 (2023), σσ. 401-408.
  • Κορινθιάζομαι = εξασκώ πορνεία, εταιρεῖν. Κορινθιαστής = πορνοβοσκός, μαστροπός.
  • Αριστοφ. απόσπ. 902.
  • 212 Φ, τήν τε αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν…
  • Βλ. Δ.Ν. Μαρωνίτη, Εισαγωγή στον Ηρόδοτο, Αθήνα 1964.
  • Βίοι Παράλληλοι, «Αλέξανδρος».

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.