ΟΙ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
Τη δεκαετία του ΄80 έτυχε να ανακαλύψουμε μιαν απόμακρη παραλία, που χε παράξενη ενέργεια και ίσως γι αυτό ονομαζόταν: «Ανάληψη». Έγινε αυτή μια παραλία της ζωής μας. Τότε, ήταν η περίοδος της αμφισβήτησης, της ωριμότητας και της επιστροφής μας στη φύση.
Οι παραλίες δεν είναι για να κάνεις το μπάνιο σου και μετά να γυρίζεις στην ησυχία του σπιτιού σου. Κατασκηνώναμε σχεδόν όλο το καλοκαίρι, στην ημιάγρια αυτή περιοχή και βιώναμε φιλοσοφικά την ενσωμάτωση του ανθρώπου με την φύση.
Οι κέδροι, οι βράχοι της θάλασσας, το φράγκικο κάστρο που ορθώνονταν πάνω μας, σε έκαναν να νιώθεις σα ναυαγός που σ΄ έβγαλε εκεί η θάλασσα, που μόνο Σαρακηνοί πειρατές έχουν δικαίωμα να αγκυροβολήσουν. Υπήρχαν και οι ώρες της ερήμωσης, της εσωτερικής αναζήτησης που συνόδευαν τις αιώνιες μυρωδιές και τους ήχους της θάλασσας που σε κύκλωναν μυστικά. Κάποτε περπατούσαμε ξυπόλητοι, σεβόμενοι την ενέργεια του τοπίου.
Αργότερα στη δεκαετία του ‘ 90 άρχισε η «αστική» τουριστική ανάπτυξη και σιγά–σιγά άρχισε να αλλάζει η περιοχή, να γίνεται ολοένα λιγότερο αγαπημένη.
Προστέθηκαν οι καντίνες, τα ξενόγλωσσα των επιγραφών, οι ασφαλτοστρώσεις, οι δασικές καταπατήσεις «σιωπηλά», τα αυθαίρετα, η «ομερτά» των κατοίκων, τα τουριστικά καταλύματα, η αφόρητη μυρωδιά των σκουπιδιών και η πελατεία των «εκλεκτών», που έτρωγε τα χοιρινά σουβλάκια και ατένιζε τα αιώνια δειλινά του ήλιου πίσω από τον Αίνο της Κεφαλονιάς.
Πολύ νωρίτερα, τη δεκαετία του ’60 υπήρξε μια άλλη αγαπημένη παραλία, του Αγ. Παντελεήμονος, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του Κυλλήνιου κόλπου, αυτή ήταν η παραλία των παιδικών χρόνων και της εφηβείας μας.
Τα καλοκαίρια κατασκηνώναμε οικογενειακώς σε αυτοσχέδιες καλύβες, τραγάτες τις λέγανε, από ψαθί και καλάμια και μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία μέναμε εκεί μέρα και νύχτα.
Υπήρχαν δυο – τρία σπίτια μόνο και αυτά από πρόχειρα υλικά, με λάσπη και τσατμά, το ένα το είχε κτίσει ο Ντίνος Καρκαβίτσας, μες στις δάφνες πνιγμένο. Και στο πίσω μέρος του οικισμού ήταν κτισμένη η εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονος, που ήταν δωρεά του συλλόγου οινοπωλών τη δεκαετία του ΄30.
Σε απόσταση περίπου 300 μέτρων από την παραλία εκτείνονταν μια τεράστια έκταση σάλτσενας. Και βορειότερα βρίσκονταν οι Αλυκές και πιο πέρα η λιμνοθάλασσα του Κοτυχίου, που ήταν τότε ενιαίο παρθένο και αμόλυντο σύνολο.
Το άρωμα της αλμύρας από τη θάλασσα, το ξερό τοπίο με το σκασμένο έδαφος από τον ήλιο του καλοκαιριού, τα πρώτα εφηβικά ξυπνήματα, έμειναν εικόνες και μνήμες ανεξίτηλες της ζωής μας.
Όλη τη μέρα στη θάλασσα, μούλιαζαν τα χέρια μας από τις ατέλειωτες ώρες μέσα στο νερό, αλιεύαμε τα χάβαρα και τα τρώγαμε επί τόπου ζωντανά. Η θάλασσα μακριά είχε το βαθύ γαλάζιο και κοντινά κείνο το φωτεινό πράσινο που έσμιγε με το καφετί της άμμου.
Τα πέλματα ξυπόλυτα ακουμπούσαν στη σκόνη της ξεραμένης γης και τα ρουθούνια δέχονταν την πρωτόγονη μυρωδιά του τοπίου. Βόλτες ασταμάτητα κάτω από τον καυτό ήλιο, από το Μέλισσο ως το Μαλκά και πάλι πίσω, κρυφά να κοιτάζουμε τα κορίτσια της γειτονικής κωμόπολης, στην άλλη πλευρά του οικισμού.
Και στο μυαλό μου έρχεται ξανά η εικόνα από τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού: το μπάνιο κάτω από τον πίδακα με το παγωμένο νερό του αρτεσιανού στην άκρη της παραλίας, το νερό να μυρίζει θειάφι και ν’ ανάβει φωτιά το αέριο που ανέβλυζε μαζί του.
Αργότερα τη δεκαετία του ‘80 κτίστηκε ο «παραθεριστικός» οικισμός που κάλυψε μια μεγαλύτερη έκταση παραλιακή με αυθαίρετα κτίσματα. Η κακογουστιά που θύμιζε γύφτικο μαχαλά. Ο ένας πάνω στον άλλον, κτίσματα με πρόχειρα υλικά και τσιμέντο, τούβλα και ελενίτ, κατασκευές φτιαγμένες στο πόδι τη νύχτα. Χωρίς αποχέτευση, χωρίς κοινόχρηστους χώρους, χωρίς ίχνος αισθητικής.
Πίστεψαν κάποιοι ότι έτσι θα ερχόταν η «λαϊκή οικιστική ανάπτυξη», μα ήλθε μόνο η καταστροφή και η απομάκρυνση της παραλίας από τη ζωή μας. Ύστερα ήλθαν και τα αστικά απόβλητα, τα φυτοφάρμακα και τα λιπάσματα των αγροτικών καλλιεργειών που έπεφταν ανεξέλεγκτα στη θάλασσα.
Κάποιες φορές κοιτάζω παλιές φωτογραφίες, τους ανθρώπους που έφυγαν, είναι εκεί στις αγαπημένες παραλίες της ζωής μας, πρόσωπα συγγενικά να υψώνουν τα ποτήρια τους, να τσουγκρίζουν, να τρώνε νηστήσιμα την καθαρή Δευτέρα ή κάποια άλλη επέτειο και τα μαλλιά τους ατημέλητα να κινούνται στο φύσημα της θαλασσινής αύρας.
Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος