Θα ξεκινήσω με ένα ποίημα που περιγράφει τι είδους ποιήτρια είμαι, τι είδους γυναίκα είμαι, οπότε, εάν δεν σας αρέσει, μπορείτε να φύγετε πριν συνεχίσω.
Μ’ αυτήν τη φράση ξεκινούσε πάντα τις δημόσιες αναγνώσεις της η Αν Σέξτον. Καθόταν στο κέντρο του αμφιθεάτρου, έβγαζε τα παπούτσια της, άναβε ένα τσιγάρο και άρχιζε:
Βγήκα, δαιμονισμένη μάγισσα / στοιχειώνοντας τον μαύρο αέρα, πιο τολμηρή τη νύχτα […] / Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι ακριβώς γυναίκα. / Έχω υπάρξει ον του είδους της.
Πράγματι, η Αν Σέξτον, μια από τις σπουδαιότερες διεθνώς ποιητικές φωνές της εποχής μας, έγραφε ως χθόνιο και ουράνιο ον – δηλαδή ακριβώς ως κάποιου αρχετυπικού είδους άνθρωπος-γυναίκα.
Ένα ποίημα πρέπει να λειτουργεί σαν τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας, πίστευε.
Κι αυτό ακριβώς καταφέρνουν να κάνουν τα ποιήματά της: αντλούν από τα σκοτεινά άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, από τον τρόμο των ενοχών της παιδικής ηλικίας, από τα πάθη του κορμιού, είναι πολύ προσωπικά, πολύ «σωματικά», αλλά –πράγμα σπάνιο και σπουδαίο– καταφέρνουν να απευθύνονται άμεσα στο σπλαγχνικό υποσυνείδητο του αναγνώστη και να τον συγκλονίζουν.