ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Δωδεκαετής
Η μπόρα αργά σαν ξέσπασε και γιόμισαν οι λάκκοι,
κι απ’ τα νερά που κελαηδάν κρυφόπινε η ψυχή,
σκυμμένο μες στα χώματα, ξεχάραξε έν’ αυλάκι,
να φεύγει μέσα καθαρή και γάργαρη η βροχή.
Κι ως φάνη ο ήλιος άξαφνα στο χαρωπόν αγέρα
από τη δύση και οι ογροί γελάσαν ουρανοί,
βαθιανασάναν γαλανά και πράσινα όλα ως πέρα,
και με καινούρια, τα πουλιά λαλήσανε, φωνή,
πιάνει και πλάθει τρυφερό πηλόν από το χώμα,
στις δυο του φούχτες ήσυχα, σαν να τανε φωλιά:
μ’ άγια στοργή και τα φτερά, μ’ άγια στοργή το σώμα,
ζυμώνει τότε δώδεκα τριγύρω του, πουλιά…
Αργά φτασμένος ο Ιωσήφ, με σύνεργα στον ώμο,
στη λάσπη βλέπει ανάμεσα σκυμμένο το παιδί,
και με φωνή το επιτιμά σκληρήν από το δρόμο:
“Σήκω γοργά απ’ τα χώματα, μην πάρω το ραβδί!”
Με τη ματιάν ολόφωτη, νοούμενη, χορτάτη,
τονε κοιτάζει ο Ιησούς και δείχνει υπακοή,
μα, πριν σκωθεί απ’ τα χώματα, σκύβει σαν να `λεε κάτι,
κι απ’ την ψυχή του, στον πηλό, δίνει άξαφνα πνοή!
ΠΑΝ
Στα βράχια του έρμου ακρογιαλιού και στης τραχιάς χαλικωσιάς
τη λαύρα,
το μεσημέρι, όμοιο πηγή, δίπλα από κύμα σμάραγδο,
τρέμοντας όλο ανάβρα…
Γαλάζια τριήρη στο βυθόν, ανάμεσα σ’ εαρινούς αφρούς
η Σαλαμίνα,
και της Κινέττας, μέσα μου κατάβαθος ανασασμός,
πεύκα και σκίνα,
Το πέλαγο έσκαγ’ όλο αφρούς και, τιναχτά στον άνεμο,
ασπροβόλα,
την ώρα που τα’ αρίφνητο κοπάδι των σιδέρικων
γιδιών ροβόλα…
Με δυο συρίγματα τραχιά, που κάτουθε το δάχτυλο
απ’ τη γλώσσα
βάνοντας βούιξ’ ο μπιστικός, τα μάζωξ’ όλα στο γιαλό,
κι ας ήταν πεντακόσα!
Κι όλα σταλιάσανε σφιχτά τριγύρ’ απ’ τα κοντόθαμνα
κι απ’ το θυμάρι,
κι ως εσταλιάσανε, γοργά τα γίδια και τον άνθρωπο
το κάρωμα είχε πάρει.
Και πια, στις πέτρες του γιαλού κι απάνου απ’ των σιδέρικων
γιδιών τη λαύρα,
σιγή* κι ως από στρίποδα, μεσ’ απ΄τα κέρατα, γοργός
ο ήλιος καπνος ανάβρα…
Τότε είδαμε – άρχος και ταγός- ο τράγος να σηκώνεται
μονάχος,
βαρύς στο πάτημα κι αργός, να ξεχωρίσει κόβοντας,
κι εκεί όπου βράχος
σφήνα στο κύμα μπαίνοντας στέκει λαμπρό για ξάγναντο
ακρωτήρι,
στην άκρη απάνου να σταθή, που η άχνη διασκορπά τ’ αφρού,
κι ασάλευτος να μείνη,
μ’ ανασκωμένο, αφήνοντας να λάμπουνε τα δόντια του,
τα’ απάνω χείλι,
μέγας κι ορτός, μυρίζοντας το πέλαγο το αφρόκοπο,
ως το δείλι!