Οι μεγάλοι έφευγαν πρωί-πρωί για τα κτήματα και γύριζαν αργά, μετά τη δύση του ήλιου.
Η γιαγιά έμεινε με τα παιδιά στο σπίτι.
Δυο του μεγάλου γιου, τρία της θυγατέρας και ένα του παραγιού γίνονταν έξι, ζωή να έχουν.
Μισή ντουζίνα παιδιά γίνονται ζάφτι; Τους μιλούσε συχνά για νεράιδες, δράκους και ξωτικά.
Ώρες ώρες όμως σαν έβλεπε τα σκούρα, τότε που άρχιζε ο πόλεμος με τις φωνές και τις χειρονομίες έπαιρνε τη μαύρη πατατούκα του παππού, τη μαγκούρα του και μία μεγάλη μαύρη ομπρέλα και γλιστρούσε σαν σκιά έξω στην αυλή.
Όταν δυνάμωναν από μέσα οι αψιμαχίες εμφανιζόταν σαν αέρας που φυσούσε δυνατά στην πόρτα και χτυπούσε ρυθμικά το μπαστούνι στην τζαμόπορτα τόσο όσο χρειαζόταν να ξυπνήσει ο φόβος και να σωπάσουν τα πνεύματα.
Είχε σκαρφιστεί και ένα ποίημα.
Έβαζε το μαντίλι της μπροστά στο στόμα και έλεγε
«Ου, ου, ου έρχεται ένας δράκος
με τις ποδαρούκλες του
και τις άσπρες μπούκλες του»
Ο Κωστής ο μικρότερος εγγονός φώναξε ένα μεσημέρι τα άλλα παιδιά να δούνε τα αυγά που γέννησε η κόκκινη κότα, κάτω από την κληματαριά ανάμεσα στα ξερά χόρτα.
-Δεν είναι της κότας τα αυγά, είπε ο Νικήτας.
Δεν βλέπετε πόσο λεπτά είναι;
Ο Κωστής βούλιαξε το δείκτη του αριστερού του χεριού στο ένα αυγό που βρισκόταν άκρη άκρη.
-Μη,θα βγει ο δράκος, είπε γελώντας ο Νικήτας.
Δεν υπάρχουν δράκοι. Αυτά είναι για τα μικρά παιδιά είπε ο Αποστόλης ξεφυσώντας.
Μετά από μερικές εβδομάδες ο Κωστής έτρεχε πέρα-δώθε στο κοτέτσι και έσερνε δεμένο σ’ ένα σχοινί κάτι που έμοιαζε με κομμένη σαμπρέλα ποδηλάτου.
-Κάντε στην άκρη, θα πατήσετε το δράκο μου!
– Μα αυτό είναι φίδι, είπε η Δανάη. Έχει δηλητήριο .
-Είναι δράκος και είναι φίλος μου, είπε ο Κωστής
Όταν άνοιγε η γιαγιά την πόρτα να βγει ο παππούς ο δράκος κρεμόταν στο δοκάρι της πόρτας. Άλλες φορές, όταν άνοιγε η γιαγιά το συρτάρι να πάρει τα πιρούνια και τα κουτάλια το ΄βρισκε κουλουριασμένο.
-Αν δεν μαζέψεις το φίδι θα το κάνω σούπα στην κατσαρόλα, έλεγε η γιαγιά και τίναζε τα χέρια της πάνω κάτω θέλοντας
ν’ απαλλαχτεί από αυτό.
Πολλές φορές περνούσε τη νύχτα πάνω από τα ντουλάπια, κατέβαινε και τρύπωνε κάτω από το κρεβάτι του παππού και της γιαγιάς. Άλλοτε, τον έβρισκαν τυλιγμένο γύρω από το πόδι της καρέκλας να γλύφει την πατούσα της Ελενίτσας, που ξεφώνιζε τόσο δυνατά σαν να την έτρωγε οχιά.
Η γιαγιά για να μην έχει γκρίνιες άρπαξε μία μέρα τον δράκο του Κωστή και τον έριξε σε ένα βαρέλι που ήταν παρατημένο στην άκρη της αυλής.
Ο Κωστής έκλαιγε τρία μερόνυχτα, ώσπου η γιαγιά τού το φανέρωσε. Από τότε άρχισαν να κρύβονται και οι δυο τους
στον στάβλο.
Σε μια κασέλα που ήταν στην αποθήκη με τα ζώα και τα σανά
ο Κωστής τον άφηνε, και πήγαινε όποτε ήθελε παρέα. Όταν εκείνος πλησίαζε ο δράκος σηκωνόταν κι έβγαινε απ’ την κασέλα και κάθονταν μαζί ώσπου να εμφανιστεί κάποιος από απ’ το σπίτι ή ν’ άκουστεί άλλος θόρυβος. Τότε αυτός γύριζε και χωνόταν βαθιά στην κασέλα, ώσπου να πεις κίμινο.
Το απόγευμα μερικές φορές όταν τελείωνε τις δουλειές στο σπίτι γλιστρούσε πάλι στο στάβλο και έκλεινε την πόρτα με ένα βαρύ σύρτη.
Ο Κωστής προσπαθούσε να εκπαιδεύσει τον δράκο του να τυλίγεται και να ξετυλίγεται, πότε τυλίγοντας τον στη μέση του σαν ζώνη ή γύρω από το λαιμό του σαν φουλάρι ή ακόμη ακόμη στα χέρια του όπου τυλιγόταν μέχρι τον αγκώνα.
Άλλοτε, έβγαινε από την κασέλα, όταν όλοι ήταν στο σπίτι και χωνόταν ανάμεσα στα μαστάρια της αγελάδας. Όσο κι αν μουκάνιζε αυτή κάνεις δεν έδινε σημασία. Αφού την παίδευε μέχρι θανάτου γύριζε πάλι στην κασέλα και ησύχαζε.
Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι όσο μεγάλωνε άλλαζε εμφάνιση: είχε αποκτήσει δύο μικρά κέρατα στο πάνω μέρος του κεφαλιού και στην πλάτη του μία σκληρή μεμβράνη που έμοιαζε με ανοιχτά πόδια βατράχου.
Η γιαγιά μπαινόβγαινε να ταΐσει και να ποτίσει τα ζώα. Κουβαλούσε ένα κουβά νερό και πηγαινοερχόταν δυο-τρεις φορές ως τη βρύση. Εκείνη τη φορά δεν πρόλαβε να χωθεί στην κασέλα και η γιαγιά του πάτησε την ουρά.
Κροτάλισε δίπλα της και πριν καταλάβει η γιαγιά τι συμβαίνει σηκώθηκε και τη δάγκωσε στο λαιμό κάτω από το αριστερό αυτί. Ο Κωστής τη βρήκε λιπόθυμη ανάμεσα στα άχυρα και τον κουβά αναποδογυρισμένο. Δεν πρόλαβε να πει κουβέντα όση ώρα περίμεναν το ασθενοφόρο. Ο δράκος έβγαλε δυνατή κραυγή και σηκώθηκε μέχρι το ταβάνι.
Ο Νικήτας όρμησε να δει τι γινόταν στο στάβλο και μόλις
που πρόλαβε να ακούσει ένα σφύριγμα στην άκρη δίπλα στην πόρτα. Η γιαγιά πια δεν ανέπνεε. Το πρόσωπό της ήταν μελανιασμένο και δίπλα της ακριβώς το πουκάμισο του δράκου.
-Να το κρατήσουμε, φέρνει γούρι. Το ’χε πει κι ο παππούς σε μια συζήτηση, έκρινε ο Νικήτας.