Η δικαίωση της επιείκειας των αιώνων
Η εποχή μας είναι μία εποχή επιεικής, αρκετά επιεικής θα έλεγα, χαλαρή, όπως και να την δει κανείς, συγχωρεί και επιτρέπει τα πάντα, από την πολιτική μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια της πιο αδιάφορης καθημερινότητας. Ο ποιητής το ξέρει καλά αυτό, το έχει δει και το έχει διαπιστώσει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και κυρίως το έχει εκφράσει εδώ και δεκαετίες με τα δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες ποιήματά του που μόλις τώρα συγκέντρωσε ένα μέρος από αυτά σε ένα μικρό και ευσύνοπτο τομίδιο, τη φροντίδα της έκδοσης του οποίου είχαν αναλάβει από κοινού οι ποιητές Γιώργος Γώτης και Γιώργος Κοροπούλης.
Αν η προηγούμενη ποιητική συλλογή του Διονύση Κράγκαρη «Ο κάμπος απλούται επικλινής» βρισκόταν υπό τη δημιουργική σκιά του Ανδρέα Εμπειρίκου η τωρινή, που χρονολογικά προηγείται αφού περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα από το 1970 και μετά, είναι αφιερωμένη στον Εγγονόπουλο. Ο υπερρεαλισμός συνεπώς, με τους δύο κύριους εκπροσώπους του στην Ελλάδα, εξακολουθεί να βρίσκεται πάντα εδώ και να καθοδηγεί την ποίηση του Διονύση Κράγκαρη, από τα εφηβικά του χρόνια μέχρι σήμερα. Ένας τρόπος έκφρασης που τον χειρίζεται πολύ καλά ο ποιητής και τον οποίο δεν εγκατέλειψε ποτέ.
«Η επιείκεια των καιρών» είναι ο τίτλος του πρώτου ποιήματος που δίνει και τον τίτλο ολόκληρης της ποιητικής συλλογής. Μία εικόνα που τη βρίσκουμε σε κάθε σελίδα σχεδόν της συλλογής. Τα ποιήματα φαίνεται ότι ακολουθούν, ως ένα σημείο την πορεία της σκέψης και της ευαισθησίας του ποιητή από την πόλη στο χωριό, από το άστυ στη φύση, από την πρωτεύουσα στο γενέθλιο τόπο, όπου είναι φανερό πως νιώθει καλύτερα, απελευθερώνεται πλήρως από κάθε δέσμευση, παρόλο που η γενέτειρα και η ζωή σε αυτήν φθίνει συνεχώς, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλες τις επαρχίες της πατρίδας μας. Η ερημιά βασιλεύει παντού, η μοναξιά, αφού λείπουν οι άνθρωποι, τους οποίους αναζητάει συνεχώς χωρίς να τους βρίσκει πάντα στο πλευρό του, ή έστω σιμά του, η ζωή είναι δύσκολη, γεμάτη εμπόδια, πολλές φορές αξεπέραστα, όπου υποχρεωτικά βασιλεύει η σιωπή, αφού λείπουν οι άνθρωποι, με τους οποίους πασχίζει μάταια και απεγνωσμένα να επικοινωνήσει μαζί τους. Όμως ο ήλιος ανατέλλει κάθε μέρα, όπως παντού άλλωστε, πιο λαμπερός από ό,τι στην πόλη όπου δεν τον βλέπεις ποτέ, ακόμη και στα εργοστάσια και ο ποιητής μόνος, ξένος στον τόπο του, που έχει γίνει κι αυτός άξενος, περιφέρει τη θλίψη του σε έναν κόσμο που του γίνεται όλο και πιο ξένος, που ό,τι γνώριζε μέχρι τώρα φεύγει μέρα με τη μέρα και χάνεται ανεπιστρεπτί, για πάντα. Όμως παρόλα αυτά κάπου φαίνεται πως υπάρχει ένα φως και καραδοκεί η Άνοιξη και τα χελιδόνια που θα την φέρουν.
Είναι παγκοίνως γνωστό πως η ποίηση οδηγεί συνάμα και στην αυτογνωσία, μέσα από μεγάλες ή μικρές διαψεύσεις που όμως ισοδυναμούν με μία μεγάλη αλήθεια(σελίς 21 του βιβλίου). Η ζωή περνάει συνεχώς μέσα σε ατελέσφορα νυχτερινά δρομολόγια τρένων και λεωφορείων από καιρό λησμονημένα «και συ τρέχεις για το τελευταίο που φεύγει» (σελ. 25), με την αγωνία μήπως και δεν το προλάβεις. Το τελευταίο όμως πάντα το προλαβαίνει κανείς, αυτό το ξέρουν όλοι. Έτσι και η ζωή επιβεβαιώνεται από τις ατελείωτες διαψεύσεις της, ο καθένας τραβάει το δρόμο του, τον δικό του δρόμο,, μόνος και αβοήθητος, ζητάει να πιαστεί από κάπου ή από κάποιον, όμως ματαιοπονεί, κανείς δεν υπάρχει και η ελπίδα και η σωτηρία που δεν ευδοκιμούν πια στον τόπο μας και τον καιρό μας.
Και ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ποίησης του Διονύση Κράγκαρη, το ποίημα που έχει τον παραπλανητικό τίτλο «Τσικνοπέμπτη» (σελ. 41):
Ωραία ήταν η γιορτή.
Πώς βρεθήκαμε ξανά τόσο κοντά
με άδεια μάτια.
Στο φως τυφλοί συναντηθήκαμε.
Κι η μουσική χωρίς ηχεία
μόλις που ακουγόταν απ’ το δρόμο.
Χόρευε ο καθένας στο δικό του το σκοπό
αντικριστά στο κενό που απλωνόταν.
Χέρια ζητούσαν από κάπου να πιαστούν
σε μια αγκαλιά να κυλιστούν
κατάχαμα.
Στο δρόμο νυσταγμένοι οδηγοί
περνούσαν, σαν να χόρευαν κι αυτοί
αδέσποτοι κορνάροντας. (σελ. 41).
Μέρα γιορτής, χαράς, χορού, μέρα συγκέντρωσης, συναδέλφωσης και αγάπης των ανθρώπων. Κι όμως! Κι αυτή περνάει γρήγορα, θα έλεγα αδιάφορη, μόλις σβήσουν τα φώτα, μόλις κοπάσει ο θόρυβος, ο καθένας τραβάει το δρόμο του, όπως πριν, σαν να μην μεσολάβησε τίποτα στο μεταξύ. Η μοναξιά παραμένει και δίνει τον τόνο στη ζωή.
Ο τόπος, εν τέλει, που πέρασε τα παιδικά του χρόνια είναι η μόνη πατρίδα που αναγνωρίζει ο ποιητής, ο κάθε άνθρωπος, είναι ο μόνος που επιθυμεί να βρίσκεται πάντα, παρόλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες που συναντάει καθημερινά, παρόλο που «ο δρόμος δεν πάει πια» (σελ. 47) «κι η απλωμένη σταφίδα δεν μας λιγώνει με το άρωμά της» (σελ. 49). Νοσταλγία και αδικαίωτα όνειρα όπως στις «αλυκές του χάους» (σελ. 65).