Μια μυρωδιά από βρεγμένο χώμα και άχυρο ερχόταν από την ανοιχτή είσοδο. Καθίσαμε στη δεύτερη σειρά, όχι πολύ μακριά από την κυκλική σκηνή του τσίρκου. Ξεχύθηκαν στην σκηνή τρία βαρβάτα άλογα κι άλλοι τρεις αναβάτες, ένας άντρας και δύο γυναίκες. Κρατιόνταν στο ένα χέρι του αναβάτη με τα κολλητά ρούχα κι ανεβοκατέβαιναν στ’ άλογα, πότε η μια πότε η άλλη, πότε και οι δυο μαζί.
Έβλεπες στα κορμιά τους τόση ευλυγισία, που νόμιζες ότι δεν είχαν κόκκαλα κάτω από το δέρμα τους, αλλά ήταν φτιαγμένοι από λάστιχο. Ανεβοκατέβαιναν στα άλογα που δεν πήραν ανάσα, όση ώρα τα υποχρέωναν με το καμουτσίκι να στριφογυρίζουν, και σου ερχόταν ίλιγγος από τις στροφές και τ’ αναποδογυρίσματα.
Οι ακροβάτισσες σαλτούσαν πάνω στην ράχη των αλόγων εναλλάξ, καθώς κάλπαζαν ασταμάτητα ένα γύρω μπροστά στα μάτια των θαμώνων. Η μαμά κοιτούσε αποσβολωμένη. Την προσοχή της απέσπασε ο μικρός μου αδερφός, που είχε φύγει απ’ τη θέση του και βρισκόταν μπροστά στη σκηνή κοιτώντας το θέαμα με έκπληκτα μάτια. Η μαμά γλίστρησε δίπλα, χωρίς να του φωνάξει, όπως συνήθιζε και με την άκρη των ματιών της παρακολουθούσε όλο αυτόν τον κύκλο που άνοιγε κι έκλεινε μπροστά της και της μαγνήτιζε το βλέμμα.
Ένιωσε ένα χέρι κάτω απ’το στήθος της, καθώς την άρπαξε ο άντρας που στεκόταν με τα δυο του πόδια σε διάσταση σαν ανοιχτή σκάλα που στηρίζεται στην πλάτη των δυο αλόγων και κρατώντας σφιχτά όλα τα ηνία . Η μαμά έχασε τη μιλιά της, αφέθηκε όμως. Η μαμά έκανε να πέσει γλιστρώντας από το αριστερό πόδι, όμως ο άντρας την τράβηξε και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις και την ανέβασε στην πλάτη του. Η μαμά ένιωθε να γυρίζουν τα σωθικά της, όμως σφίχτηκε γερά με τα πόδια γύρω από τη μέση του ακροβάτη με τ’ άλογα. Το κοινό αποθέωνε όλες τις στιγμές. Μόνο ο μικρός μου αδελφός είχε κλειστά τα μάτια με τις παλάμες του κι έτρεμε σαν το φύλλο και παρακαλούσε τον Θεό να φέρει πίσω τη μαμά. Έτρεμε κι η μαμά, αλλά κρατιόταν και παρακαλούσε όλους τους αγίους που ήξερε να πατήσει ξανά τα πόδια της στη γη.
Ο άντρας έσκυβε κι έδινε κάθε τόσο λίγη ζαχαρίτσα στο άλογα που είχαν αρχίσει να κουράζονται από το τρεχαλητό. Την τελευταία ζαχαρίτσα, την έδωσε στη μαμά, που μετρούσε μέσα της τα τελευταία δευτερόλεπτα. Στο τέλος της διαδρομής το κοινό ξέσπασε σε κραυγές θριάμβου, όση ώρα η μαμά ήταν στα χέρια του ακροβάτη. Όταν πάτησε στο έδαφος υποκλίθηκε βαθιά μαζί με τους άλλους ακροβάτες.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε Κυριακή η μαμά αλλάζει ρούχα και φοράει ένα μαύρο κορμάκι με άσπρο γιακά κόκκινο παπιγιόν και στα πόδια διχτυωτό καλσόν και γραμμή για το τσίρκο. Έχει κι ένα σακουλάκι ζαχαρίτσες για τα άλογα. Έχει γίνει ευλύγιστη όχι τόσο όσο οι ακροβάτισσες, αλλά απολαμβάνει να καλωσορίζει τον κόσμο που έρχεται από νωρίς να δει την παράσταση.