Όταν ο πειρασμός της γραφής – έμπνευση κυκλώνει την Αριστούλα Δάλλη τότε αποτυπώνεται στο χαρτί το έργο της και μας παρασύρει με τρόπο μαγικό σε κόσμο φανταστικό.
Στο διήγημα της συλλογής «πως γράφεται ένα ποίημα», η Αριστούλα Δάλλη εξομολογείται (με αρσενικό υποκείμενο) ότι γι΄αυτήν η έμπνευση είναι κάτι σαν φίδι, κάτι σαν πουλί, που από την μια σέρνεται στα μαύρα έγκατα της ψυχής κι από την άλλη φτερουγίζει μέσα στην καθαρότητα του φωτός.
Η Αριστούλα γράφει: Τα βράδια όταν κάθομαι στο γραφείο και ετοιμάζομαι να γράψω, το πλάσμα σέρνεται διακριτικά πάνω στα πόδια μου και κουλουριάζεται μπροστά στη γραφομηχανή μου. Κάποιες φορές μου φαίνεται ότι ακούω περίεργους ήχους να βγαίνουν από μέσα του. Το φίδι προσπαθεί να κυριαρχήσει με όλες τις φολίδες του. Το πουλί τινάζει απεγνωσμένα τα φτερά του. Τότε πονάω και σχίζομαι στα δύο. Το βογγητό μου ξαφνιάζει το πλάσμα. Με το ράμφος του σκορπάει το νέκταρ που έχει ρουφήξει από τα λουλούδια πάνω στο χαρτί.
Έτσι γράφεται ένα ποίημα.
Έτσι εξηγείται λοιπόν ο ονειρικός και εξωτικός χαρακτήρας των διηγημάτων της Δάλλη όπου η έμπνευση παίρνει σάρκα και οστά.
Το δέρμα της Φώκιας
Η λογοτεχνία, επί το πλείστον, έχει ως πυρήνα της, τον λυγμό, το ανθρώπινο δράμα, την οδύνη. Θα αναφερθώ σε δύο Γάλλους ποιητές για να δώσω παραδείγματα.
Ο Andre Breton, υπερρεαλιστής, στο ποίημα του «Το είναι», λέει: «Γνωρίζω την απελπισία στις γενικές γραμμές. Απελπίζομαι με την κάμψη της μέρας κατά τις τέσσερις, απελπίζομαι με το διάπλατο του ουρανού προς τα μεσάνυχτα, απελπίζομαι με το τσιγάρο των καταδικασμένων…» Όλα αυτά είναι αφορμές για τον μεγάλο λογοτέχνη να αγγίξει το συναίσθημα του αναγνώστη και να του αναθέσει συμμετοχή στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Ο Paul Verlaine, συμβολιστής, έγραψε, σχεδόν παραφραστικά το αποδίδω, «Πέφτουν τα δάκρυα επάνω στην καρδιά μου όπως η βροχή πάνω στην πόλη». Είναι τόσο βαθιά και τρυφερή η λύπη που τον πλημμυρίζει.
Η φόνισσα, η νοσταλγός, η ζωή εν τάφω, το αμάρτημα της μητρός μου και άλλα πολλά συγκλονιστικά αριστουργήματα στηρίχτηκαν στο ανθρώπινο δράμα.
Έτσι λοιπόν και η Αριστούλα Δάλλη μας εισάγει στον κόσμο της ανθρώπινης απόγνωσης και της αγωνίας τοποθετώντας το πρώτο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο «Το δέρμα της φώκιας» να εξελίσσεται στο απέραντο της θάλασσας με τον μυστήριο βυθό της και τις βαθιές σπηλιές της, σκηνικό φόβου και συνδυασμό φωτός και σκότους. Η μικρή, πανέμορφη φώκια μας παραπέμπει σε μια πρώιμα έφηβη κοπελίτσα που δίχως να σκεφτεί τις συνέπειες της πράξης της, γυμνώνεται για να ζήσει την ελευθερία προς αναζήτηση της ηδονής, της χαράς και της ελαφρότητας που δικαιολογεί η ηλικία της. απαλλάσσεται από το δέρμα –ένδυμα που αποτελεί το όριο ανάμεσα στην ίδια και το περιβάλλον και αφού χορέψει, βουτήξει στο γαλάζιο, ικανοποιήσει τις επιθυμίες της αναζητά το ρούχο της που συμβολίζει κι την αποδοχή από τους άλλους. Ψάχνει, δεν το βρίσκει.
Σε μία θαυμάσια εικόνα η Αριστούλα Δάλλη περιγράφει την μαγεία της ελευθερίας χωρίς φραγμό. «Ψάρια πολλά μαζεύτηκαν γύρω της. Άκουγαν γοητευμένα το τραγούδι και με έκθαμβα μάτια έβλεπαν τους ιριδισμούς στο γυμνό κορμί της. Σιγά σιγά άρχισαν να χορεύουν κι αυτά μαζί της. Πόσος χρόνος πέρασε δεν κατάλαβε η μικρή φώκια. Όταν η μαγεία τελείωσε και το φεγγάρι ήταν έτοιμο να αποσυρθεί, γύρισε στο βράχο να φορέσει το δέρμα της για να επιστρέψει στο κοπάδι της. Αλλά αυτό δεν ήταν εκεί».
Απελπίζεται και καταφεύγει ψάχνοντας στην θάλασσα παντού και σε μία σπηλιά της. Στην σπηλιά της ψυχούλας της που την μεταφράζουμε ως την εσωστρέφεια της, την μυστικότητά της και το αναπτυσσόμενο σύστημα των ενοχών που γεννιούνται μέσα της. Το ένδυμα της ενηλικίωσης της μικρής φώκιας-του κοριτσιού το βρίσκουν οι προηγούμενες γενιές θηλυκών και της ανοίγουν τα μάτια εμπρός στην εμπειρία και κατ΄ επέκταση στην παράδοση, γιατί η εμπειρία-παράδοση είναι η σκυτάλη στη ζωή.
Γοητευτική αναφορά στο θαύμα που ανοίγεται εμπρός στο δίπολο φώκια-μικρό κορίτσι και τον πόθο του αγνώστου μέλλοντος. Το ακατέργαστο ένστικτο και η λαχτάρα ικανοποίησης των αισθήσεων. Η Αριστούλα Δάλλη συλλαμβάνει μέσα στο πλαίσιο της ευρηματικής εικονοπλασίας την οδύνη του αδιεξόδου αυτού του πλάσματος και εκφράζει τον λυγμό του νεαρού της ηλικίας. Γράφει: «Ο πόνος για την απώλεια του δέρματος ήταν τόσο καυτός που ανέβασε την θερμοκρασία της θάλασσας και τα ψάρια εξατμίστηκαν. Το μολυσμένο νερό έγινε κατάμαυρο, γεμάτο δίνες έτοιμο να την καταπιεί».
Το διήγημα εξελίσσεται μέσω υπέροχων εικόνων και ώριμης χρήσης της γλώσσας. Δεμένοι κι εμείς στην πέννα της Αριστούλας Δάλλη την ακολουθούμε στο ταξίδι της στα διηγήματα της.
Η συγγραφέας γνωρίζει καλά το ανθρώπινο σώμα αλλά και την ανθρώπινη ψυχή, ας μην ξεχνάμε την επαγγελματική της δραστηριότητα, έτσι την εμπιστευόμαστε ως οδηγό μας στους δρόμους που διανύουμε μέσα στους χαρακτήρες των ηρώων της.
Ο Paul Bourget, Γάλλος δοκιμιογράφος γράφει: «Όταν εξετάζουμε την ανάπτυξη ενός καλλιτέχνη δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ το εξής: «Το ζήτημα της αισθητικής είναι ζήτημα ευαισθησίας. Ο τρόπος του γράφειν είναι τρόπος του αισθάνεσθαι και σε κάθε εξέλιξη στη φόρμα αντιστοιχεί και μία εξέλιξη στην καρδιά. Αυτό συμβαίνει γιατί καθώς από την μια εξελίσσεται ο εσωτερικός άνθρωπος, εξελίσσεται από την άλλη και η έκφραση του».
Προκύπτει, λοιπόν, ότι υπάρχει μια φιλοσοφία ζωής πίσω από κάθε φιλοσοφία λογοτεχνικής σύνθεσης.
Ασχοληθήκαμε αρκετά με το πρώτο διήγημα καθώς αυτό στιγματίζει όλη τη συλλογή όπου η ονειρική, φαντασιακή ατμόσφαιρα επικρατεί και σαγηνεύει τον αναγνώστη.
Διακριτικά τα ποιητικά στοιχεία, χρώμα, μουσικότητα, ευαισθησία. Υπάρχει η εντύπωση ότι παντού αντανακλούν καθρέφτες όπου αποτυπώνονται θετικά και αρνητικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Την αποψινή βραδιά θα μπορούσαμε να την αφηγηθούμε αλλά όχι να την διηγηθούμε. Δεν έχουμε ήρωες και πράξεις προς ανίχνευση, δεν υπάρχει το τέλος της έκπληξης. Δεν έχουμε συγκεκριμένο γεγονός γύρω από το οποίο θα πλέξουμε κείμενο. Αυτό συμβαίνει στα κείμενα της Αριστούλας Δάλλη.
Φαντασία, παραλληλισμοί, μεταφορές, ποιητικά στοιχεία που διατρέχουν την πεζογραφία της.
Η πρόθεση διά συν το ρήμα ηγούμαι σημαίνει ότι ελίσσεται στην οδό των γεγονότων συμπαρασύροντάς μας στο ταξίδι της. Η γοητεία της διήγησης αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη.
Η Αριστούλα διατρέχει τους δρόμους των χαρακτήρων της παρατηρώντας την λεπτομέρεια και το βάθος των συναισθημάτων τους.
Η Ινώ, η ηρωίδα του δεύτερου διηγήματος με τον τίτλο «Η σπηλιά», είναι φιγούρα τραγική βγαλμένη από το όνειρο ή από παραμύθι.Το τοπίο συνεχίζεται κι εδώ. Είναι το απέραντο της θάλασσας της οποίας η έκταση συνεπαίρνει την συγγραφέα και εκφράζει ό,τι καλό και κακό προέρχεται απ΄ αυτήν την ρίζα. Η διήγηση προχωρεί γινόμενη έντονη, μέσα από εικόνες καταπληκτικές γεμάτες κίνηση, πολλά πρόσωπα ονειρικά και φαντασιακά με διάθεση εξωπραγματικότητας. Διαβάζουμε: «Με μία κραυγή που ήχησε απόκοσμη ακόμα και στα δικά της αυτιά, φώναξε τον πατέρα της να την σώσει» προ της θυσίας για την οποία την ετοίμαζαν τα παράξενα όντα επάνω στον βωμό.
Η Αριστούλα Δάλλη προετοιμάζει την ασέλγεια ενδεδυμένη με λογοτεχνική δεινότητα. Η φρίκη της απώτατης οδύνης…διαβάζουμε: «Λίγο πριν ο Ζοάν ( θεός στον οποίο θα την θυσίαζαν οι ιέρειες) εισχωρήσει μέσα της, πρόλαβε η Ινώ να δει ότι είχε το πρόσωπο του πατέρα της».
Που αρχίζει το ψέμα και που τελειώνει η αλήθεια!.
Η Αριστούλα μας αφήνει ελεύθερο το πεδίο δράσης, σκέψης και κρίσης. Τα διηγήματα έχουν απρόσμενο τέλος, πράγμα που τους αποδίδει πρόσθετη γοητεία και πληρούν τον όρο της έκπληξης απαραίτητο στοιχείο του διηγήματος.
Το βασανισμένο γυναικείο σώμα, απασχολεί την συγγραφέα και την προβληματίζει βαθιά η συνύπαρξη του, με τον αρσενικό εισβολέα, όταν αυτό συμβαίνει. Το ανθρώπινο σώμα και οι αντιδράσεις του εμπνέουν την Αριστούλα. Η περιγραφή των σκηνών ρέει με την βοήθεια της πλούσιας γλώσσας που η συγγραφέας χειρίζεται σωστά.
Η Αριστούλα Δάλλη γνωρίζει καλά την τέχνη της ψυχοθεραπείας και το βάθος της ανθρώπινης φύσης όπου οι ταραγμένες και ανομολόγητες επιθυμίες αναζητούν μέσα από πολύ δύσκολους δρόμους την λύση στα προβλήματα τους και την λύτρωση. Βοηθάει τον αναγνώστη με τα ερωτήματα που θέτει, με τις ιστορίες που διηγείται καθώς εξελίσσει εμπρός στα μάτια μας καταστάσεις που ίσως μας απασχολούν αλλά προβάλλουν μακρινές στον καθένα μας για δικούς του λόγους.
Η Δάλλη ευαίσθητη και γνώστης του αντικειμένου μας κάνει συνοδοιπόρους στο έργο της. Οι ήρωες διαφεύγουν από τον κόσμο όπου συμπεριλαμβάνονται και ζουν μια δεύτερη πραγματικότητα που την συναντούν σε πίνακες ζωγραφικής, στα όνειρα τους ή σε πρόσωπα πραγματικά που τα συνδέουν με άλλα τα οποία πηγάζουν από το παρελθόν, σχεδόν πάντα συνδεδεμένα με οδυνηρές αναμνήσεις.
Το ουσιαστικό όμως είναι η πανδαισία της φαντασίας της Αριστούλας Δάλλη. Αυτό το χαρακτηριστικό σπανίζει, γι΄αυτό και αξίζει αυτό το βιβλίο να αναγνωσθεί από όλους μας.
Κουτροκόη Άννυ 18/4/2024