Το βιβλίο της Σοφίας Τριανταφυλλίδου, το οποίο στεγάζεται υπό τον αλλόκοτο τίτλο, Το σπίτι στη ράχη ενός ψαριού, είναι μια γοητευτική συλλογή 25 παράδοξων μικροϊστοριών ποιητικής πνοής, που όλες μαζί συνθέτουν ένα υπερρεαλιστικό αφηγηματικό σύμπαν. Κάποιοι θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν τα κείμενα αυτά, τα οποία αμφιρρέπουν ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα και παραδοσιακά αντίπαλα λογοτεχνικά γένη, την ποίηση και την πεζογραφία, ως πεζοποιήματα٠ άλλωστε η βραχύτητα, η πυκνότητα, το άλογο στοιχείο και η υπαινικτικότητα καθώς και η μίξη του λυρικού με το αφηγηματικό στοιχείο, θα μπορούσαν να παραπλανήσουν καθώς είναι γνωρίσματα –του πολύ διαδεδομένου– ποιήματος σε πρόζα “poème en prose”. Η έλλειψη, όμως, ρυθμικής, ορχηστρικής οργάνωσης του λόγου καθώς και η ύπαρξη τελικού αφηγηματικού σκοπού, τα καθιστούν σαφώς πεζογραφικά με ποιητικό υπόστρωμα.
Τα 25 μικρά κείμενα της Τριανταφύλλου αισθητοποιούν τη γυναίκα, που πότε είναι δέσμια της αγάπης και παραμένει καθηλωμένη στην οικία της, με ολόλευκα γιακαδάκια, επιτελώντας τον πατροπαράδοτο παρηγορητικό της ρόλο και θυσιάζοντας ένα οργιαστικό δάσος ζωής και ομορφιάς, και πότε υπερβαίνει τα αγκυλωτικά στερεότυπα διαλύοντας τη μαθηματική, αξιωματική της ασφάλεια, καθώς μεταμορφώνεται από μια δύναμη υψωμένη στο μηδέν, σε μια δύναμη εαυτοτική/ταυτοτική και μοναδική. Η πατριαρχική εξουσία και όλα τα συνακόλουθα (έμφυλη βία, ανδροκρατούμενη κοινωνία) αποτυπώνονται έμμεσα και συνυποδηλωτικά αλλά και ωμά ρεαλιστικά όπως στο θαυμάσιο Σήμερα ζωγράφισε η μητέρα
Η μαμά επέμενε να πάμε στη λίμνη. Ήμαστε τέσσερις. Εγώ, η μαμά, ο missa το αγαπημένο μου αρκουδάκι και εκείνος που στο σπίτι τον φώναζα «πατέρα». Ο missa δεν συμφώνησε ποτέ μ’ αυτό το όνομα, ήθελε να τον φωνάζουμε «τρόμο» […] Όταν γύρναγε στο σπίτι και μύριζε ποτό, εκείνη κατέληγε πάντα με μεγάλες μελανιες στο σώμα και σημάδια από τις παλάμες του στο πρόσωπο. Όταν εκείνος κοιμόταν, έκλαιγε ασταμάτητα.
«Τι είναι αυτά τα σημάδια ;», τη ρώτησα κάποτε.
«Ο μπαμπάς με ζωγραφίζει, σκιές και χρώματα είναι[…]
Εκείνη τη μέρα στη λίμνη, εκείνος κωπηλατούσε κατσουφιασμένος[…]Ξαφνικά ένας πυροβολισμός, ένας παφλασμός και το σώμα του «πατέρα» στη λίμνη. Κάτω από τη βάρκα, η σκιά του κωπηλατούσε ακόμα απειλητικά. Σήμερα ζωγράφισε η μητέρα.
Όμως η Γυναίκα δεν υφίσταται τη βία και απαξίωση μόνο ως σύζυγος και ως κόρη αλλά και ως δημιουργός٠ είναι απούσα και ως ποιήτρια. Είναι χαρακτηριστικό το διήγημα Η αδελφή του συγγραφέα που παραπέμπει στο εμβληματικό έργο της Βιρτζίνια Γουλφ Ένα δικό σου δωμάτιο, έργο-μανιφέστο για τη συγγραφική απελευθέρωση της Γυναίκας.
Με λένε Έλεν. Είμαι η δίδυμη αδελφή του διάσημου συγγραφέα Άντριου. Όταν εκείνος ρίχνει τα δίχτυα του να ψαρέψει λέξεις, εγώ έχω ήδη μαζέψει μια πλούσια ψαριά και την έχω απλώσει στο χαρτί. Λέξεις που λαμποκοπούν κι αστράφτουν[…] Γεννήθηκα κωφάλαλη και δεν τις τραγουδώ, μόνο τις αγαπώ και τις σχηματίζω. Ο αδελφός μου ντρέπεται για μένα και μου τις κλέβει, τις παρουσιάζει δικές του. Με τα χείλη μου σχηματίζω ένα γιατί; Αυτός δεν απαντάει. Μένω δίχως στόμα, μόνο με δάχτυλα που γράφουν.
Άλλα θέματα της μικρής αλλά μεστής αυτής συλλογής είναι οι ενοχές σε ένα άκρως ανταγωνιστικό και αλλοτριωτικό εργασιακό περιβάλλον (παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού), η δραματική τυχαιότητα που αποδομεί τον ανθρώπινο ναρκισσισμό της δήθεν ιδίας βούλησης και επαναπροσδιορίζει την τραγική μοίρα, τα διεθνή προβλήματα, όπως η τρομοκρατική ενέργεια της 11ης Σεπτεμβρίου, ο θρήνος για την απώλεια, ο κλονισμός της ψυχικής υγείας και η γονεϊκή απόρριψη του κοριτσιού, που αφού δεν είναι αγόρι δεν είναι παιδί, σύμφωνα με τα αναχρονιστικά ειωθότα. Χαρακτηριστικό είναι το ευρηματικό και συγκινητικό κείμενο, που τιτλοφορείται Ανοιχτή Αγκαλιά.
Την ώρα που γλίστρησα από τη ζεστή μήτρα του σκοτεινού σώματος και βρέθηκα στο δυνατό φως, ακούστηκε η φωνή: «Κορίτσι». Το σώμα που, όταν μεγάλωνα, θα το φώναζα πατέρα, κούνησε το κεφάλι. Ένα άλλο πλασματάκι ξεμύτισε στο φως σε πέντε λεπτά. «Αγόρι», φώναξαν και ο πατέρας πήδηξε μέχρι το ταβάνι. Με τον δίδυμο αδελφό μου ήμασταν συνέχεια μαζί. Μπορούσα να κλέβω ελάχιστα από τα χάδια και τα φαγητά που με δύο χέρια του έδιναν. Τα βράδια, στο ψυγείο κατάπινα λαίμαργα τη στέρηση της ημέρας.[…] Δεν με νοιάζει ούτε για το πεσμένο στήθος μου, ούτε για την τεράστια κιλότα μου […]
Μόνο το ψυγείο ανοίγει την αγκαλιά του και με αφήνει να βυζαίνω ελεύθερα.
Όμως η καλή λογοτεχνία δεν εξαρτάται μόνο από το θέμα, όπως επανειλημμένως έχει ειπωθεί. Δεν αρκεί το «καλό», προοδευτικό και δίκαιο θέμα –ναι, υπάρχουν δίκαια θέματα ή καλύτερα θέματα δικαιοσύνης. Χρειάζεται τεχνικές, εκρηκτικότητα –ειδικά οι μικρές ιστορίες– και γλωσσική επεξεργασία, γλωσσική ροή, ένα ποτάμι γλώσσα. Η πρόζα της Σοφίας Τριανταφυλλίδου μπορεί σε κάποια σημεία να είναι υπέρ το δέον επεξηγηματική και δηλωτική, όμως διακρίνεται για τον εικαστικό αναπαραστατικό υπερρεαλισμό της, που παραπέμπει στον Εγγονόπουλο, τον Γιάννη Κοντό και βοηθούσης της Θεσσαλονίκης και στη Χλόη Κουτσουμπέλη, είναι θεατρική, ευρηματική και ευφυής στη χρήση των εκφραστικών μέσων, αινιγματώδης και ανατρεπτική και παρ’ όλα αυτά εύληπτη, γι’ αυτό και συγκινητική. Στο παρακάτω κείμενο με τον τίτλο Μάνα, νομίζω ότι αποτυπώνονται με ευκρίνεια όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Θαυμάστε:
Μετρούσε αιώνες η ελιά που αγκάλιαζε το πατρικό μας, ζητώντας μόνο λίγο νερό. Τώρα οι ρίζες της σε προχωρημένη άνοια μπερδεύουν τις διαδρομές και, αντί να χαθούν στο υπέδαφος, ξεπροβάλλουν αναμαλλιασμένες έξω από το χώμα. Εκεί έβρισκα καταφύγιο στα παιδικά μου χρόνια.
Σήμερα δεν με αναγνώρισε, με κοιτούσε απορημένη με τα αμέτρητα μάτια της, ενώ το στόμα με τα σκασμένα χείλη στον κορμό της σχισμή εντελώς ανέκφραστη. Πήρα αμέσως ένα μεγάλο λευκό σεντόνι και τη σκέπασα. Μαντάρισα τις σχισμένες ραφές του. Κουλουριάστηκα κάτω από το σεντόνι και αγκάλιασα σώμα μάνας.