You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Αντώνης Μακρυδημήτρης, Μυθοτοπία. Εκδ. Κουκίδα 2023

Ανθούλα Δανιήλ: Αντώνης Μακρυδημήτρης, Μυθοτοπία. Εκδ. Κουκίδα 2023

Αντώνης Μακρυδημήτρης  πανεπιστημιακός Καθηγητής και ποιητής. Η παρούσα Μυθοτοπία είναι η ενδέκατη ποιητική συλλογή του. Η  Μυθοτοπία είναι ο τόπος, όπου θεοί, ήρωες, πνεύματα και ιδέες, αισθήματα και παθήματα παίρνουν ανθρώπινη μορφή και κάνουν θαύματα. Και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας, μας λέει ο Κάλβος, την οποία αλήθεια επιβεβαιώνει κάθε ποίημα της συλλογής, κάθε μύθος κι ένα σύμβολο.  Και γιατί συμβαίνει αυτό εδώ, στην Ελλάδα; «γιατί όχι παντού;» θα ρωτούσαν κάποιοι· σ’ αυτούς  απαντά ο  Οδυσσέας Ελύτης:

«Επειδή πουθενά αλλού το τρίγωνο των βουνών δεν έχει κατεβεί τόσο φυσιολογικά στο αρχιτεκτόνημα· πουθενά αλλού τα μυθικά πλάσματα των θαλασσινών θρύλων δεν έχουν φορέσει τόσο πειστικά τις δυο φτερούγες των ανέμων»   (Ανοιχτά Χαρτιά, «Τα κορίτσια», σελ. 144)

Έτσι μπαίνουμε καλπάζοντας στους μύθους, με τα περίφημα άλογα του Αχιλλέα, είτε λόγω Ομήρου είτε λόγω Καβάφη ή λόγω άλλων πολλών που  τα επικαλούνται, και ακούμε την ανθρώπινη λαλιά του Ξάνθου με το χρυσαφί τρίχωμα και νιώθουμε του πιτσιλωτού Βαλίου τη θλίψη. Είναι τα άλογα με τα οποία ήρθε στην Τροία ο Αχιλλέας: «Μη βραδύνετε και φέρτε με πίσω σύντομα και σώο»· κι ο Ξάνθος του απάντησε:  «Είναι γραφτό σου από χέρι θνητό να πεθάνεις και μάλιστα νέος». Το μήνυμα το έδωσε και πια δεν ξαναμίλησε.

Το παράδοξο του λόγου υποκρύπτει εκείνο το κοινότοπο ερώτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής;» κι εμείς απλά θα πούμε πως ο Ξάνθος μιλάει μόνο για να μεταφέρει τη μοιραία πληροφορία. Σαν να λέμε πως σε μια αστραπή του νου συλλαμβάνει ο ποιητής την ιδέα, πως από μια μικρή χαραμάδα ή μιας αστραπής τη λάμψη υποψιάζεται αυτό που μέλλεται να γίνει και το βάζει στο στόμα ενός αλόγου και έτσι λειτουργεί το ά-λογο και το παράλογο.

Στο δεύτερο ποίημα τα άλογα θρηνούν τον θάνατο του Πατρόκλου. Ο Μακρυδημήτρης φαίνεται ότι απλώς μεταφέρει τον αρχαίο μύθο, σαν να μεταφράζει τον Όμηρο. Τότε, πού κρύβεται αυτό που «θέλει να πει ο ποιητής»; Ίσως στο τι έχουν υποστεί κατά καιρούς τα άλογα, σε εργασίες, σε πολέμους, σε αγώνες. Στην προκειμένη περίπτωση πενθούν σαν άνθρωποι τον χαμό του Πατρόκλου. Περί της συναισθησίας των ζώων έχουν παρατηρηθεί πολλά, οπότε καθόλου δεν μας ξενίζει το πένθος τους, αντίθετα συμπάσχουμε κι εμείς. Ίσως και περισσότερο λυπόμαστε τα ζώα που υποφέρουν από τις τρέλες των ανθρώπων. Στο τρίτο ποίημα «Ο Αχιλλέας πενθεί» και από γενναίος πολεμιστής, μεταμορφώνεται σε λυράρη και ποιητή, αφού ο  πόνος για τον χαμό του φίλου του,  τον κάνει να αφήσει το όπλα και να πιάσει  τη λύρα.

Ο Μακρυδημήτρης, σαν τους παλιούς ρομαντικούς, στήνει την πένθιμη ατμόσφαιρα, την επίκληση του Αχιλλέα στο  σκοτάδι, να μην ανάψουν φώτα παρά τα αστέρια ψηλά να λάμπουν, εκεί που, όπως λένε,  πάνε οι ψυχές των λυπημένων.  Το πένθος γίνεται η μίζα για να αρχίσει ο άγριος πολεμιστής να μεταβάλλεται σε ποιητή για να ψάλει τα δικά του πάθη που γίνονται αντανακλαστές των δικών μας:

«μα είναι κι αυτή βαριά και μελαγχολική απόψε / Άτεχνοι κι αδέξιοι βγαίνουν ήχοι» και η πεισιθάνατη καρδιά του «Σκέφτεται  αν πρέπει κι αυτός να θυσιάσει  τη ζωή του/ Να πάει να τον συναντήσει». Κι εδώ η λύρα του Αχιλλέα μας θυμίζει τις «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» του Καρυωτάκη.

Το ποίημα για την «Ελένη» φαίνεται σαν να πατάει στο Ελένης Εγώμιο του Γοργία. Έχει και η altera pars το δίκιο της και Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, είπε ο Πρωταγόρας, βλέποντας κυκλικά το θέμα.   «Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση, όποιο κι αν είναι το ερώτημα», είπε ο Αντρέ Μπρετόν, πράγμα που σημαίνει πως για ό,τι γίνεται στον κόσμο, ο άνθρωπος ευθύνεται· και για το καλό και για το κακό. Όσο για τα μυθικά τέρατα, αυτά τα στήνει εμπρός μας η ψυχή μας, αλλιώς δεν υπάρχουν,  λέει ο Καβάφης. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι κρυμμένοι πίσω τους. Τέρας είναι και ο Κύκλωπας, ο οποίος στην ανάποδη του μύθου, παιδί ενός θεού ήταν κι αυτός, τον έρωτα δεν γνώρισε ποτέ και έζησε τη ζωή του όλη σε μια σπηλιά κρύβοντας τη τερατεία του. Τι απέγιναν οι Σειρήνες; Δεν τραγουδούνε πια ή μήπως οι άνθρωποι  έχουνε κλείσει τα αφτιά και δεν ακούνε τα «τραγούδια» τους;

O απόμαχος πια «Intimus Ulysses» ονειρεύεται, πλάι στην κοιμωμένη βασίλισσά του, τον καιρό που ήταν Ούτις και όργωνε τα πέλαγα και πάλευε με τα στοιχεία, όπως κι εκείνος ο Οδυσσέας του Τέννισον. Όμως εμείς, μεγαλωμένοι με τον «ορθόδοξο» Όμηρο, δεν υποψιαστήκαμε ποτέ, πως  ο Οδυσσέας που επέστρεψε στην Ιθάκη βαριέται στο πλάι γριάς βασίλισσας και διψάει ακόμα για θάλασσες και περιπέτειες. Γιατί η επιστροφή στην Ιθάκη σηματοδοτεί το τέλος του ευτυχισμένου ταξιδιού, το τέλος της ζωής κι αυτός έχει ακόμα ζωντάνια μέσα του. Και, όπως ο Οδυσσέας δεν μπορεί να ξεχάσει τα ταξίδια, το ίδιο και ο πεθαμένος στο ποίημα «Miserere» (αναγνωρίζουμε βέβαια τον Ελπήνορα)  που ζητάει από τον Οδυσσέα τάφο και «ένα μικρό σημάδι / να το βλέπουν οι περαστικοί και να θυμούνται έναν άνθρωπο / Που τον τσάκισε η δυστυχία». Τέλος, παρακαλεί: «στήσε στο πλάι ένα κουπί/ Σαν αυτό που κρατούσα στα χέρια μου μια ζωή/ Κωπηλατώντας ήσυχα κι αγόγγυστα μαζί με τους συντρόφους».

Ούτε στον τάφο του ο άνθρωπος δεν ξεχνάει, αλλά ούτε και ο ζωντανός ξεχνάει τους νεκρούς που έχουν κι αυτοί μια δεύτερη ζωή μες στο μυαλό του. «Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε», είπε ο Μαβίλης, αλλά και πάλι είπε πως «ξαναθυμούνται,/ … πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται». Ο Σεφέρης, νεότερος του Μαβίλη, διατύπωσε αλλιώς, «Μας βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν» με άλλα λόγια έχουμε  μέσα μας το βάρος της παρουσίας τους και δεν μπορούμε να  τους θεωρήσουμε πεθαμένους και να τους ξεχάσουμε. Δεν ξέρουμε τον τρόπο.

Η επίκληση στον Άρη, τον θεό του πολέμου αλλά και του έρωτα, προχωράει με βήμα αγέρωχο ομηρικό και λόγο παραπλήσια σολωμικό: «Πάψε, /καλώ σε,/ απόψε /για λίγο /τη μάχη» – κάπως σαν «λευτεριά για λίγο πάψε/ να χτυπάς με το σπαθί»-  μια απελπισμένη κραυγή για στάση στον αγώνα, για να κλάψει «εις του Μπάιρον το κορμί», ο Σολωμός, αλλά για να μας υπενθυμίσει ότι ο θάνατος θα έρθει ούτως ή άλλως, ο Μακρυδημήτρης, κι εκείνο που μένει στους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν είναι ότι στου «έρωτα την τρυφερή αγκάλη/ …βρίσκουν τα πλάσματα παρηγοριά/ Που λυτρώνει από τη θλίψη και τη θανή». Ό έρωτας μπαίνει στη θέση που ο Καβάφης βάζει τα φάρμακα της Τέχνης «που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή». «Κι αν είναι να έρθει αυτή», η θανή, ο Μακρυδημήτρης συναινεί, μόνο «ας έρθει όσο γίνεται πιο αργά». Γιατί να βιαστούμε, αφού «τροχάδην φεύγουν τα πάντα», λέει πάλι ο Ελύτης· πικρή αλήθεια που διαπιστώνουμε όταν είναι πια αργά.

Κάπως έτσι παρουσιάζει και ο Σαίξπηρ στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, 1η Πρ, σκηνή1η  την ερωτική στιγμή:   «φευγαλέα σαν σκιά, σύντομη σαν όνειρο, διαρκεί όσο μια αστραπή  στη σκοτεινή νύχτα. Πριν προλάβεις να την δεις, χάθηκε». Και στο «Φωτόδεντρο» πάλι ο Ελύτης: «Ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά που πάει το πήρε ο ήλιος μεσ’ στα κόκκινα και βασιλεύει».

Από τα άλλα ποιήματα, ο μύθος της Ευρώπης, σαν ένα ωραίο παραμύθι εξελίσσεται, ελεύθερο από τα δεσμά της λογικής,  με μια όμορφη πτήση στον ουρανό. Πουθενά  βία, πουθενά κακό. Στη ράχη ενός ήρεμου ταύρου «Ιππεύει τα κύματα και τα βουνά στον άνεμο στο φύσημα του αέρα» μέχρι που «Ενώθηκαν κάτω από ένα δέντρο πράσινο χλωρό ανθισμένο». Στο  «Είδωλο της Αφροδίτης» όμως, αν και μας χαρίζει εκείνη την απαραίτητη και ελάχιστης διάρκειας αυταπάτη, υπαινισσόμενος τον μύθο του εραστή Δία-Κύκνο και της Λήδας, αλλάζει, χαλάει …:

«Τη βρήκε να κοιμάται ήσυχα και βαθιά / Στο ακροθαλάσσι γαληνεμένη μαζί με τα νερά-/ Πόσο δύσκολο είναι, σκέφτηκε να γίνει δική μου;/…/ δεν δίστασε, προχώρησε σ’ αυτό/ που επέβαλε η δύναμη του πάθους και της ορμής του/ Ώσπου διαπίστωσε ξαφνικά πως μέσα στην αγκαλιά του/ Κρατούσε ένα άγριο πουλί που έσκουζε σπαρακτικά/ Έσβησε αμέσως η φλόγα της ηδονής κι έπεσε  στα κρύα νερά/ Το πλάσμα τίναξε τα φτερά  του και χάθηκε  μέσα στα νέφη»· και πάει χάθηκε ο έρωτας.

Έπειτα έρχεται η «Μηδέα», τρελή από έρωτα,  σαν τη Σαπφώ που ομολόγησε ότι ο έρωτας της τίναξε τα μυαλά. Ο μεγάλος  πάρεδρος της ζωής, ο μόνος που δικαιώνει τον άνθρωπο, με την απουσία του διασαλεύει την αρμονία στο προσωπικό κοσμικό μας σύμπαν. Κι έτσι το πένθος και ο έρωτας βαδίζουν χέρι χέρι.

Τα ποιήματα με τον λατινικό τίτλο διακρίνονται από ειρωνεία, θλίψη, ματαιότητα. Τα άστρα, το σύμπαν όλο μετέχει στο πένθος με πολλές παραλλαγές και υπαινιγμούς. Ο ποιητής αγγίζει στον μύθο κάτι πολύ βαθύτερο από το πρόδηλο. Στο «Vir Spiritualis», η πρώτη στροφή μας θυμίζει την Πρέβεζα του Καρυωτάκη.  Η μεσαία το «Πρόγευμα στη εξοχή» του Μανέ. Η τελευταία τον Σωκράτη στις όχθες του Ιλισσού να μιλάει με τον Φαίδρο Περί ψυχής… Στο «Tristis» Εκείνος ιδρώνει, ενώ οι άλλοι κοιμούνται, στον Κήπο των Ελαιών. Στο  «Ursa minor» εκείνη εκεί ψηλά και εκείνος κάτω ανταλλάσσουν ματιές, μοναξιές και αγεφύρωτες συναισθήσεις.

Και έτσι οι μύθοι ρίχνουν θεμέλια για να πατήσει ο ποιητής για να μας αφηγηθεί με μάσκα αρχαίου δράματος οικεία κακά, αιώνια δεινά, επειδή η αλήθεια δεν αντέχεται. «Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα …», λέει ο Σεφέρης στον «Τελευταίο σταθμό».

Στην επικράτεια της Μυθοτοπίας,  οι θεοί φαίνεται ότι αποφασίζουν για τη ζωή και για τον θάνατο, για τη φιλία και για τον έρωτα, για τους μικρούς και για τους μεγάλους. Ποιοι θεοί, ποιοι μικροί και ποιοι μεγάλοι; Ο  Κύκλωπας, η Κίρκη, η Ελένη, η Εκάβη και όλοι οι άλλοι της συλλογής δεν είναι άλλο από άνθρωποι καθημερινοί, όπως κι εκείνοι οι αρχαίοι μας που φόρεσαν προσωπείο για να κρύψουν το πρόσωπό τους, τη θλίψη τους, το πένθος τους, την επιθυμία, τον αποτυχημένο έρωτά τους,  την ιδιαίτερη εικόνα τους και την ιδιάζουσα συμπεριφορά τους.  Η Μυθοτοπία δεν είναι η ουτοπία, αλλά η μεταμφιεσμένη  καθημερινή ζωή μας, το εδώ και το τώρα μας. Κι αν για λίγο νιώσαμε πως είμαστε θεοί/θεές, αιτία ήταν ένας μεγάλος έρωτας και η Τέχνη, η μόνη σοβαρή αιτία για την παρουσία μας πέρα από τα καθημερινά ή την απελπισία. Κι επειδή και ο έρωτας φεύγει γρήγορα μένει μόνο η θεραπεύτρια Τέχνη που πηγάζει από την πληγή και εκβάλλει στο έργο όπως, όπως είπε ο Georges Braque,

                      L’art est une blessure qui devient lumière

 

Το πένθος, λοιπόν, κεκαλυμμένο, κυριαρχεί παντού στη συλλογή και πάντα αυτό θα γίνεται έναυσμα για δημιουργία γι’ αυτόν που υποφέρει. Το ποίημα «Γεράκι και Αηδόνι» βεβαιώνει την πηγή της πληγής. Επί πλέον όμως το ίδιο ποίημα μπορεί να είναι και το δείγμα του συγκερασμού της μοντέρνας με την παραδοσιακή μορφή του ποιήματος, της παράδοσης με τη ζωή γενικώς, αποδεικνύοντας  στο τέλος, ότι οι ρίζες είναι βαθιές, αλλά τα κλαδιά, απομακρυνόμενα από τη «μάνα», ελεύθερα παίρνουν όποιον δρόμο θέλουν και όπου τα βγάλει.  Άλλωστε ο Αντώνης Μακρυδημήτρης φέρει μέσα του όλους τους σπόρους από τους καρπούς που γνώρισε από όλα τα δέντρα της γνώσεως. Τα ποιήματά του έχουν θεμέλια σε όλο το πνευματικό μας υπόβαθρο και είναι γεμάτα από φωνές γνωστές και αγαπημένες.

Ανθούλα Δανιήλ

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.