[Σοκ και Δέος – Ζωντανά]
(…)
Η συγκυρία το ‘χε φέρει εγώ κι ο Κασίμ να γεννηθούμε τον ίδιο μήνα της ίδιας χρονιάς. Μόνο που εκεί κάπου τελείωναν οι ομοιότητες και διέγραφαν την πορεία τους οι συνθήκες που μας όριζαν. Αργότερα, υπό την επήρεια του αράκ, ακολουθήσε και αυτός μια πορεία προς τα πίσω, εξηγώντας μου πως ο παππούς και η μάνα του ήταν οι μόνοι ζωντανοί που του ‘χαν μείνει στη Βαγδάτη. Συνέχισε να κινείται: Ο αδερφός του είχε σκοτωθεί σε μια απ’ τις εμφύλιες συγκρούσεις που ξέσπασαν μετά τον πόλεμο, ο πατέρας του στο χάος του γενικευμένου πλιάτσικου μετά την πτώση της πόλης. Και έπειτα, σαν έφτασε στον βομβαρδισμό όπου και έχασαν τη μικρή του αδερφή δεν είχα μπροστά μου τον Κασίμ που γνώρισα, μα ένα παιδί· ένα μικρό παιδί που κρύβεται κάτω απ’ το κρεβάτι. Το πάτωμα τραντάζεται κάθε λίγο και, μέσα από τα χέρια του που καλύπτουνε σφιχτά τα αυτιά, τον χτυπάνε θόρυβοι που τον κάνουν να πονάει. Και τούτο συνεχίζει, συνεχίζει δίχως τελειωμό, ώσπου ένα τζάμι σπάει, και έπειτα άλλο ένα. Δεν το ακούει, δεν μπορεί, μοιάζει να έχει θρυμματιστεί από ένα χέρι αόρατο και τρομερό, μα βλέπει τα γυαλιά να πέφτουνε κοντά του και να σκορπίζουν σε αμέτρητα μικρά κομμάτια. Σφαλίζει τα βλέφαρα, κουλουριάζεται όσο μπορεί. Τίποτα δεν μπορεί να τον προστατεύσει, όχι. Ό,τι κάποτε πίστεψε για τη ζωή είναι ψέμα. Τώρα καταρρέει, αποσυντίθεται για πάντα. Και άλλοι θόρυβοι, εκρήξεις, το μουγκρητό της μάνας γης, το ουρλιαχτό του κόσμου, και τούτη είναι πια η Κόλαση, ναι, δεν εξηγείται αλλιώς, και αυτός τρέμει και περισσότερο ακόμα αναρωτιέται αν θα πάψει ποτέ ο καλός Θεός να είναι τόσο θυμωμένος μαζί του ώστε να τον βγάλει από κει, να τον πάρει στη θερμή αγκαλιά του όπου όλα θα ‘ναι γλυκά, όλα όμορφα.
Τη μικρή την είχε πλακώσει ένα δοκάρι που έπεσε σαν έσκασε μια βόμβα δίπλα ακριβώς στο σπίτι. Κι όταν τη θάψανε την επόμενη ημέρα βιαστικά από τον φόβο των βομβαρδισμών που δεν σταματούσανε ούτε ώρα, ο πατέρας του, που από χρόνια μισούσε εκείνον τον Σαντάμ, ορκίστηκε πως οι διάβολοι που τη σκοτώσανε θα πλήρωναν με το αίμα τους. Το παιδί όμως είχε μέσα του μια σαν αλλόκοτη χαρμολύπη –και το φλογισμένο μίσος των μεγάλων δεν το ένιωθε ο ίδιος. Ήξερε πως η μικρή είχε γλιτώσει. Τόσο καλή που ήταν, τόσο αγνή, ο Αλλάχ θα την είχε δεχτεί κιόλας απ’ τη στιγμή που εκείνη πέταξε κοντά του. Και στον επόμενο βομβαρδισμό της ίδιας εκείνης νύχτας τον βλέπω να ‘χει πάλι του κουλουριαστεί βαστώντας το χαρτί που ‘χανε πετάξει οι ξένοι από τα αεροπλάνα τους και που ‘λεγε πως, αν έμεναν μακριά απ’ τον στρατό, θα ‘τανε όλοι τους ασφαλείς. Μα σαν ο τρόμος για τον θάνατο του, που τον περιμένει να ‘ρθει, να είναι τώρα αμβλύς. Σαν να ‘ναι τώρα έτοιμος να τον καλωσορίσει.
Και έπειτα, έχω μπροστά μου –μάλλον, όχι!– βρίσκομαι μέσα σε ένα άλλο παιδί, έχω κινήσει και εγώ προς τα πίσω. Είναι ξαπλωμένο σ’ ένα διπλό κρεβάτι μόνο του, με ένα ύφασμα από κάτω του απαλό που τον καθησυχάζει. Βλέπει τηλεόραση, παρακολουθεί σε ζωντανή μετάδοση αυτό που άκουγε αδιάφορο όλες κείνες τις μέρες. Μια φωτισμένη πόλη κάτω απ’ τον νυχτερινό ουρανό –και ξάφνου εκρήξεις. Μια ρουκέτα πέφτει πολύ κοντά. Το πλάνο σείεται. Η φωνή της γυναίκας που μιλά πίσω απ’ την κάμερα σπάει, μυρίζει πανικό. Και τότε, παρότι άνοιξη, παρότι δεν κάνει ψύχρα, το παιδί σκεπάζεται, μπαίνει κάτω απ’ το λείο πάπλωμα και γαντζώνει το χέρι του σ’ αυτό˙ ζητάει μια παρηγοριά. Και άλλες λάμψεις, και άλλο τρέμουλο στην οθόνη, κρότοι. Ζαλίζεται. Μια υποψία παγωνιάς τρυπάει τα πνευμόνια του. Είναι ο φόβος, ο φόβος για κάτι που δεν μπορεί να το ελέγξει και που χτυπά απροειδοποίητα, που τσιμπά στο σκοτάδι όντας αόρατο, άπιαστο, φονικό. Κοιτά πάνω, στο ταβάνι, και προσπαθεί να φανταστεί τον ουρανό, μα δεν τολμά να βγει να τον αντικρίσει. Ο ουρανός ξάφνου δεν είναι ελευθερία όπως ήταν πάντοτε, δεν είναι μια γλυκιά ζάλη μέσα στην απεραντοσύνη του, όχι. Ο ουρανός είναι απειλή, είναι αγωνία, είναι θάνατος. Τα μάτια στην οθόνη ξανά. Και τώρα δεν είναι μόνο οι φωτιές και ο καπνός και οι λάμψεις. Είναι και άλλα φώτα, φώτα που εξακοντίζονται προς τα πάνω και σκίζουν το περίγραμμα της πόλης, που δείχνει να ‘τανε κάποτε όμορφη, και έπειτα διασχίζουνε τον ουρανό της. Και ολοένα πυκνώνουν τούτα τα φώτα, σαν πυροτεχνήματα φαντάζουν που ρίχνονται για να δηλώσουν μια γιορτή. Τότε του γεννάται άξαφνα η σκέψη πως έρχεται το Πάσχα. Άλλες φορές ήταν ξεκούραση, γιορτή, λαμπάδα, παιχνίδι, οι όμορφες φωνές των γυναικών που ψάλλουν την Παρασκευή. Μα τώρα δεν θα ‘ναι μόνο τούτα. Τώρα θα ‘ναι και τα φιτίλια του Σαββάτου και οι φωτιές, οι ήχοι που σκάνε στα αυτιά απροειδοποίητα και, κυρίως, Χριστούλη μου καλέ, θα ‘ναι τα φώτα που σφυρίζοντας ανεβαίνουνε ψηλά στον σκοτεινό θόλο του κόσμου. Τον αρπάζει και αυτόν ρίγος, τον ταρακουνά ολάκερο, και σκεπάζει το κεφάλι του με τα χέρια. Πριν χωθεί κάτω απ’ το πάπλωμα, και πριν μείνει εκεί προστατευμένος μέχρι να του πουν πως ήρθε η ώρα να γυρίσει στο δωμάτιο του, στο δικό του κρεβάτι, ρίχνει μια τελευταία ματιά στην οθόνη. Κάτω κάτω γράφει Βαγδάτη: Σοκ και Δέος – Ζωντανά. Τις ξέρει τούτες τις λέξεις, τις έχει ακούσει, μα τώρα καταλαβαίνει πρώτη φορά το τι σημαίνουν. Και μέσα του επικροτεί την επιλογή των κυρίων της τηλεόρασης –έχουν δίκιο: τούτες είναι οι σωστές λέξεις, τούτες που επέλεξαν.
Το παιδί αυτό για χρόνια έπειτα φοβόταν τα πυροτεχνήματα, μέχρι που ο φόβος του καλύφθηκε απ’ τη σκόνη της λησμονιάς δίνοντας τη θέση του σε μια αόριστη ανησυχία. Τώρα είναι μεγάλο και αφήνει τον μεγάλο Κασίμ να κοιμάται στο χαλί με όψη πια γαληνεμένη. Παραπατά στις σκάλες: το αράκ τον εξαπάτησε με τη γλυκάδα του και τον έχει καταβάλει. Φτάνει αργά έξω από την πόρτα του και, πριν μπει, ρίχνει μια ματιά ψηλά. Δεν φαίνονται τ’ άστρα φυσικά, μα τούτο δεν έχει σημασία. Σημασία έχει εκείνο που σκέφτεται –πως δηλαδή ο ίδιος ουρανός είναι ακόμα που τους σκεπάζει όλους, όσους ακόμα είναι και όσους πέρασαν απ’ αυτό το χώμα˙ ο ίδιος και απαράλλακτος φαίνεται να είναι. Μα έκτοτε για τον Κασίμ, μα ακόμα και για αυτόν, για όλους όσους μεγάλωσαν στις δονήσεις της εποχής, ο ουρανός δεν θα ‘τανε ποτέ ξανά ο ίδιος ακριβώς. Και τούτο, σκέφτεται πριν πέσει μουδιασμένος στο κρεβάτι, θα έμενε πάντοτε μια ανοιχτή πληγή στο ήδη κατακρεουργημένο κορμί της ανθρωπότητας.
Από το υπό έκδοση μυθιστόρημα Ευγένιος Πράος, από τις εκδόσεις Άνω Τελεία.
Βιογραφικό:
Ο Άγγελος Αλαφρός γεννήθηκε το 1993 στο Ηράκλειο Κρήτης, ζει στα Χανιά ακροβατώντας σε ύψος ασφαλές, απεχθάνεται το τρίτο πρόσωπο όταν αναφέρεται στον ίδιο και αποφεύγει κατά το δυνατόν τα βιογραφικά σημειώματα. Εργάζεται στην ιδιωτική εκπαίδευση και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά και τον έντυπο τύπο. Η ποιητική του συλλογή Η χώρα που γυρεύουμε (2019) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκάτη.