You are currently viewing Αναστάσης Μαδαμόπουλος:  Κ. Χ. Λουκόπουλος – Δεκαεννιά ΒΙΝΙΕΤΕΣ για τη ΓΛΩΣΣΑ και τη ΣΙΩΠΗ, Εκδόσεις ΑΩ , 2024

Αναστάσης Μαδαμόπουλος:  Κ. Χ. Λουκόπουλος – Δεκαεννιά ΒΙΝΙΕΤΕΣ για τη ΓΛΩΣΣΑ και τη ΣΙΩΠΗ, Εκδόσεις ΑΩ , 2024

Αναγνωστικό – ποιητικό σχόλιο του Αναστάση Μαδαμόπουλου

Ένα μικρό «ποιητικό λεξικό τσέπης» το νέο βιβλίο του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου. Με δεκαεννέα λήμματα από τα οποία πρώτο και προσημαίνον είναι το Λεξικό. Ύστερα, με τη σειρά, όχι αλφαβητική αλλά μιας ιδιαίτερης ψυχικής στρωματογραφίας ακολουθούν: Καλλιγραφία, Δέλτα, Ιχνογραφία, Σκηνή, Βάφτιση, Φίδια, Φαρμακολογία, Επίδεσμος, Διάμετρος Ι και ΙΙ, Διατάσεις, Τόξα, Χάρτης, Διάθλαση, Στροφή, Αρετή, Η Γλώσσα, Η Σιωπή. Είναι οι δεκαεννιά πολύπτυχες βινιέτες του, «θαμμένες» σ’ ένα εκδοτικό κομψοτέχνημα.

Κάθε λήμμα αναπτύσσεται σε μια ή δύο σελίδες, σπάνια σε τρεις, άπαξ σε τέσσερις. Ο όγκος του παρουσιαζόμενου υλικού [λεξιλογικού, σημασιολογικού, ερμηνευτικού, ετυμολογικού, επεξηγηματικού, παραδειγματικού, επιστημονικού, θεολογικού, φυσικού, μυθικού, ονειρικού, πραγματολογικού, αστρονομικού, μουσικολογικού, γεωγραφικού, διαθεματικού κ.λπ.] εξαρτάται κάθε φορά από τη σύνθεση και την ποσότητα της γόμωσης που έχει επινοήσει να συνδέσει με τους πυροκροτητές του. Οι εκρήξεις που διαδοχικά προκαλούνται με τον πάταγό τους και τα εκλυόμενα αέρια επιφέρουν εκτός από την ταραχή στην ψυχή του αθώου αναγνώστη και μια φωτοχυσία από πολυελαίους νοημάτων με δεκάδες λαμπτήρες θερμού και ψυχρού φωτός που αναβοσβήνουν φωτορυθμικά, άλλοτε εν σειρά και άλλοτε σε παράδοξους συνδυασμούς, πρωτοφανείς και ζαλιστικούς. Διαβάζει θαμπωμένος από την κλιμάκωση του φωτός των επάλληλων αναφορών και μεθά από των ηχοχρωμάτων τον δωδεκατονισμό.

Αξέχαστη θα μείνει η αναγνωστική περιπέτεια που του επιφυλάσσεται. Ένας αεί ναύτης μνημονικός μετεωρίτης αποπλέει από τον φωτεινό θόλο του αφηγηματικού σύμπαντος και αποζητά ελλιμενισμό στις παλάμες του, που άθελά του υγραίνονται για να τον διευκολύνουν. Μια ριπή λάβας ενεργοποιημένου εικονοπλαστικού ηφαιστείου εκτοξεύεται προς τα αμήχανα ώτα του. Μια τροπική βροχή ομόηχων ή ένας αεροσίφωνας νεολογισμών εναλλάσσονται με μυστηριώδεις διεσταλμένες νιφάδες ή και ανισομερές χαλάζι σημαινομένων.

Τέλος, μια εσχατολογική επίνευση τον μεταφέρει έξω από το σώμα του, στο άυλο των αγγέλων ή στον πάγο του επέκεινα υπαρκτού κόσμου. Μέσα σ’ αυτόν τον θαυμαστό κυκεώνα γεύσεων, οραμάτων και αρωμάτων, γνώσεων και αναφορών ποικίλων χωροχρονικών βαθμίδων και πεδίων που τον κρατά σε μια αδιάπτωτη έξαψη, συχνά του κόβεται η αναπνοή και χρειάζεται κάποιο χρόνο να ανακτήσει την κανονικότητά του, να συντονίσει τον αναπνευστικό του ρυθμό και να ξαναπήξει την ύπαρξή του στις συνθήκες του φυσικού μετά από το ξύσιμό του στις ακίδες του μεταφυσικού στενωπού περάσματος και την εξάχνωσή του. Βαθιά εισπνοή για αφομοίωση των εισερχομένων σωματιδίων, ύστερα ταχεία εκπνοή αποκωδίκευσης και ανασημασιολόγησης. Και πάλι, βαθιά εισπνοή μετάληψης, ύστερα ταχεία εκπνοή φιλτραρίσματος των αμφισημιών και παραδοχής των γυμνών αληθειών.

Γι’ αυτούς τους λόγους το βιβλίο διαβάζεται βινιέτα τη βινιέτα. Με διαλείμματα – στάσεις βραδυφλεγούς ηδονής αλλά και οξύτατης οδύνης. Πυκνό, παχύρευστο, κάποτε δύσπεπτο, παρά την έξοχη γεύση του και την υψηλή διατροφική του αξία το γάλα των ποιημάτων που έχουν τυροκομηθεί στο μυστικό εργαστήρι του ποιητή κρατώντας όλο τους το βούτυρο.

Το ομολογεί και ο ίδιος εξάλλου ότι είναι αναζητητής της ανατροπής, ενός οικείου περιβάλλοντος ωραιότητας σ’ έναν ανεξερεύνητο χώρο. Χώρο ωστόσο όπου επιθυμεί να μας ξεναγήσει κι εμάς. Μπαίνουμε στο βιβλίο με το δέος και την αγωνία τού για πρώτη φορά επισκέπτη σε αίθουσα με παραμορφωτικούς καθρέφτες. Ή με την όρεξη του πεινασμένου ο οποίος αρέσκεται να δοκιμάζει περίεργες συνταγές παρασκευασμένες από οικουμενικό αναδευτήρα που συνταιριάζει, χωρίς και να ομογενοποιεί τα βουδιστικά τεμένη με τους βυζαντινούς ψαλμούς, την Οβερτούρα του Τζον Κέιτζ με Φαντασία και Impromptu, τη Γλώσσα και τη Σιωπή (γλώσσα προ και γλώσσα μετά τη γραφή, σιωπή ανάμεσα στις γλωσσικές μονάδες και σιωπή ανάμεσα στα κενά μιας υπερκείμενης σιωπής, σιωπή πριν και μετά τη συνουσία). Ή, τέλος, με την περιέργεια και την προσμονή ενός τυμβωρύχου σ’ ένα σύγχρονο γλωσσικό ταφικό μνημείο. Δε διαπράττουμε ανοσιούργημα εισβάλλοντας, καθώς ο τελέσας την ταφή των λέξεων ποιητής, που ισχυρίζεται ότι ξεφορτώθηκε το φτυάρι του της τελετής, ψεύδεται. Δεν το ξεφορτώθηκε· το μεταφόρτωσε στους επίδοξους αναγνώστες του για την έκχωση του θαμμένου θησαυρού. Ευχαρίστως δέχθηκα την τιμητική και μυητική μεταφόρτωση. Ξέχωσα ότι πρόκαμα, τα πάνω πάνω του ποιητικού σώματος. Πιο πολύ ξέχωσα τα μύχιά μου, ως αναγνώστης, την αναστάτωση που μου προκάλεσε το βιβλίο.

 

Α. Μαδαμόπουλος

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.