Αλίν
Την μέρα που τον είδα πίσω από μια τεράστια τζαμαρία, ένιωσα μέσα μου μια τεράστια έλξη να απλώσω το χέρι μόνο και μόνο ν’ αγγίξω το δέρμα του. Έμοιαζε σαν ένα πράσινο φυτό με λοφίο πίσω από βιτρίνα. Ήταν τόση η μοναξιά μου που δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό, μπήκα μέσα και αγόρασα ένα πράσινο ιγκουάνα. Χωρούσε άνετα σε ένα μικρό κλουβί στο σαλόνι του σπιτιού, στο μπουφέ δίπλα στην τηλεόραση. Είχε τη ζεστασιά του, όλα ρυθμισμένα στις ανάγκες του. Όταν ερχόταν η ώρα να βγει απ’ το κλουβί μ΄ ακολουθούσε κρεμασμένος ποτέ στον έναν ώμο, πότε στον άλλο και πότε στο κεφάλι. Τον άφηνα να κάθεται δίπλα μου και του μιλούσα κιόλας για τις καθημερινές δουλειές μου, τού ΄λεγα τα παράπονα μου ποια ήταν η είδηση της ημέρας και άλλα τέτοια ενημερωτικά. Με άκουγε σιωπηλός. Τις περισσότερες ώρες χωνόταν μέσα στο μάρσιππο, που κρέμονταν από τον λαιμό ή από την πλάτη μου, και ακολουθούσε τους δικούς μου ρυθμούς και στον ύπνο και στον ξύπνιο μου.
Κάθε τόσο μετρούσα το ύψος του, που μεγάλωνε κι όλο μεγάλωνε. Δε χωρούσε πια, ούτε στο μάρσιππο, ούτε στον καναπέ, ούτε στο δωμάτιο. Το κεφάλι του σχεδόν ακουμπούσε στο χαμηλό ταβάνι, με αποτέλεσμα να τρίβεται και να τρώει τον σοβά. Και βέβαια ούτε για κλουβί γινόταν πια λόγος. Μόνο στο μπαλκόνι, που ήταν μπροστά στην κουζίνα, τώρα χωρούσε. Στριμωχτά πάλι κι εκεί, έπαιρνε τις ανάσες του. Με τον καιρό, εξαφανίστηκαν όλες οι γλάστρες, τα λουλούδια, ότι υπήρχε στο μπαλκόνι. Ακόμη, και το τραπέζι με τις μωβ καρέκλες, για να μην σκοντάφτει.. Κι αφού κλαδιά δεν υπήρχαν για αναρρίχηση, η μεγάλη του χαρά ήταν ν΄ ανέβαινε στα κάγκελα, και να περπατά σε μια ευθεία πάνω στην κουπαστή.
Κάθε μεσημέρι που όλοι κοιμούνταν, αντί να ησυχάζει σαν μια κανονική σαύρα, έπαιρνε τους δρόμους και έτρεχα να τον μαζέψω πότε από το ένα μπαλκόνι και πότε από το άλλο. Οι γείτονες βέβαια τον είχαν συμπαθήσει και έβγαιναν συγχρονισμένοι ακριβώς την ώρα που σεργιανούσε στη βεράντα. Ο Αλίν, έτσι τον φώναζα, χαιρόταν να έχει παρέα, αλλιώς δεν μπορώ να το εξηγήσω, αν και μου είχε δείξει πολλάκις την επιθυμία να ζει ανεξάρτητος και να κυκλοφορεί ελεύθερος κάθε φορά που φούσκωνε το σώμα του και ετοιμαζόταν να με μαστιγώσει με την ουρά του αν τύχαινε να του κλείσω τον δρόμο.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να το θεωρήσω απόπειρα αυτοκτονίας, τότε που το έσκασε και πήδησε στον κάτω όροφο, στο μπαλκόνι του απόστρατου της Αεροπορίας. Του κόπηκε η ανάσα του ανθρώπου, μόλις τον αντίκρυσε και ειδοποίησε την πυροσβεστική να έρθει να συλλάβει τον δράκο, που κυκλοφορεί στο μπαλκόνι του.
Τώρα και η δική μου ζωή απλωνόταν σε ένα τεντωμένο σχοινί, γιατί άλλο πια δεν γινόταν να μένουμε μαζί, από κείνο το βράδυ που ξενυχτήσαμε με τον διαχειριστή να τον βρούμε, όταν έκανε ένα βήμα στο κενό και βρέθηκε στον ακάλυπτο.
Την ιδέα μου την έδωσε ένας φίλος που δούλευε στο πάρκο άγριων ζώων.
«Θα έχεις και δωρεάν είσοδο, εάν τον αφήσεις να ζει στο πάρκο» μου είπε μια μέρα που με είδε να γυρίζω φορτωμένος ένα καφάσι φρούτα και λαχανικά από τη λαϊκή.
Η ζωή μου επανήλθε στα φυσιολογικά της. Τα έπιπλα μπήκαν ξανά στη θέση τους, η τηλεόραση συνέχιζε να παίζει ασταμάτητα.
Ευτυχώς και ο Αλίν δεν μένει πια μόνος του, απόκτησε καινούργια παρέα. Κάθε φορά που επισκέπτομαι το πάρκο δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιος είναι ο δικός μου Αλίν. Κάθε φορά βλέπω στο ίδιο κλουβί άλλους δυο, που του μοιάζουν.