Η βάβω και η όρνιθα
Σαν ξημέρωνε, σηκωνόταν πρώτη απ΄ όλους. Στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη, κοιταζόταν κι ένιβε με το ΄να χέρι το πρόσωπό της. Η πετσέτα με τη λέξη «καλημέρα» κεντημένη με τα χρώματα του ήλιου κρεμόταν απάνω σ’ ένα καρφί στον τοίχο δίπλα στον σκουριασμένο καθρέφτη. Την είχε κεντήσει με βελονιά, που δεν την έφτανε η καλύτερη κεντήστρα. Τα δάχτυλα της είχαν τώρα στραβώσει απ’ την αρθρίτιδα και την πόναγαν «Αχ,αχ» έκανε σα γύριζε με τη ξύλινη κουτάλα το φαγητό στην κατσαρόλα.
Η πρώτη της δουλειά ήταν να σαρώσει την αυλίτσα με τις τσίγκινες γλάστρες, όπου μεγάλωναν γαρδένιες και ντάλιες.
Τις πότιζε προσεχτικά και με φειδώ μη πέσει παραπάνω το νερό, και σαποκολιάσουν. Τις ξεπάτωνε τότε και φύτευε καινούριες ρίζες, πιο γερές κι όσο κρατήσουν. Έβαζε και στο κρυστάλλινο βάζο που στεκόταν πάνω στο αρμάρι.
Της άρεσε λέει, που μιλούσε στα λουλούδια και είχε με κάτι ν΄ ασχολείται. Τα λουλούδια και οι κότες.
Κάθε Πάσχα γέμιζε την αυλή με κλωσόπουλα. «Ως το καλοκαίρι που θα ξανάρθετε» έλεγε, «θα κάνουν κρέας». Το τελευταίο καλοκαίρι έπεσε αφόρητη ζέστη, δεν έμεινε κοτόπουλο για κοτόπουλο ζωντανό. Ένα ένα έπεφταν ξερά, κι η βάβω πήγαινε να σκάσει από στενοχώρια.
Μόνη παρηγοριά μια άσπρη πουλάδα, που κατάφερε να τη γλιτώσει. Την έμπασε στο σπίτι που είχε δροσιά. Την κοίμιζε μέσα σ’ ένα πορτοκαλί, σιδερένιο μπαούλο. Το άφηνε ανοιχτό, προς τη μεριά που ήταν το παράθυρο. Άνοιγε το πρωί, διάπλατα τα παραθυρόφυλλα και μ’ ένα πέταγμα η όρνιθα στεκόταν στο περβάζι, κουτσούλαε, και πάλι στο πάτωμα, όπου δροσιζόταν. Η βάβω, της μιλούσε κιόλας, την έβγαζε στην αυλή να μαζέψει κανα σπόρο και τη φώναζε όταν ερχόταν η ώρα να κουρνιάσει, “πουλ πουλ κότα μ” και άλλα τέτοια, που την έκαναν να νιώθει ζωντανή.
Της έλεγε παράπονα για την κόρη της, που είχε μέρες να φανεί. Τη δικαιολογούσε βέβαια, πως δεν αδειάζει, αλλά και σαν ερχόταν να τη δει, δε προλάβαινε να τη χορτάσει, γιατί έπαιρνε τους δρόμους και γύριζε όλες τις πόρτες, πότε στη μια πότε στην άλλη γειτόνισσα. Η κότα καθόταν αμέριμνα στην ψάθινη καρέκλα απέναντι της και άκουε.
Μια μέρα γέννησε 5-6 αυγά. Από κείνη την ώρα κλωσούσε χωρίς ούτε ένα διάλειμμα . Η βάβω δεν άφηνε κανένα να πειράξει την κλώσα. Δεν την ένοιαζε πια τίποτα. Τώρα θα μεγάλωνε η παρέα, με τόσα ζωντανά τριγύρω θα περνούσε ζωή και κότα.