You are currently viewing Άννα Πετρίδου: Το κάρο

Άννα Πετρίδου: Το κάρο

Το κάρο

 

Αισθανόταν μια τρεμούλα στα πόδια της , άμα τον έβλεπε από μακριά. Όταν την αγκάλιασε πρώτη φορά στο κάρο που μετέφερε το σανό στο σπίτι τους, ένιωσε ένα ρίγος σε όλο της της το κορμί. Τον είχε δει πώς τη γλυκοκοίταζε όλο τον καιρό από τα πέρυσι. Ο Στάθης δεν κρατιόταν. Έκαιγε, όπως τότε που αρρώσταινε με τα κουνούπια και ανέβαζε πυρετό. Οι μυς του τεντώνονταν, και το κορμί του ανατρίχιαζε… και το άλλο … το άλλο που φούσκωνε πίσω απ’ το φερμουάρ του …τα μαρτυρούσε όλα.  Ο Στάθης μπαινόβγαινε ελεύθερα στο σπίτι τους. Πότε κουβαλούσε ξύλα, πότε πραμάτειες από την πόλη με το κάρο του. Οι δυο τους αντάλλασσαν ματιές και χειρονομίες. Ενώ, οι υπόλοιποι συνέχιζαν τις δουλειές τους σαν να μη υπήρχε σημάδι ότι κάποιο παιχνίδι γινόταν κι ήταν αυτοί οι αόρατοι θεατές. Όμως , δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιχνίδι. Είχε μέσα κρυφές επιθυμίες που λίγο από περιέργεια , λίγο από ένστικτο γινόταν ερωτική πράξη κάθε τόσο. Ο άντρας της Αργυρώς έλειπε τον περισσότερο καιρό στα χτήματα ή πήγαινε στο διπλανό χωριό για εξωτερικές δουλειές. Ακόμη κι όταν ήταν στο σπίτι, δεν έχαναν την ευκαιρία. Πότε στο υπόγειο, πότε στην αποθήκη κάτω από την σκάλα ο Στάθης ξεμονάχιαζε την Αργυρώ και αυτό που ακολουθούσε τους άναβε και τους δυο όπως τη φωτιά κοντά στ’ άχυρα. Ο Στάθης μια μέρα είπε στην Αργυρώ :« Ή παρατάς τον άντρας σου κι έρχεσαι μαζί μου ή φεύγω και δεν θα με ξαναδείς ποτέ».

-Μην πας, δεν θα σου βγει σε καλό, της είπε η αδερφή της όταν έμαθε την ιστορία. Δεν την άκουσε. Ο Θύμιος θα έλειπε στο διπλανό χωριό.                                                                        -Να πας στη μάνα σου, της είπε. Να μην σκιάζεσαι τα βράδια.

Έβαλε αποφασισμένη στη μπλε βαλίτσα λίγα ρούχα, τύλιξε μια πετσέτα στο λαιμό της και τράβηξε κατά τον κάμπο. Ήταν μεσημέρι, κατακαλόκαιρο. Πέρασε μέσα από τα σταροχώραφα. Ένιωθε τα στήθια της να ανεβοκατεβαίνουν· ιδρώτας και δίψα. Σκούπιζε το πρόσωπό της και προχωρούσε. Ήταν η πρώτη φορά που αποφάσιζε μόνη αυτή για τον εαυτό της. Στο μυαλό της γύριζαν τα λόγια της αδερφής της. «Μην πας μαζί του. Έχεις του κόσμου τα καλά. Ο Θύμιος σε έχει στα όπα όπα. Τι περιμένεις από δαύτον; Τη ζωή σου θα χαραμίσεις. Αυτός δεν ανοίγει την πόρτα του σε κανένα, ούτε καλά καλά να μπει ο ήλιος».

Όσο προχωρούσε είχαν ανάψει τα πόδια της από τα στάχυα και τη ζέστη. Kοντοστάθηκε. Άφησε κάτω τη βαλίτσα. Το βλέμμα της έπεσε σ’ ένα κόκκινο κορδελάκι, σημάδι από την τελευταία επίσκεψη με τον Θύμιο στην πόλη, με το υπεραστικό. Κοίταξε με αμφιβολία. Γύρω της δεν ακούγονταν τίποτα. Ερημιά. Έκανε μερικά βήματα/ δίσταζε τώρα περισσότερο. Συνέχιζε …έφτασε στο σημείο που της είχε πει ο Στάθης. Η ώρα περνούσε …Κοίταξε αριστερά και δεξιά με αγωνία. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Τα μάτια της την έτσουζαν. Οι ώμοι της βάρυναν. Της φάνηκε ασήκωτη η βαλίτσα που κρατούσε στο χέρι. Την έσυρε πίσω της Γύρισε στο σπίτι. Κλείστηκε στο δωμάτιο. Άδειασε τη βαλίτσα στο πάτωμα και ξάπλωσε γυμνή στο κρεβάτι. Χαϊδεύτηκε μόνη της, χωρίς άλλη ικανοποίηση.

Ο Στάθης ήταν άφαντος μέρες. Μετά από μια εβδομάδα τον ξαναείδε με το κάρο στον δρόμο. Δίπλα του κάθονταν η Μαρίκα, η γυναίκα του φούρναρη. Και απ’ την άλλη μεριά η Κατίνα του χασάπη. Και από πίσω ένα κάρο πραμάτειες. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Τώρα η κάψα που την έκαιγε είχε μετατραπεί σε κεραυνό.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.