Έπαιξα το καλύτερο γι’ Αυτόν
το βόδι και το αρνί κρατούσαν το τέμπο
η Μαρία νανούριζε τον φόβο
Εκείνος χαμογέλασε
φως πλανήθηκε σε τροχιές
γύρω από κάθε ραμ παμ παμ
δειλή συγγνώμη έδωσε κλαδιά
φεγγοβολούσε θαύμα
θάμπωσε το τύμπανο
μια φτωχή κρούστα κρατώ.
Την αιωνιότητα αντάμωσα
σε γυμνόποδη τρυφερότητα.
Πίσω απ’ τον ουράνιο πολυέλαιο
μια μαύρη σερπαντίνα μου γνέφει
όμοια οφθαλμαπάτη μονολογεί
«εισπνέω το μάταιο
έρχεται σε τριάντα τρία βήματα»
ντύνεται πικρός ατμός.
Σίγησε το ραμ παμ παμ
κούρνιασε μπροστά στον Βασιλιά.
Κλείνω τ’ αυτιά μου
σε τέτοια Χριστούγεννα.
Το φωτοστέφανο λικνίζει τριβόλια.