Είναι σκοτάδι.
Πάντα ήταν σκοτάδι όμως αυτό έχει κάτι διαφορετικό. Είναι πυκνό και μυρίζει έντονα. Έχει γεύση και βγάζει ήχους απόκοσμους. Μπαίνει στα μάτια, στη μύτη, στο στόμα και στην ψυχή μου. Χωρίς να μπορώ να κινηθώ, χωρίς να μπορώ να ακουμπήσω το χέρι στο στήθος μου, να νιώσω αν ζω ή αν πέθανα. Δεν μπορώ καν να φοβηθώ ή έστω να κλάψω. Δεν ψάχνω ελπίδα, ίχνη ψάχνω, σημάδια να καταλάβω που βρίσκομαι. Εγώ και οι άλλοι.
Πάντα αυτοί οι άλλοι. Πάντα με θυμάμαι να τους ψάχνω και έτσι να ορίζω και τη δική μου ζωή. Από την ώρα που είδα το πρώτο φως, αυτό το άπιστο φως που τώρα δεν μου δίνει ούτε μια στιγμή του. Ούτε ένα κλικ, σαν αυτό που μου έδωσε πριν από λίγες ώρες εκείνος ο άντρας με τη στολή και μου έκοψε για δευτερόλεπτα την ανάσα. Σαν με είδε να σκάβω, με τα χέρια, να ανοίξω δρόμο σε μια ανθρώπινη κραυγή να ακουστεί, στάθηκε από πάνω μου και άναψε ένα φως για να με δουν- έτσι είπε και αλλού, να με μάθουν, εμένα και τη χαμένη στο τσιμέντο κραυγή μου. Πού είναι τώρα και αυτός να ανάψει πάλι το φως του; Τώρα που δεν σκάβω, τώρα που δεν κινούμαι και δεν μπορώ τίποτα να βρω σε έναν τόπο τόσο μαύρο.
Μην αντιστέκεσαι, λένε, ανέπνεε, λένε. Ανέπνεε και προσευχήσου. Έτσι πάντα μου λένε. Με τι αναπνέεις; Με τι προσεύχεσαι; Νιώθεις το λαιμό σου; Ακούς τη φωνή σου; Μόνο ερωτήσεις μου έχουν απομείνει πια.
Ούτε το μέσα μου δεν βλέπω σε αυτό το σκοτάδι. Το έχασα στην πυκνότητα θανάτου και κενού. Όχι, λάθος μου, όχι του θανάτου. Ο θάνατος είναι κάτι. Είναι το μεγάλο κάτι. Δεν τον φοβάμαι. Κάθε μέρα ξυπνάω και τον αντικρίζω. «Ξύπνησα πάλι πριν από εσένα» του πετάω στα μούτρα και βγαίνω στο λιγοστό φως που μου αναλογεί. Ο θάνατος πάει πάντα μαζί με το φως μου. Ποτέ με σκοτάδι ασάλευτο σαν αυτό εδώ. Ούτε του κενού το σκοτάδι είναι. Το κενό έχει πτήσεις, πτώσεις. Έχεις ένα σώμα να κουβαλάς και να νιώθεις, έχεις μια σκέψη να τρέχεις να προλάβεις. Εδώ δεν έχεις τίποτα. Μόνο ένα παράλογο σκοτάδι. Μα πού βρίσκομαι;
Ο χρόνος πονάει το μυαλό μου. Λιποτάκτης και αυτός στη χειρότερή μου στιγμή. Κάνω να τον μετρήσω και δεν υπάρχει πια όσο και αν προσπαθώ. Πριν ο χρόνος υπήρχε, έστω πάλι για τους άλλους, έστω πάλι με τους άλλους. Τους έψαχνα χωρίς να ξέρω πότε θα τους βρω, αν και πώς θα τους βρω. Μα αναζητώντας τους μετρούσα, μισό χιλιόμετρο, εκατό βήματα, δέκα λεπτά. Έτσι άγγιζα και εκείνον. Ήμουν εγώ ο ζωντανός απέναντι του και εκείνος καθόριζε την πορεία της κίνησής μου στο χρόνο. Πάντα τους έβρισκα, σε τρία, δύο, ένα λεπτό ,πέντε ώρες, αμέτρητους αιώνες. Πάντα βρισκόμασταν. Ζωντανοί ή νεκροί.
Τώρα, όμως, καμία έννοια δεν είναι όπως πριν. Είμαι εγώ αυτός που ψάχνω και δεν ξέρω πώς. Είμαι εγώ και αυτός που ψάχνει και δεν ξέρω τι. Μέσα στο σκοτάδι. Μέσα στον χρόνο. Μέσα στο τίποτα.
Αρχίζει και κουνιέται το σημείο που έχω βυθιστεί. Μπορείς να νιώσεις τον σεισμό αν είσαι στο σκοτάδι; Μπορείς να δεις αν υπάρχει κάτι έξω από αυτό; Να καταλάβεις αν είσαι μέσα ή έξω από αυτό;
Τραπέζι, καρέκλα, πιάτο, πιρούνι, ποτήρι. Κάποτε αυτό με βοηθούσε. Στις κρίσεις πανικού, οι οδηγίες ήταν ξεκάθαρες και λυτρωτικές. Κάθομαι, τρώω, πίνω. Κάποτε αυτά τα θυμόμουν και τα έλεγα σαν προσευχή. Τώρα όχι. Δεν θυμάμαι. Πώς μου ζητώ τέτοια ώρα να θυμάμαι;
Τώρα μοιάζουν τόσο παλιά όλα. Πείνα, δίψα και εξάρτηση από λέξεις που χάνουνε το νόημά τους. Το νερό το πίνω στη χούφτα , το φαγητό το τρώω στον αέρα. Λάθος, έπινα και έτρωγα. Όλα στο πριν, όλα στο παρελθόν . Παίζω με το τώρα και το πριν, το κατάλαβες; Ίσως αρχίζει να εμφανίζεται ο χρόνος, ίσως έτσι καταλάβω που βρίσκομαι επιτέλους.
Αρχίζω και νιώθω κάτι. Πυκνό και βαρύ σαν το σκοτάδι. Στην πλάτη και στον αυχένα, κάτι παγωμένο, κάτι ξένο. Άρα είμαι μπρούμυτα, σωστά; Κάπου ακουμπάει η κοιλιά μου και ας μη το νιώθω, σωστά; Ας μιλήσει κάποιος. Δεν γίνεται να στέκομαι κάπου γιατί θα ένιωθα ότι έχω πόδια, έτσι δεν είναι; Πάλι χάνω το σώμα μου, πάνω που πήγα να βρω έστω κι ένα κομμάτι μου. Το έχω συνηθίσει και αυτό, να σβήνει το σώμα. Πάλι, όπως τόσες φορές στα χρόνια μου σε αυτή τη γη, που με έναν ήχο διαπεραστικό έμπαινα σε κατάσταση ανυπαρξίας. Έναν ήχο που έφτανε πριν από τις φωνές των άλλων και με εξαφάνιζε από την ανθρώπινη υπόστασή μου.
Τώρα όμως υπάρχει μόνο απόλυτη σιωπή. Όχι, υπάρχουν και απόκοσμα ουρλιαχτά που δεν ξέρω από πού έρχονται. Πάνω από εμένα ή από κάτω; Από μέσα ή από έξω μου; Το σκοτάδι γίνεται πιο πυκνό, ο χρόνος και η αίσθηση του βάρους στη πλάτη με εγκαταλείπουν. Τι συμβαίνει;
Νομίζω ότι αρχίζω και καταλαβαίνω. Επιτέλους τελειώνει αυτό το σκοτάδι. Τώρα βλέπω καθαρά. Επιτέλους κινούμαι. Ανεβαίνω. Βλέπω τα συντρίμμια της πόλης και της ζωής μου. Βλέπω εμένα. Είμαι καθισμένος σε ένα αιματοβαμμένο σύννεφο που χορεύει σε έναν πολύβουο χρυσό ουρανό
Από τα συντρίμμια πάνω
Η Αγγελική Κουντουράκη γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Δημιουργικής γραφής του ΕΑΠ. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Τον Μάρτιο του 2023 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Nigredo από τις εκδόσεις ΑΩ. Ποιήματα και κείμενα της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά καθώς και συλλογικούς τόμους ποίησης.