Έχει πλέον κατακυρωθεί ο Αναστάσιος Αγγ. Στέφος, μετά από τις πάμπολλες πλέον μελέτες του πάνω στο έργο του Γεωργίου Δροσίνη, ως ο κατεξοχήν μελετητής του συνοδοιπόρου ποιητή του Παλαμά και σημαντικότατου στη γενιά του.
Ο Στέφος παίρνει μία μία συλλογή και την εξετάζει λεπτομερώς, από φιλολογική, λογοτεχνική, ιστορική, αρχαιολογική, πραγματολογική σκοπιά, δίνοντάς μας όλο το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε, τον προβληματισμό του ποιητή αλλά και το όλο ποιητικό κλίμα της εποχής.
Βεβαίως, τα ποιήματά του Δροσίνη είναι χαρακτηριστικά ποιήματα της γενιάς του, έχουν περάσει άλλωστε σχεδόν εκατό χρόνια από τότε και έχουν τα πάντα αλλάξει, όμως αυτή η ευγενική και ευαίσθητη φωνή εξακολουθεί να συγκινεί και τον σημερινό αναγνώστη αν, ξεπερνώντας την επιφάνεια του ποιητικού κειμένου, στοχαστεί πάνω στις λέξεις και αντιληφθεί την ουσία και τον κόσμο που κρύβεται πίσω τους. Να θυμίσουμε ότι ο Δροσίνης είναι ένα πολυμαθής άνθρωπος και ότι το γνωστικό του πεδίο απλώνεται σε όλους τους τομείς της τέχνης των γραμμάτων και της επιστήμης.
Τα Φευγάτα χελιδόνια εκδίδονται το 1936, όταν ο ποιητής είναι ήδη εβδομήντα εφτά ετών, βρίσκεται δηλαδή, όπως γράφει ο μελετητής, «στο λυκόφως της ζωής… και έχει ως πηγή έμπνευσης τα αποδημητικά πουλιά, τα χελιδόνια, και μεταφορικά τη νιότη που χάνεται ανεπιστρεπτί».
Η συλλογή φέρει στο εξώφυλλο έργο του ζωγράφου Δ. Μπισκίνη, συνάδον με το είδος και το ύφος της. Άλλωστε, ήταν και ο Μπισκίνης φίλος προσωπικός του Δροσίνη και γενικώς των ποιητών της γενιάς του Παλαμά.
Στις πέντε ενότητες της συλλογής ο αναγνώστης θα βρει ποιήματα της νιότης και της αγάπης, της αγάπης για τη θάλασσα, ένα θαυμάσιο ελεγείο για την όμορφη, ποιήματα μεταφρασμένα από την ξένη λογοτεχνία και δεκαπεντασύλλαβους στίχους για τα χέρια.
Προμετωπίδα του βιβλίου είναι οι πολύ χαρακτηριστικοί στίχοι:
Τα φευγάτα χελιδόνια
θα ’ρθουν απ’ την Αραπιά·
τα φευγάτα μας τα χρόνια
δε γυρίζουν πίσω πια.
Το ποίημα έχει βέβαια τις απαρχές του στο αρχαίο χελιδόνισμα «ήλθ’, ήλθε χελιδών/ καλάς ώρας άγουσα…» σαν προάγγελος της άνοιξης. Ο Δροσίνης είχε ακούσει τα χελιδόνια στον Άγιο Ανδρέα στην Πλάκα, όπου η αδελφή του και η ανιψιά του μπήκαν να ανάψουν ένα κερί. Από το μπαλκόνι του εκείνος τις έβλεπε να του γνέφουν να τρέξει… Σαν να μεταμορφώθηκαν, θα λέγαμε, αυτές οι αγαπημένες ψυχές σε Μούσες που τον καλούσαν να ακούσει και να συνθέσει. Ο Στέφος μας παραδίδει όλο το ιστορικό αυτού του δρωμένου, όπου ανάμεσα σε άλλα ο Δροσίνης αποκαλεί τη χορωδία των χελιδονιών «φιλαρμονική» που έψελνε τα χερουβικά και τα δοξαστικά και που θα χρειαζόταν «ένας Μπαχ να τ’ ακούσει και να πάρη νέα χελιδονίσματα για τις “φούγγες” του».
Θα μας μιλήσει για τον τρόπο που έχτιζαν τη φωλιά τους, κάτι που μόνο όποιος έχει εμπειρία καταλαβαίνει τι αριστοτέχνες δημιουργοί είναι αυτά τα μικρόσωμα ασπρόμαυρα πουλάκια.
Ο ποιητής θα αφιερώσει ποίημα στον συνοδοιπόρο του, τον Παλαμά και στον Νικόλαο Πολίτη, τον πατέρα της λαογραφίας και μέντορά του που τον παρακίνησε να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γερμανία.
Στα Φευγάτα χελιδόνια, ο ποιητής τριγυρίζει στις παιδικές του μνήμες. Δεν τον εγκαταλείπουν ποτέ οι ευτυχισμένες στιγμές εκείνης της ευτυχισμένης εποχής και δεν αφήνει ευκαιρία να μην υμνήσει τον τόπο του με ένα στιχούργημα, όπως αυτό για την Αγία Αικατερίνη της οδού Λυσικράτους.
Ο Στέφος παρακολουθεί τον ποιητή βήμα βήμα, ποίημα ποίημα, λέξη λέξη, θέλοντας να αναδείξει κάθε πτυχή της δημιουργίας του και κυρίως τη μεγάλη παιδεία του και ευαισθησία του, την αγάπη του για τα καρποφόρα δέντρα με τους χυμώδεις καρπούς, το φεγγάρι και το απόκοσμο βιολί, όλα μέσα σε μια αχλύ βαθιά ρομαντική, αλλά και υπαινικτική του επερχόμενου τέλους. Και φυσικά είναι μαέστρος στο να μεταφράζει, να μεταποιεί και να μεταμορφώνει τα κινήματα μια λεύκας σε «βραχιόλια με ασημόδετα μαργαριτάρια» ή μεταξωτό φουστάνι, το νερό και τη φωνή του σπίνου σε μουσική, τα φύλλα σε κωνσταντινάτα και τέλος τα κλαδιά σε μια όμορφη νύμφη που βγαίνει από τη λεύκα, γυναίκα ερωτική, για να σμίξει μαζί της σε ερωτικό αγκάλιασμα:
Κι έτσι με τη λεύκα ταίρι-ταίρι σμίγοντας / γίνατε ένα·/
μεταμορφωμένη, σ’ έβλεπαν τα μάτια μου / δέντρου γέννα.
Είναι προφανές ότι ο δημιουργός αξιοποιεί τις γνώσεις του από τις αρχαίες μεταμορφώσεις και τις ερωτικές συνευρέσεις νυμφών, θεών, θνητών, όπως μας είναι γνωστές από τη μυθολογία.
Ποιήματα για ζώα, για πριγκίπισσες, όπως η Ελληνοπούλα Δόγισσα που έζησε στη Βενετία και ακόμα πολλά ποιήματα αφιερωμένα σε φίλους με συχνές αναφορές σε μύθους ή ποιητικά κείμενα της αρχαιότητας, στα έπη και στις τραγωδίες. Πρόσωπα όπως ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Κάλχας, ο Πήγασος, η Βερενίκη περνούν από τους στίχους του Δροσίνη, βαθαίνοντας το διακείμενό του, ενώ για τον αδικοχαμένο Άγγλο ποιητή, θαμμένο στην Σκύρο αφιερώνει ένα σονέτο (εκτενής και η αναφορά του στα Σκόρπια φύλλα της ζωής μου), καθώς και στην Τερέζα Μακρή, την ωραία κόρη που ερωτεύτηκε ο Μπάιρον στην Αθήνα. Η Τερέζα ήταν η κόρη της σπιτονοικοκυράς του χήρας Μακρή. Ακόμα μεταφράζει το ιε΄ απόσπασμα από τα Βουκολικά του Βίωνος, με τίτλο «Άνοιξη τρισαγάπητη».
Το ελεγείο «Το μοιρολόι της όμορφης», γραμμένο το 1927 είναι ένα «τραγουδιστό μνημόσυνο» για μια πεντάμορφη χωριατοπούλα, την Ευμορφούλα (όνομα σύνηθες της εποχής), ένα ποίημα σε 221 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, για το οποίο έγραψε θριαμβική κριτική ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άλκης Θρύλος, ο Fletcher Lee, ο Στέλιος Σπεράντζας και το πανεπιστήμιο του Παλέρμου. Ο Στέφος θεωρεί το ποίημα, για τη «δραματική του διάσταση», τον «σπαρακτικό ολοφυρμό» του και τον «ελεγειακό τόνο» του, ανάλογο των ομηρικών θρήνων.
Στις «ξενόφερτες φωνές» έχουμε μεταφράσεις έργων από τα γερμανικά, αυστριακά, αγγλικά, νορβηγικά, ιταλικά, γαλλικά. Ακόμα ποιήματα του Ραμπιτρανάθ Ταγκορ, όπως το: Με τη βία δεν έχεις δύναμη/ το κλεισμένο άνθος ν’ ανοίξης./ Αναταραξέ το, χτύπα το/, σκάλισέ του την καρδιά. Ακόμα μετέφρασε ερωτικά αραβικά τραγούδια.
Τέλος με τα «τραγουδημένα χέρια» ο Δροσίνης κάνει στροφή στα ολιγόστιχα ποιήματα, τα οποία προαναγγέλλουν την επόμενη συλλογή του Σπίθες στη στάχτη.
Και η μελέτη αυτή, όπως και όλες οι άλλες του Στέφου, συνοδεύεται από πλούσιο υλικό το οποίο βρίσκεται στις 72 Σημειώσεις που την ολοκληρώνουν. Φυσικά δεν λείπει και η εκτενής βιβλιογραφία.
Όπως υποδηλώθηκε ήδη, η ποίηση του Δροσίνη δεν αντιστέκεται στον αναγνώστη. Είναι προσιτή, εύρυθμη, αποπνέει ευγένεια, φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησης της εποχής της, αλλά πίσω από την απλή επιφάνειά της έχει ένα πλούσιο ιστορικό, λαογραφικό, καλλιτεχνικό υλικό, το οποίο σχολιάζει με όλους τους όρους της φιλολογικής επιστήμης ο εμβριθής μελετητής Αναστάσιος Αγγ. Στέφος.