Στη Λάρα
Ήταν μια φορά ένας σκύλος μπλε. Τελείως μπλε. Από τα τρυφερά του αφτιά ως τη μακριά ουρά του. Μπλε όπως μια σταγόνα μελάνι, γιατί κι αυτές οι κόρες των ματιών του ήταν στο χρώμα του ουρανού. Όσο για τη γλώσσα του, είχε κι αυτή γίνει, σαν με λουλάκι, μπλε.
Αυτό το χρώμα όμως έφερε όλη τη δυστυχία του. Πράγματι, από τότε που ήταν κουταβάκι τον κυνηγούσαν παντού. Είχε, ωστόσο, γεννηθεί στην εξοχή, μέσα στην αυλή μιας φάρμας. Μόλις όμως είχε αρχίσει να τρέφεται μοναχός του, η μάνα του τον εγκατέλειψε άσπλαχνα. Έμεινε τότε μόνος, ολομόναχος. Γι’ αυτό και έφυγε με το κεφάλι κάτω, την άθλια μπλε γλώσσα του να κρέμεται από το στόμα του και τα γαλάζια του μάτια – ήδη κουρασμένα ν’ αντικρίζουν έναν κόσμο εχθρικό – λυπημένα και χαμηλωμένα κάτω στον δρόμο, τον μόνο του φίλο.
Μια μέρα το χιόνι έπεφτε πυκνό. Αυτή η μέρα – ποιος θα το πίστευε; –ήταν η πιο σημαντική στη ζωή του σκύλου. Τρέμοντας, παγωμένος και βαθιά θλιμμένος, γρατζούνισε μια πόρτα, δυο πόρτες, τρεις πόρτες. Και οι τρεις, η μία μετά την άλλη, του έμειναν κλειστές μπροστά στη μύτη του, αυτή την άθλια μύτη που πάγωνε χωρίς ν’ αλλάξει το χρώμα της. Τότε μαζεύτηκε στη γωνιά του δρόμου πολύ βρόμικος, πολύ θλιμμένος. Περίμενε τον θάνατο κι ένιωθε το χιόνι να πέφτει σαν βαμβάκι επάνω του, σιωπηλό, θλιβερό, κάτασπρο.
Ένα μικρό κορίτσι που πέρναγε με τη γκουβερνάντα του είπε: « Α! να ένας κακόμοιρος, άσπρος σκύλος!». Στην αρχή πίστεψε πως δεν κατάλαβε καλά. « Να είπε άσπρος ή μπλε; » αναρωτήθηκε. « Κι αν είπε άσπρος; » Σε μια τελευταία προσπάθεια έσκυψε απότομα το κεφάλι του στα πόδια του και τα είδε σκεπασμένα από τ’ άσπρο κι ανάλαφρο χιόνι. Ευτυχία μεγάλη ένιωσε να τον πλημμυρίζει ολόκληρο. Μια μικρή φλόγα – η πρώτη κι η τελευταία της ζωής του – χόρεψε ξαφνικά μες στην καρδιά του μπλε σκύλου. Και πέθανε έτσι: άσπρος μέσα στο χιόνι το άσπρο που έκρυβε το μπλε κάτω απ’αυτό. Πέθανε ευτυχισμένος και άσπρος, αφού έζησε θλιβερός και μπλε.