” Έτσι που είναι αναμαλλιασμένο το αγοράκι μου μοιάζει με κακούργο. Κουρέψτε το και χτενίστε το, κύριε Βολάνς, σαν “τα παιδιά του Εδουάρδου “». Ο κύριος Βολάνς, στον οποίο η αγαπημένη μου μητέρα μιλούσε έτσι, ήταν ένας κουρέας γεροντομπασμένος, σβέλτος και κουτσός. Και μόνο που τον έβλεπα μου ‘φερνε αναγούλα. Επιπλέον τον φοβόμουν. Και τον φοβόμουν για δυο λόγους: για τα χέρια του που ήταν λιπαρά από τις πομάδες και γιατί δεν μπορούσε να με κουρέψει χωρίς να γεμίζει τρίχες ο σβέρκος μου. Κάθε φορά που μου φορούσε για το κούρεμα το άσπρο πενιουάρ και μου ’δενε γύρω στο λαιμό μια πετσέτα, εγώ του ‘φερνα αντίσταση. Κι αυτός μου ‘λεγε: «Σίγουρα, μικρέ μου, δεν θέλεις να μείνεις αναμαλλιάρης κι άγριος, λες και ήρθες απ’ τη σχεδία της Μέδουσας». Άρχιζε τότε, με κάθε λεπτομέρεια, να διηγείται, μ’ εκείνη την τραγουδιστή φωνή και νότια προφορά, το ναυάγιο της Μέδουσας, από το οποίο γλίτωσε, ύστερα από μεγάλες συμφορές. Τη σχεδία, τ’ ανώφελα και απεγνωσμένα σήματα κινδύνου, τις ανθρωποφαγίες, τα ’λεγε όλα με τη διάθεση ανθρώπου που βλέπει τα πράγματα από την καλή τους πλευρά. Και, πράγματι, ο κύριος Βολάνς ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος.
Εκείνη την ημέρα ξόδεψε πολύ χρόνο για να περιποιηθεί το κεφάλι μου με τη δική μου ανοχή. Και μάλιστα με έναν τρόπο πολύ παράξενο, απ’ όσο τουλάχιστον μπόρεσα να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Είδα ότι τα ‘χε κόψει κοντά και ίσια σαν ένα σκουφί πάνω από τα φρύδια και τ’ άφησε ύστερα να πέφτουν στα μάγουλα σαν τ’ αφτιά ισπανικού λαγωνικού. Η μητέρα μου ήταν καταγοητευμένη: ο Βολάνς με είχε πράγματι κουρέψει και χτενίσει σαν τα παιδιά του Εδουάρδου. Και καθώς ήμουν ντυμένος με μια μαύρη βελουδένια μπλούζα, δεν είχαν άλλο να κάνουν, έλεγε η μητέρα μου, παρά να με κλείσουν μέσα στον πύργο μαζί με τον πρωτότοκο αδελφό μου. «Ας τολμήσουν!», πρόσθετε αμέσως και με σήκωσε στην αγκαλιά της καμαρώνοντας με χάρη. Και κρατώντας με έτσι σφιχτά μ’ έφερε ως τ’ αμάξι γιατί θα πηγαίναμε επίσκεψη. Τη ρώτησα τότε ποιος ήταν αυτός ο πρωτότοκος αδελφός μου που δεν τον ήξερα και αυτός ο πύργος που μ’ έκανε να φοβάμαι. Και η μητέρα μου – που είχε τη θεία υπομονή και τη χαρούμενη απλότητα των ανθρώπων που άλλο σκοπό δεν είχαν σ’ αυτό τον κόσμο από το ν’ αγαπούν – μου διηγήθηκε, με μια φλυαρία παιδική και ποιητική συνάμα, πως τα δυο παιδιά του Εδουάρδου, που ήταν όμορφα και φρόνιμα, αποσπάσθηκαν από την αγκαλιά της μητέρας τους και στραγγαλίστηκαν σ’ ένα κελί του Πύργου του Λονδίνου από τον κακό θείο τους τον Ριχάρδο. Και πρόσθεσε – εμπνευσμένη, κατά πάσα πιθανότητα, από κάποια εικόνα ζωγραφικής που ήταν της μόδας – ότι το σκυλάκι των παιδιών γάβγισε για να ειδοποιήσει ότι πλησίαζαν οι δολοφόνοι. Και τέλειωσε λέγοντας ότι αυτή η ιστορία ήταν πολύ παλιά, αλλά ωραία και συγκινητική, ότι δεν έπαυαν να τη φιλοτεχνούν έργα ζωγραφικής και να την παριστάνουν στα θέατρα και ακόμα ότι όλοι οι θεατές έκλαιγαν όπως είχε κλάψει κι εκείνη. Είπα τότε στη μητέρα μου πως έπρεπε να ήταν πολύ κακό που έφτιαχναν αυτή την ιστορία τόσο συγκινητική, ώστε να κλαίνε αυτή κι όλος ο κόσμος. Και μου απάντησε πως σ’ αυτή την περίπτωση, τελείως αντίθετα, χρειαζόταν μια μεγάλη ψυχή και ένα σπάνιο ταλέντο, αλλά εγώ δεν μπόρεσα να μπω στο νόημα. Και δεν μπόρεσα γιατί δεν καταλάβαινα τίποτα από την ηδονή των δακρύων.
Η άμαξα σταμάτησε στο νησί του Άγιου Λουδοβίκου και μπροστά σ’ ένα σπίτι που δεν το ήξερα. Ανεβήκαμε μια πέτρινη σκάλα που τα πολυμεταχειρισμένα και ρημαγμένα σκαλοπάτια της μου έκαναν κακή εντύπωση. Στην πρώτη στροφή της σκάλας ένας σκύλος άρχισε να γαβγίζει. «Αυτός είναι» σκέφτηκα «αυτός είναι ο σκύλος των παιδιών του Εδουάρδου». Ένας ξαφνικός, ακατάπαυτος και τρελός φόβος με κυρίευσε τότε. «Προφανώς αυτή η σκάλα είναι του Πύργου» σκέφτηκα «και, με τα μαλλιά κομμένα σε σχήμα σκούφου και τη βελουδένια μπλούζα που φορούσα, είμαι ίδιος με ένα παιδί του Εδουάρδου». Σίγουρα με πηγαίνουν για να πεθάνω. Κι εγώ δεν ήθελα. Αρπάχτηκα από το φουστάνι της μητέρας μου φωνάζοντας: «Πάρε με, πάρε με από δω! Δε θέλω ν’ ανέβω τη σκάλα του Πύργου!». «Πάψε λοιπόν κουτό μου πλάσμα… Έλα, έλα, χρυσό μου, μη φοβάσαι. Αχ, αυτό το παιδί είναι πράγματι πολύ νευρικό… Πέτρο, Πέτρο, μικρέ μου χαζούλη, γίνε λίγο λογικός». Εγώ, κρεμασμένος στο φόρεμά της, πεισματωμένος και κατατρομαγμένος, δεν άκουγα τίποτα. Φώναζα, ούρλιαζα, σταμάταγα. Το βλέμμα μου, γεμάτο φρίκη, πλανιόταν στους γύρω ίσκιους που τους ζωντάνευε ο γόνιμος φόβος μου.
Απ’ τις φωνές μου ανοίγει ξαφνικά μια πόρτα στο πλατύσκαλο και βγαίνει ένας ηλικιωμένος κύριος. Στο πρόσωπό του – παρά το φόβο μου, το ελληνικό φέσι και τη ρόμπα που φορούσε – αναγνώρισα τον φίλο μου τον Ρομπέν που μου ’φερνε μια φορά την εβδομάδα πακέτα με μπισκότα στο καπέλο του. Παρ’ όλα αυτά τον κοίταξα καλά να βεβαιωθώ. Ναι, σίγουρα ήταν ο ίδιος ο Ρομπέν. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω γιατί αυτός βρισκόταν μέσα στον Πύργο. Και το λέω αυτό, γιατί δεν ήξερα ότι αυτό που νόμιζα πύργο ήταν ένα σπίτι, ένα σπίτι παλιό που ήταν πολύ φυσικό αυτός ο ηλικιωμένος άνθρωπος να μένει εκεί.
Μου άνοιξε την αγκαλιά του βαστώντας την ταμπακιέρα του με το αριστερό χέρι και με το άλλο μια πρέζα ταμπάκο ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείχτη. Σιγουρεύτηκα τώρα ακόμα καλύτερα: «Αυτός ήταν». «Περάστε μέσα, αγαπητή μου κυρία!… Η γυναίκα μου πάει καλύτερα. Θα χαρεί πολύ να σας δει. Ο κύριος Πέτρος όμως δεν μου φαίνεται πολύ ήσυχος. Μήπως φταίει η σκυλίτσα μας για τον φόβο του; Εδώ Φινέτ, εδώ!..». Ησύχασα επιτέλους και ύστερα είπα: « Μένετε σε έναν απαίσιο πύργο, κύριε Ρομπέν». Και τη στιγμή που έλεγα αυτά, η μητέρα μου με τσίμπησε στο μπράτσο σκόπιμα — κι εγώ μπήκα στο νόημα αμέσως – για να μ’ εμποδίσει να ζητήσω γλυκό, πράγμα που ήμουν έτοιμος να κάνω.
Στο κίτρινο σαλόνι του κυρίου και της κυρίας Ρομπέν, η Φινέτ συνέβαλε πολύ στην απασχόλησή μου και το σπουδαιότερο: μου ‘δωσε την εντύπωση πως αυτή είχε γαβγίσει τους δολοφόνους των παιδιών του Εδουάρδου. Αυτός, άλλωστε, ήταν κι ο λόγος που μοιράστηκα μαζί της το γλυκό που μου πρόσφερε ο κύριος Ρομπέν. Δεν μπορεί όμως ν’ ασχολείται κανείς αρκετό καιρό με το ίδιο πράγμα – και προπαντός όταν είναι μικρό παιδί. Έτσι η σκέψη μου πηδούσε από το ένα πράγμα στο άλλο, όπως τα πουλιά από κλαρί σε κλαρί. Τελικά κατέληξε πάλι στα παιδιά του Εδουάρδου. Και καθώς είχα εξοικειωθεί μαζί τους, κάτι με πίεζε μέσα μου να το ξεφουρνίσω. Τράβηξα απ’ το μανίκι τον κύριο Ρομπέν και του είπα : «Απάντησέ μου σ’ αυτό, κύριε Ρομπέν, γιατί εσύ βέβαια ξέρεις : αν η μαμά μου είχε βρεθεί στον Πύργο του Λονδίνου, θα μπορούσε να εμποδίσει τον κακό θείο να πνίξει τα παιδιά του Εδουάρδου κάτω απ’ τα μαξιλάρια;». Μου φάνηκε, όμως , πως ο Κύριος Ρομπέν δεν καταλάβαινε τη σκέψη μου σ’ όλο το νόημά της. Μόλις όμως η μαμά κι εγώ ξαναβρεθήκαμε μόνοι στη σκάλα, με σήκωσε στην αγκαλιά της και φώναξε: «Τέρας! θα σε πνίξω στα φιλιά ».
————————-