Συνήθως οι αφυπηρετούντες από την ενεργό δράση αποσύρονται στα ιδιαίτερα ενδιαιτήματά τους· αράζουν στον καναπέ, βλέπουν ειδήσεις και οργίζονται ή βαριούνται. Άλλοι ασχολούνται με τον κήπο κι άλλοι με τον καφενέ, κοινώς καφετέρια. Οι πολύ επιφανείς –πολιτικοί και στρατιωτικοί- ασχολούνται με τα απομνημονεύματά τους. Υπάρχουν όμως και κάποιοι, οι οποίοι βρίσκουν τρόπο να διοχετεύσουν σε μιαν άλλη περαιτέρω δραστηριότητα την ενέργεια που επέδειξαν σε όλη την καριέρα τους, μελετώντας, γράφοντας, δημοσιεύοντας και αναβαθμίζοντας εκείνο που ήδη έκαναν στην προηγούμενη διατεταγμένη υπηρεσία τους. Μιλώ, βεβαίως, για φίλους και συναδέλφους μου, οι οποίοι από τα θρανία στα σχολεία, Καθηγητές ή Σχολικοί Σύμβουλοι, Επιμορφωτές στα Επιμορφωτικά Κέντρα, μέλη σε συγγραφικές ομάδες, διδάσκοντες στα πανεπιστήμια και άλλα πολλά του είδους συναφή, ασχολούνται και πάλι με τα Γράμματα, σε ένα πιο απαιτητικό επίπεδο με αυτό που ήδη έληξε.
Το παράδειγμα μάς το παρέχει ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος Αναστάσιος Στέφος που έχει χρισθεί Δροσινολόγος, ενώ είναι ήδη, εδώ και πολλά χρόνια Αντιπρόεδρος του Συλλόγου «Οι Φίλοι του Μουσείου Δροσίνη».
Ο Στέφος δεν αρκείται στον τίτλο και στα καθήκοντα του Αντιπροέδρου, αλλά προσέρχεται με ζήλο φανατικού οπαδού στη μελέτη του έργου του Γεωργίου Δροσίνη, ποιητή της γενιάς του 1880, της γενιάς του Παλαμά, όπως μας είναι περισσότερο γνωστή.
Ο Δροσίνης ήταν παρών στα παλαιότερα σχολικά βιβλία με πάρα πολλά ποιήματα. Ήταν ο δάσκαλος πολλών Ελλήνων, από τους οποίους, όσοι ασχολήθηκαν με τα Γράμματα και, ειδικά, την Ποίηση, γνωρίζουν και τον ποιητή και την πολυδιάστατη προσωπικότητά του.
Τα χρόνια πέρασαν και η ποίηση ακολούθησε το δρόμο της. Άλλαξε, και η αλλαγή της με την περίφημη γενιά του τριάντα ήταν ραγδαία και η ανατροπή μεγάλη. Οι νέοι που, ως γνωστόν, ακολουθούν το καινούριο, άφησαν πίσω το παλιό. Πίσω, αλλά μια προσεκτική ανάγνωση του παλιού φέρνει στο φως πληροφορίες που μας εκπλήσσουν με την επικαιρότητά τους. Βλέπετε πως, όπως το συγγενικό αίμα, έτσι και το πνευματικό κυλάει στις φλέβες των επιγόνων, θέλουμε δε θέλουμε, αρκεί να βρεθεί ο κατάλληλος οδηγός που θα απελευθερώσει τις εγκλωβισμένες στο περίτεχνο κοστούμι της εποχής τους ιδέες.
Ο Στέφος έχει πλέον ειδικευτεί σ’ αυτόν τον ρόλο. Χρόνια τώρα μελετά συλλογή τη συλλογή το έργο του Δροσίνη (και από το φιλόξενο Περί ου το έχουμε παρουσιάσει) και σαν εμβριθής φιλόλογος που είναι ανασηκώνει την επιφάνεια των στίχων για να φέρει στο φως τον πλούτο των γνώσεων του ποιητή. Μα ο Δροσίνης δεν είναι ο ποιητής που απλώς γνωρίζει την αρχαία ελληνική γραμματεία, αλλά γνωρίζει και τη βυζαντινή και τη δημοτική παράδοση και τη σύγχρονή του δημιουργία, κάθε τι ελληνικό και όλα τα ευρωπαϊκά σε όλα τα επίπεδα και πεδία. Φιλολογία, Λαογραφία, Ιστορία, όλες τις Τέχνες και τους δημιουργούς τους, όλα τα Γράμματα ελληνικά και ευρωπαϊκά. Ο Δροσίνης είναι poeta doctus, το έχουμε ξαναπεί. Είναι ένας ποιητής του οποίου το έργο, ποιητικό και πεζό, βρίθει διακειμενικών αναφορών και παντός είδους επιστημονικών, καλλιτεχνικών και ποιητικών πληροφοριών τις οποίες ο Στέφος είναι ο πλέον ειδικός για να μας τις αποκαλύψει. Σκυμμένος σε κείμενα που άλλοι ίσως δεν αγγίζουν, εκείνος σαν αφοσιωμένος αρχαιολόγος, ανασκάπτει και ανακαλύπτει…
Τις μελέτες του, κάθε συλλογή και μία, τις έχουμε απολαύσει σταδιακά, όπως είπαμε. Όμως, τώρα, όλες μαζί συγκεντρώθηκαν σε δύο μεγάλους τόμους, όγκος δουλειάς μεγάλος, απαιτητικός, αλλά γοητευτικός, των εκδόσεων του Συλλόγου «Οι φίλοι του Μουσείου Δροσίνη», του οποίου η ακάματη και γενναιόδωρη Πρόεδρος, κυρία Ελένη Βαχάρη, μία φροντίδα και φιλοδοξία μεγάλη έχει : τη διάδοση του έργου του ποιητή.
Στην παρούσα περίσταση, η συγκεντρωτική έκδοση των επιμέρους μελετών είναι σημαντική λόγω της ευκολίας που παρέχει στον αναγνώστη ή στον μελετητή, ως προς την ανεύρεση των ποιημάτων, τη διασταύρωση των πληροφοριών, του αρχιτεκτονήματος όλου, που έχουμε στα χέρια μας. Κανείς, αν δεν το μελετήσει, δεν θα κατανοήσει το μέγεθος αυτού που έχει μελετηθεί ή καλύτερα αυτού που έχει ήδη γράψει ο ποιητής.
Έτσι, από τη μία συλλογή στην άλλη, από τη μία πληροφορία στην επόμενη, από ένα ποίημα ελληνικό σε ένα γαλλικό, μια ιστορική πληροφορία, ένα αρχαιολογικό εύρημα, μια μουσική σύνθεση, μια όπερα, όλα προσφέρονται με πλήρη βιβλιογραφική αναφορά, αλλά και όλο το συναφές πλαίσιο ανεπτυγμένο. Παίρνω για παράδειγμα το γνωστό ποίημα «Χώμα Ελληνικό», το οποίο, όπως ο μελετητής αναφέρει, στην εποχή του ήταν ποίημα «που αγαπήθηκε μέχρι λατρείας από όλους· πανελλήνιο ανάγνωσμα, ύστερα από τον Ύμνο του Σολωμού, που διδάχτηκε, επί σειρά ετών, στους μαθητές όλης της χώρας, ανθολογημένο στα Αναγνωστικά της Δ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου, αλλά και σε εγχειρίδια του εξωτερικού, εθνικό τραγούδι στην Ευρώπη και την Αμερική». Γράφτηκε στη Λειψία, το 1885. Ήταν το ποίημα των μεταναστών στην Αμερική. Ο Λάμπρος Κορομηλάς, φίλος του Δροσίνη, διαπρεπής οικονομολόγος, πολιτικός και διπλωμάτης, μας λέει ο Στέφος, είχε παραγγείλει να του στείλουν ένα βαζάκι χώμα από την Κωνσταντινούπολη για «να του το ρίξουν (του Δροσίνη)… κατάσαρκα επάνω στην καρδιά του» όταν πεθάνει. Να θυμίσω πως το επίρρημα «κατάσαρκα» το χρησιμοποιεί πάρα πολύ και ο Σεφέρης.
Αυτές τις πληροφορίες, ανάμεσα σε παρά πολλές άλλες συναισθηματικού περιεχομένου, μας δίνει ο οτρηρός Στέφος, συμπληρώνοντας ότι ο Δροσίνης έγραψε το «Χώμα Ελληνικό», «μια μέρα βροχερή και σκοτεινιασμένη», την πρώτη φορά που πήγε στη Γερμανία, σε μια στιγμή μεγάλης νοσταλγίας. Και μεταφέρει τα λόγια του Δροσίνη: «Άναψα την κρεμασμένη λάμπα του γκαζιού στην κάμαρά μου…πρωτόφταστος εκεί, ξένος ακόμη στη στοργική πόλη που με τον καιρό τόσο αγάπησα, ένιωσα μια νοσταλγία για την Ελλάδα που μούφερνε δάκρυα στα μάτια και την απελπισία στην ψυχή και στο ξεχείλισμά της κάθισα κάτω από το φως και έγραψα χωρίς διακοπή σαν κάποιος να μου το υπαγόρευε κι οδηγούσε το χέρι μου». Ήταν 27 ετών.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η νοσταλγία αυτή του Δροσίνη μας θυμίζει την ανάλογη του Γιώργου Σεφέρη στο Λονδίνο, η οποία προβάλλεται στο ποίημα «A΄ Hampsteand», όταν ο 32 ετών νεαρός διπλωμάτης και ποιητής ένιωθε σαν «ένα σκυλί ξεχασμένο που γαβγίζει/ μοναχό», ένα «βράδυ χλωμό» που νοσταλγούσε την πατρίδα του, «μια καλύβα σ’ ένα λόφο», «ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι απλωμένο σαν τη θάλασσα». Κι ακόμα λέει: «θα μου ’φτανε στη γλάστρα μου έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο…», «και θα ’πεφτα να κοιμηθώ/ γιατί δε θα ’χα /ούτε ένα κερί ν’ ανάψω,/ φως,/ να διαβάσω».
Αυτή η περίσταση – η ώρα, η νοσταλγία της πατρίδας, η λάμπα του ενός, το κερί του άλλου- φέρνουν κοντά τους δύο ποιητές κι ας τους χωρίζουν σχεδόν πενήντα χρόνια. Η ψυχική διάθεση, η μοναξιά και η νοσταλγία της πατρίδας είναι ίδια και στους δύο. Ο νεότερος ποιητής χωρίς να το ξέρει, έχει ζήσει και έχει περιγράψει το ίδιο συναίσθημα με τον παλιό και είναι παρόμοιες οι συνθήκες, περιβαλλοντικές και ψυχικές που του το υπαγορεύουν. Φυσικά, η συστηματικά φιλολογική μελέτη του Αναστασίου Στέφου, με τις φαινομενικά απλές λεπτομέρειες, ανοίγει παράθυρα, που φωτίζουν το έργο του Δροσίνη ή καλύτερα ανοίγουν δρόμους, τους οποίους έχουν βαδίσει και οι δύο ποιητές σε περίπου ίδια ηλικία, ο καθείς στην δική του εποχή, και έχουν ερήμην τους συναντηθεί στο ίδιο σταυροδρόμι· της νοσταλγίας για την πατρίδα.
Ο Δροσίνης πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1951. Σύμφωνα με την επιθυμία του ο Λάμπρος Κορομηλάς είναι ο φίλος που έφερε χώμα από την Κωνσταντινούπολη και το έριξε πάνω στον τάφο του.
Οι δύο τόμοι φέρουν στο εξώφυλλο το πορτρέτο του ποιητή, σχέδιο του διακεκριμένου χαράκτη Τάσου, ενώ ένα ακόμα σκίτσο του ποιητή και άλλα κοσμήματα στολίζουν τους καλαίσθητους τόμους.