Μπροστά πηγαίνουν οι συγγενείς με βήμα αργό. Τέσσερις άντρες με τις παλάμες τους ακουμπούν την κάσα, που στηρίζεται στους ώμους τους. Ακούγεται ένα σύρσιμο από τα βήματα. Με το χέρι απλωμένο βαδίζω μαζί με τους άλλους. Σταματώ και γυρίζω τον κορμό 45 μοίρες.
«Λίγα σέντσια, λίγα σέντσια σας παρακαλώ. Να πάρω κάτι κι εγώ να φάω.» Περπατώ και κλαψουρίζω. «Σας ικετεύω λίγα πεντάλεπτα, κυριούλη» απευθύνομαι σ’ έναν ψηλόλιγνο άντρα με μαύρη μπλούζα. Ο άντρας σταματά , βγάζει από την αριστερή τσέπη το πορτοφόλι, το ανοίγει και τραβά ένα κέρμα με τ ακροδάχτυλα του και μου το δίνει. Σηκώνω το πηγούνι κοιτώντας τον στα μάτια και κλείνοντάς του τον δρόμο λέω κλαψουρίζοντας. «Ευχαριστώ πάρα πολύ …λίγα σεντσια ακόμη, θέλω να πάρω ένα κοτόπουλο, να το κόψω στα τέσσερα να φτιάχνω σουπίτσα». Ο άντρας λέει με σιγανή φωνή να σταματήσω το κλαψούρισμα, καλύπτοντας με το δεξί χέρι τη μύτη και το στόμα. Κάνει μερικά βήματα πίσω, σταματά, βγάζει ακόμη ένα κέρμα και το χώνει στις χούφτες μου. Βάζω το κέρμα στη δεξιά τσέπη του σακακιού, που κρέμεται ως το γόνατο και προχωρώ προς τα εμπρός. Το λάστιχο που έχω δέσει την κοτσίδα απ ΄τα μαλλιά μου γλιστρά και πέφτει στο έδαφος. Κάποιος περνώντας το πατά. Έχω τώρα μια θλίψη μεγαλύτερη από τους άλλους. Παρατηρώ ότι οι νεκροθάφτες βγάζουν το καπάκι. Κάνω μερικά βήματα ακολουθώντας την πομπή. Ακουμπώ μια γυναίκα στο μπράτσο καθώς προχωράμε, που τινάζεται και παραπατά. Κλαψουρίζω πιο έντονα και την κοιτάζω. Γυρίζω τον κορμό προς την πλευρά της με προτεταμένα τα χέρια και η μία παλάμη ακουμπά πάνω στην άλλη.
«Τι κάνεις τώρα εδώ;» λέει ο υπεύθυνος για την ταφή και κινείται προς το μέρος μου. «Λίγα σέντσια κυριούλη» απαντώ κανονικά. Κάποιοι μετακινούνται αριστερά και δεξιά κι αφήνουν τον χώρο γύρω μου άδειο. «Φύγε, πάρε δρόμο τώρα, άκουσες τι σου είπα;»
Γυρνώ προς την αντίθετη κατεύθυνση προφέροντας πιο γρήγορα «Λίγα σέντσια, λίγα σέντσια σας παρακαλώ». «Ακόμη εδώ είσαι φωνάζει πιο αγριεμένα ο υπεύθυνος και τοποθετεί ένα κατάλευκο μαντήλι με την παλάμη του μπροστά στη μύτη του. «Λίγα σέντσια σας παρακαλώ, δε με αφήνει πια κι αυτός …»
Κοιτάζω την κάσα μέσα στον λάκκο, οι άντρες τραβούν τα σχοινιά . Περνούν ένας ένας γύρω από τον λάκκο και ρίχνουν ένα λευκό τριαντάφυλλο. Σκύβω και ακουμπώ με τις χούφτες το χώμα. Ένα σεντ κυλάει μέσα στο λάκκο.
«Μπορείτε να το πιάσετε…μη…σταθείτε…. μη ρίχνετε άλλο χώμα…το σεντ».