Αμήχανοι στοχασμοί τέμνουν τις ζωές μας
ακανόνιστα.
Το αλφάβητο, υποσυνείδητα κινείται – μετακινείται
καλλιεργώντας ερωτήματα
συλλέγοντας απώλειες
των αφαιρέσεων συγκομιδή.
Πρόκειται άραγε για προϊόντα επιδοτούμενα
ή μήπως απαιτούνται ποσότητες από ανοχή,
αδιαφορία, απουσίες, σιωπές
για να φυτρώσουν οι αλήθειες;
Κι ενώ αγκωνάρια ακατάβλητα φέγγουν αρχαιότητα,
κι αστράφτουν στους αιώνες με σθένος και καρτερία,
οι σύγχρονες λέξεις ναυαγούν για μια επιβίωση.
Απλώνουν την πίκρα τους στον ήλιο
πουκάμισο βουβό.
Κι εμείς δαγκώνουμε γλυκόριζες και υπερτροφές
υφαίνοντας τις ανάσες μας περίτεχνα
για να μην πνιγούμε.
Θυμάμαι που με ρώτησες «αντέχεις»;
«Θα αντέξω ώσπου ν΄ ανθίσει το ποίημα,
μέχρι να ξυπνήσουν οι παλιές ιστορίες,
ως ότου σιγήσουν της ασυνεννοησίας οι μετασεισμοί»
απάντησα.
Μνημεία και προτομές θορυβήθηκαν
απείθαρχοι γεωμέτρες πολιτισμών
πείσμωσαν για δικαίωση
άπλωσαν πλέγμα άτρωτο στην απάτη.
Πλέγμα υφασμένο με δίκαια και άδολα νήματα
εξαγνισμένο απ’ τα δειλά μας αγγίγματα.
Και να μια χούφτα χώμα που ξυπνά
σαν από ενέδρα.
Χαμογελά.
Μας ακολουθεί και πίσω της σέρνει
λαγκάδια, βουνά κι αγριολούλουδα.
Πάνω μας απλώνει νέο ουρανό
Τόσο καθάριο που
φιλτράρει όλες μας τις αβεβαιότητες.