Κάτω από ένα κουνουπίδι
Περπατώντας στους δρόμους των αστικών κέντρων συμβαίνει συχνά να είμαι απορροφημένος στις σκέψεις μου, ενώ φαίνεται σα να χαζεύω. Από μαθητής βάδιζα και σκεφτόμουνα. Μου άρεσε περισσότερο να γυρίζω στις φτωχιές γειτονιές, αλλά και να πηγαίνω κοντά στη θάλασσα. Με αυτόν τον τρόπο, ενδόμυχα ίσως, προσπαθούσα να ελέγξω τον χώρο γύρω μου και να κυριαρχήσω συναισθηματικά σ’ αυτόν.
Περπατάω στο δρόμο που έχει το όνομα της Κλειούς, της μούσας που προστάτευε την επική ποίηση και την ιστορία. Σιγοτραγουδάω το «Κάτω από ένα κουνουπίδι εκαθόταν σαμιαμίδι, εκαθόταν και σκεφτόταν…». Σε μια μονοκατοικία, στον αριθμό 58, έζησε εκεί κάποια χρόνια ο συνθέτης Μάνος Λοΐζος.
Έτυχε να γνωρίζω τον ιδιοκτήτη της οικίας αυτής, έναν πρώην δήμαρχο, που σίγουρα αυτός θα ήξερε καλά την άσχημη οικονομική κατάσταση του συνθέτη. Ίσως και να ήταν η ίδια εποχή που δούλεψε γκαρσόνι για να ζήσει.
Πιο πέρα είναι η πλατεία Παλαμά. Κοιτάζω από μακριά στημένη την προτομή του ποιητή με το ύφος το σκεπτικό και αναρωτιέμαι τι ακριβώς τον συνδέει με αυτόν το χώρο. Στην Πάτρα έβλεπα συχνά το σπίτι που γεννήθηκε. Και θυμάμαι μια φωτογραφία του, σε μια ψυχολογική μελέτη για τη ζωή του, που τον έδειχνε στρουμπουλό και ηδυπαθή, με ενωμένα δυο δεξιά ημισφαίρια της μορφής του.
Βηματίζοντας, απαγγέλω σιωπηρά: «Περδικόστηθη τσιγγάνα, ω μαγεύτρα που μιλείς τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα γλώσσα προσταγής!…..».
Συλλογιέμαι συχνά πόσο άλλαξαν οι πόλεις τα χρόνια που πέρασαν και τι έχει απομείνει από την παλιότερη εποχή. Κάποτε διαλογιζόμουν για τη σχέση του «εγώ» με το περιβάλλον γύρω του και τη βαθύτερη ουσία αυτού του κόσμου. Και μερικές φορές, βυθισμένος στις δικές μου σκέψεις, συνέβαινε να μη βλέπω σχεδόν τίποτα, από τον έξω από εμένα κόσμο.
Τελευταία, στις παρυφές του Υμηττού που βρισκόμουνα, εκεί ανάμεσα Αγ. Παρασκευή -Χολαργό, σκέφτηκα ότι κάποτε θα υπήρξε εποχή που το βουνό δεν θα το έβλεπε κανένα ανθρώπινο μάτι. Μόνο τα αθώα μάτια των πουλιών και των «άγριων» ζώων θα απολάμβαναν τις ομορφιές και θα κρατούσαν αναλλοίωτη την φυσική αρμονία και τάξη.
Και αναρωτήθηκα γιατί το αποκαλούν «τρελό βουνό». Ενώ, εκεί στους δρόμους του βουνού, ήρεμα πρόσωπα επισκεπτών συναντάω, που δεν έχουν σχέση με κάτι το «τρελό» και μόνο με τα αγνά ματάκια των «άγριων» ζώων σε κοιτάζουν.
Σκέφτομαι μήπως, για να καταλάβεις καλύτερα το νόημα αυτού του χαρακτηρισμού, πρέπει να ανέβεις στην κορυφή του ορεινού όγκου. Και από εκεί, βλέποντας όλο το μέγεθος του αστικών οικισμών με τα γκρίζα χρώματα των πολυκατοικιών και τις μικρές νησίδες του πράσινου κάποιων δένδρων, μήπως χάσεις τη λογική σου και τρελαθείς και εσύ σαν το βουνό.
Είναι συνήθως, εκεί που αρχίζει το αστικό περιβάλλον των οικισμών, που αρχίζουν και τα όρια ενός πολέμου μεταξύ τρέλας και λογικής, για τις προτεραιότητες και την αλήθεια των ανθρώπων.
Βλέπεις, εκεί ανάμεσα στον αττικό ουρανό και στη θάλασσα μακριά, δυο αλληλοσυγκρουόμενα συμπλέγματα, κόσμους αντίθετους, που άγρια μάχονται ποιό τελικά θα επικρατήσει.
Σχεδόν καθημερινά, παρατηρώ αυτούς τους οικισμούς, που ιδρύθηκαν τα μεταπολεμικά χρόνια και διακρίνω καθαρά το πως ασφυκτικά περιορίσανε τη ζωή του δάσους. Και βλέπω να «στολίζουν» το δρόμο ή το πάρκο κάποια δένδρα, απομεινάρια άλλης εποχής που γέρνουν σε τοίχους ή μάντρες κουρασμένα και μες στο σκηνικό αυτό συχνά είναι μαζί και πρόσωπα ανθρώπων αγχωμένα, που τρέχουν «δημιουργικά», με βλέμμα έτοιμο για καυγά και φασαρία.
Κι όταν διέρχομαι την πλατεία της Παναγίας της Φανερωμένης, με τον καθεδρικό ναό, όπου οι εσωτερικοί μετανάστες τη δεκαετία του 1960 έστησαν το κέντρο της νέας πόλης, αισθάνομαι ότι πάνω σε εδάφη του αρχέγονου δάσους του Υμηττού περπατάω, που πρώτα είχαν καταστρέψει οι γερμανοί κατακτητές τη σκοτεινή περίοδο του πολέμου.
Αλλά, όσα θανατηφόρα πλήγματα και να έχει δεχτεί, το «τρελό» βουνό παραμένει ζωντανό και δίνει όραμα, ενοποιώντας με τις ανεξάντλητες δυνάμεις του το φυσικό με τον κοινωνικό μας χώρο.
Και το βουνό με το δάσος του είναι κέντρο ενεργειακό, που δεσπόζει σε όλη την περιοχή και μας συνδέει σαν γέφυρα ψυχής με τον κοσμικό ρυθμό και την υπαρξιακή ουσία της ζωής μας.
«Εκεί ψηλά στον Υμηττό υπάρχει κάποιο μυστικό και είναι πώς να σας το πω πολύ μπλεγμένο ομολογώ…» τραγούδησε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος
29/3/2024