Κάθομαι ανακούρκουδα στον παλιό καναπέ με τη φθαρμένη στόφα. Ξεφυλλίζω αργά το βιβλίο με τους απόντες. Δεν έχει γράμματα, ούτε τίτλους. Αυτό μού επιτρέπει να δίνω εγώ ότι τίτλο θέλω. Γυρίζω μια μια τις σελίδες με τη λεπτή διαφάνεια. Κοιτάζω τα πρόσωπα, θυμάμαι τις στιγμές. Ένα κλείσιμο ματιού, ένα πικρό χαμόγελο, μια γκριμάτσα απ’ το φως του ήλιου που πέφτει κατακόρυφα, μια κίνηση του ποδιού, χέρια ψηλά, κορμιά νεανικά, οι τούφες που πετάνε λιγάκι. Με διακόπτει ο ήχος του τηλεφώνου. Δεν απαντώ, μόνο οι απόντες μετράνε αυτή την ώρα. ……..
Χάνω τον λογαριασμό. Έχω μείνει άφωνη, αναζητώ ένα σημάδι του χρόνου. Μυρίζει βανίλια και γαρύφαλλο. Γύρω απ’ ένα μακρόστενο τραπέζι με ένα καλοκαιρινό μπλουζάκι, ασπρόμαυρες αναμνήσεις και καπνός από τσιγάρο. Είμαι εγώ, πλάι στους απείθαρχους απόντες.