You are currently viewing Αγγελική  Πεχλιβάνη:  Δέσποινα  Πιτίδου,  ‘Ο,τι μένει.  (Ιωλκός, 2025)

Αγγελική  Πεχλιβάνη:  Δέσποινα  Πιτίδου,  ‘Ο,τι μένει.  (Ιωλκός, 2025)

Μια κριτική προσέγγιση   

 

Η γνωριμία μου με τη Δέσποινα Πιτίδου, ξεκίνησε από μια απόρριψη  – ευγενική, μεν, μα απόρριψη. Εξηγούμαι: πριν 1,5 χρόνο περίπου μια κοινή παιδική μας φίλη μου έδωσε την πρώτη συλλογή της Δέσποινας, οκτώ συν ένα, και μου ζήτησε εκ μέρους της μια γνώμη. Η γνώμη ήταν αρνητική. Η Δέσποινα σίγουρα στεναχωρήθηκε, ίσως και να θύμωσε –ό,τι δηλ. κάνει η συντριπτική πλειονότητα των νέων ποιητών που δεν εισπράττουν καλά λόγια για τη δουλειά τους– όμως, δεν μου έκλεισε την πόρτα του ποιητικού της κόσμου, ταμπουρωμένη πίσω από τις δαφνοστεφείς βεβαιότητές της. Αντιθέτως μου την άνοιξε διάπλατα. Έψαξε, διάβασε πολύ, συζήτησε, αντιπαρατέθηκε, διαφώνησε, έγραψε και έσβησε, –ό,τι δεν κάνει, δηλαδή, η συντριπτική πλειονότητα των νέων ποιητών. Και να την τώρα, 3 χρόνια αργότερα, με το βιβλίο της   Ό, τι μένει, ένα βιβλίο ραδινό και κομψό από τις εξαιρετικές εκδόσεις Ιωλκός, του παντεπόπτη Κωνσταντίνου Κορίδη. Ένα βιβλίο που περιέχει 23 ποιήματα –κάποια ολιγόστιχα και κάποια που εκτείνονται σε 3-4 σελίδες– 23 καλά ποιήματα, εκ των οποίων κάποια είναι πραγματικά πολύ καλά.

 

Εκ του σύνεγγυς, τώρα…Σε μια σκηνογραφία καυτού μεσημεριού καλοκαιρινή, που αγγίζει το πρώιμο, χλωρό φθινόπωρο, αναπτύσσονται τα θέματά της: Ο έρωτας, Ιανός με δυο πρόσωπα, το ολιστικό και του ολοκαυτώματος, το δοξαστικό και το προδομένο, το ταπεινωμένο. Ένας έρωτας σωματικός, κυτταρικός, υψηλής πίεσης, που προσφεύγει πότε στη μνήμη και πότε στη λήθη.

 

[…σχεδόν κόκκινα άνθη κερασιάς.

Να θυμηθώ να σας ξεχάσω.

 

Το ροζ χαλάζι αποσχισμένων λουλουδιών.

Τη λίμνη όπου κατέφευγαν αδιάκριτες λιποταξίες.

Τα ρευστά χρώματα του σούρουπου στα μάτια σου.

Να θυμηθώ να τα ξεχάσω.

 

[…και τη βλάσφημη διαύγεια

της νύχτας,

που τα εξέθετε όλα

ανεπανόρθωτα.

 

Και την οργιαστική πλημμύρα

κάθε μοναδικού

και τους κατακλυσμούς του.

 

Να θυμηθώ.

Να ξεχάσω.

 

Ο  θάνατος, που στην ποίησή της δεν είναι μια φιλοσοφική, μεταφυσική έννοια αλλά υποστασιοποιείται σε νεκρούς αγαπημένους που περιπλανώνται στη μνήμη και τα όνειρά μας· στο συνειδητό και το ασύνειδο. Γιατί οι νεκροί μας είναι ομοτράπεζοι, ομόκλινοι, ομόγλωσσοι  και όμαιμοι και αυτό το ξέρει καλά η Πιτίδου, όπως φαίνεται από το θαυμάσιο ποίημα Δεκαπενταύγουστος που έγραψε για την προώρως αποδημήσασα αδελφή της

[…]Ανάμεσα σε δύο φλυτζάνια καφέ σε σκέφτομαι,
μια άλλη Κυριακή,
έχουν περάσει χρόνια,
εγώ έχω ασπρίσει αρκετά
κι εσύ, ακλόνητη πια,
όλο θάλλεις.

  

[…]τώρα φοράς το μαύρο φόρεμα σου, το βραδινό,
μια εξαίσια μουσελίνα,
τα μαλλιά σου έχουν το χρώμα τού χαλκού,

που περιπαίζει το σκοτάδι,
και στον λαιμό σου αστράφτει το βαρύ περιδέραιο

που δε μού άρεσε ποτέ,
δεν έχει σημασία,
πάντα ήσουν ατίθαση με τον δικό σου τρόπο
κι εξάλλου ένα είναι βέβαιο,
γι’ αυτή την έξοδό σου
δεν θα λογοδοτήσεις σε κανένα. 

 

 

ΙΙ

 

Πλησιάζει πάλι το ζενίθ της ερημιάς,

[…]η φωτογραφία σου,

μάλλον δεν θα το πρόσεξα,

έχει αρχίσει από καιρό να ξεθωριάζει

και σε λίγο δε θα φαίνεσαι,

θέλεις να μού χαρίσεις,

προτού χαθεί,

το μαύρο φόρεμα σου,

να το φορέσω στην γιορτή μου,

μού πάει πολύ το μαύρο χρώμα,

όπως σού πήγαινε κι εσένα,

ταιριάζει με το επηρμένο φως

που βαθμιαία σε λιγοστεύει,

τους ίσκιους του που λάμπουν σαν αστέρια,

το πολλά υποσχόμενο αφήγημα

που τέλειωσε έτσι άδοξα

και το σκοτάδι,

που φτύνει στο πρόσωπό σου

κάθε Δεκαπενταύγουστος

εδώ και έξι χρόνια.

 

 

Η φύση από την άλλη, μπορεί να μην είναι κεντροβαρές δομικό στοιχείο στην ποίησή της αλλά είναι πανταχού παρούσα· είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ξετυλίγεται το ποιητικό της σύμπαν, ή ακόμα καλύτερα η υποκείμενη συνεκτική ουσία, ο υπόγειος αρμός, το  λανθανόντως λάλον. Μια φύση εκρηκτική, πολύχρωμη, συναισθητική (αναμειγνύει όλες τις αισθήσεις), που φυσικά εκπηγάζει από ένα βίωμα στην πιο ευτυχισμένη στιγμή του·   αυτή της παιδικής ηλικίας.

 

Τέλος η Τέχνη (με τη μορφή αγαλμάτων της αρχαιότητας) και ειδικά η Ποίηση (μέσω της καβαφικής ποιητικής αλλά και αυτόνομα ως αγωνιώδης λύτρωση) εμπνέουν τη Δέσποινα Πιτίδου, όπως όλους τους ποιητές, γεγονός που αποδεικνύει   – κόντρα σε όλους εκείνους που τον τελευταίο καιρό κατηγορούν την αυτοαναφορικότητα ως μηρυκαστική πρακτική προσπαθώντας να επιβάλουν ή έστω να υποβάλουν μια ποίηση προγραμματικά πολιτική– ότι ποίηση/τέχνη και αυτοαναφορικότητα είναι συνυφασμένες.

 

Έντονος είναι ο εικονιστικός, εικονοπλαστικός  χαρακτήρας της ποίησης της Πιτίδου. Οι εικόνες της είναι αναλυτικές και γενικά δεν διακρίνονται από τη βραχυλογική ανατροπή· δεν είναι, όμως, υδαρείς και πλαδαρές αλλά στέρεες και δομημένες. Οπτικές, απτικές, ακουστικές, οσφρητικές, ακόμα και γευστικές, δημιουργούν θαυμάσια σχήματα συναισθησίας και με τη επικουρία των χρωμάτων –που πραγματικά δίνουν πάρτυ στη συγκεκριμένη συλλογή– και των κραδασμικών παρομοιώσεων, δημιουργούν εικαστικές συνθέσεις αναπαραστατικού υπερρεαλισμού ή κρυστάλλινου ιμπρεσιονισμού.

 

Όταν  ρέμβη κοιμάται ανήσυχη στον ίσκιο των ματοτσίνορών

σου

και οι ρώγες των πράσινων σταφυλιών μάχονται σώμα με σώμα

για το κίτρινο του Σεπτέμβρη,

όταν οι χυμοί της άλλης σου γλώσσας κυριεύουν το θερινό κόκ-

         κινο

που είναι τραχύ σαν πυρωμένη από τον ήλιο πέτρα

και η ακατέργαστη σπορά της θαλασσινής αγριάδας καιροφυλα-

κτει στην ησυχία,

η μυρωδιά μιας περασμένης τρικυμίας κάνει τα φύλλα να μο-

         σχοβολούν

και η φθινοπωρινή αιχμή της αντιπαρατίθεται στο πρόσωπό σου.

 

 

Οι επιδράσεις που έχει δεχθεί η Δέσποινα Πιτίδου ομολογώ ότι με ξαφνιάζουν στην αντινομία τους· Ελύτης, Καβάφης, Καρυωτάκης, Δημουλά. Από τη μια η φυσιοκρατική ευφορία και η υψηλόφωνη άρθρωση του Ελύτη και από την άλλη ο ατμίζων ερωτισμός και το λοξό βλέμμα του Αλεξανδρινού. Ο αδιέξοδος πόνος του Καρυωτάκη και οι αφηρημένες έννοιες που γίνονται δρώντα υποκείμενα της Δημουλά (μια αμφιβολία που τρέχει λυσίκομη, η αμεριμνησία που ακουμπάει στο σκαλοπάτι, οι ώρες που ψάλλουν ύμνους και παρακλήσεις…).

 

Μα δεν έχει κάποια προβλήματα αυτή η ποιητική συλλογή; Γιατί όσο και αν λέμε ότι η ποίηση προσλαμβάνεται υποκειμενικά, επιτρέψτε μου να έχω την πεποίθηση ότι και  στην ποίηση υπάρχει αντικειμενικότητα, όπως και παντού σχεδόν. Άλλωστε αν συνταχθούμε με τον άκρατο υποκειμενισμό, τότε οδηγούμαστε σε μια σχετικιστική παραλυσία που δεν βοηθάει κανέναν και τίποτα.

 

Ποιο είναι  το στοιχείο που ελέγχεται στην ποίηση της Δέσποινας; Η πληθωρική, έως πληθωριστική έκφραση, τα πολλά επίθετα, ο μακροπερίοδος «στολισμένος» λόγος. Η υπερβάλλουσα «ποιητικότητα». Δεν είναι τυχαίο ότι στα  καλύτερα ποιήματα της συλλογής, όπως ο δεκαπενταύγουστος, η αναμονή, τα ηνία της μοίρας, η εύθραυστη στιγμή, τα επίθετα περιορίζονται δραστικά.

 

Όμως διόλου δεν ανησυχώ…γιατί αφενός η ποιήτρια Δέσποινα Πιτίδου έχει γήινη αιμάτωση, αφετέρου γιατί έχει επιλέξει  τον δρόμο της ποιητικής αφαίρεσης – ο  τίτλος του βιβλίου της, το επιβεβαιώνει. Γιατί η ποίηση είναι  το διάπυρο κέντρο ενός ακανόνιστου προπλάσματος που ο γλύπτης όλο αφαιρεί και γλύφει, που ο ποιητής όλο σβήνει και σβήνει  μέχρι να αγγίξει το  σωματίδιο του θεού – και αυτό το ξέρει.

 

Δεν γνωρίζω εάν η Δέσποινα Πιτίδου ενταχθεί στον λογοτεχνικό κανόνα, βραβευτεί, ή γίνει μεγάλη ποιήτρια.

 

Αυτό που ξέρω μετά βεβαιότητας είναι πως ό, τι μείνει θα είναι ο στροβιλισμός της στο ηδονικό πάρτυ της λογοτεχνίας – στο οποίο είμαστε όλοι καλεσμένοι– και η αισθητική συγκίνηση,

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.