Γη, γη
στριφογυρίζεις στο καρουζέλ σου
προς τον αφανισμό
μέχρι τις ρίζες σου
κάνεις τους ωκεανούς σάλτσα παχιά
σαπίζεις στις σπηλιές σου
γίνεσαι αφοδευτήριο.
Τα δέντρα σου καρέκλες παραμορφωμένες.
Τα λουλούδια σου γογγύζουν στους καθρέφτες τους
και κλαίνε για έναν ήλιο δίχως μάσκα.
Τα σύννεφά σου φορούν λευκά
επιχειρώντας να γίνουνε καλόγριες
στον ουρανό να ψάλλουν ύμνους.
Κίτρινος ο ουρανός από τον ίκτερό του
και στα ποτάμια χύνονται οι φλέβες του
όπου τα ψάρια σκύβουν
μαλλιά να καταπιούν και μάτια κατσικιών.
Συνολικά, θα έλεγα
ο κόσμος πνίγεται
και κάθε βράδυ στο κρεβάτι μου εγώ
ακούω τα είκοσι παπούτσια μου
να συζητούν γι αυτό.
Και η σελήνη
κάτω απ’ τη σκούρα της καλύπτρα
από τον ουρανό γλιστράει κάθε βράδυ
με το κόκκινό της στόμα που πεινά
για να βυζάξει τις πληγές μου .