You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ:   Μπαλκόνι στον Σαρωνικό

Ανθούλα Δανιήλ:   Μπαλκόνι στον Σαρωνικό

Φυλλομετρώντας το Λεύκωμα με τα καράβια και την ιστορία τους – καλομελετημένο, καλοστημένο, καλοβγαλμένο από τα χέρια του Παναγιώτη Σοφικίτη  (και επειδή το επώνυμό του τον κάνει συμπατριώτη μου, αφού Σοφικίτες είναι οι κάτοικοι του Σοφικού,  χωριό λίγο πιο πέρα απ’ το δικό μου εξοχικό, με θέα στο Σαρωνικό)- , άρχισα να σκέφτομαι τη ναυτική ιστορία της Ελλάδας κατά την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο.

Να θυμίσω πως ο Σοφικίτης έχει κάνει τα πιστά αντίγραφα όλων των πλεούμενων της ελληνικής ιστορίας μας, αρχίζοντας από τον μύθο και καταλήγοντας στο σήμερα με απόλυτη ακρίβεια στην κλίμακα και στις λεπτομέρειες.

Ο ναύαρχος Μιαούλης – Βώκος ήταν το πραγματικό του όνομα-, ο μπουρλοτιέρης στον Αγώνα, που είχε σπάσει στον αποκλεισμό του Μεσολογγίου και φρόντιζε για τον εφοδιασμό του, ο φόβος και τρόμος των Τούρκων,  που είχε άπειρες φορές νικήσει και τρομοκρατήσει τον εχθρικό στόλο, που ήταν διακεκριμένος ναύαρχος και σημαντικότατος Υδραίος παράγων του νησιού, στα χρόνια της διαμάχης με τον Καποδίστρια προέβη σε πράξεις άγριας πολιτικής αντιπαράθεσης που σόκαραν την ελληνική κοινωνία και χαρακτηρίστηκαν «εγκλήματα».

 

Έγκλημα πρώτο , Ο Αγαμέμνων∙ ήταν η ναυαρχίδα της Μπουμπουλίνας. Είχε ναυπηγηθεί από τον Δημήτριο Περδίκα, γιο του Νικολάου Περδίκα από τη Σκόπελο, το 1820, λέει ο Σοφικίτης. Αυτή λοιπόν η ναυαρχίδα με το μεγαλοπρεπές όνομα του άνακτα -βασιλιά των βασιλιάδων- στην εκστρατεία στην Τροία, πυρπολήθηκε,  κατ’ εντολήν του Μιαούλη, στον ναύσταθμο του Πόρου το 1831. Έγκλημα δεύτερο,  η φρεγάτα Ελλάς, που είχε ναυπηγηθεί  στη Νέα Υόρκη και τρίτο η κορβέτα Ύδρα έπεσαν θύματα της εμφύλιας διαμάχης με τον  Καποδίστρια και ανατινάχθηκαν επίσης από τον Μιαούλη, τον Αύγουστο του 1931.

Κανονικός πειρατής, παλαιότερα ο  Μιαούλης, είχε σπάσει τον κλοιό των Άγγλων την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων, είχε συλληφθεί από τον αγγλικό στόλο στο Κάρδιχ για πειρατεία και είχε οδηγηθεί μπροστά στον ναύρχο Νέλσον, όπου με θάρρος παραδέχτηκε τις πράξεις του, αν είναι αλήθεια αυτό και όχι ότι είχε την προστασία της Ρωσίας. Λένε, λοιπόν, ότι ο Νέλσον θαύμασε το θάρρος του και την παλικαριά του και τον άφησε ελεύθερο.  Έχοντας πάρει το κολάι, στις θάλασσες και στις ναυμαχίες, έχοντας πολεμήσει και έχοντας «καεί» κι έχοντας ένα «αγύριστο κεφάλι» σαν γνήσιος Αρβανίτης, έφτασε στην πυρπόληση πλοίων των εμφυλιακών του αντιπάλων.

Όμως, αν δεν σκύψεις να δεις από κοντά τα πράγματα και την εποχή, τις συμμαχίες και τις υστεροβουλίες, τον δόλο και την  απάτη, το συμφέρον και την ιδιοτέλεια, την άγνοια και τη γνώση, τη βιωμένη περιφρόνηση και την τιμή που σου στέρησαν, ποτέ δεν θα καταλήξεις σε κατανοητό συμπέρασμα. Και γιατί αυτός ο πρόλογος στο κορινθιακό μου μπαλκόνι; Μα Μπουμπουλίνα με μίνι φούστα  και μαγιό  δεν με αποκάλεσε ο τόοοοτε, κάποτε, θαυμαστής; Να η απάντηση και να πώς, από το ένα στο άλλο, το πράγμα σοβάρεψε.

Με θέα στον Σαρωνικό. Είμαι στο μπαλκόνι, ως συνήθως.  Αυτή τη στιγμή δεν κουνιέται φύλλο. Όλα είναι ακίνητα. Τα κυπαρίσσια ολόισια, οι πασχαλιές μου κι αυτές, τα σύννεφα σκόρπια στον ουρανό, το φως σαν χνούδι πάνω στα βουνά, όμως ο ήχος από τα τζιτζίκια και άλλα  πετούμενα δείχνει πως δεν πρόκειται για τοπίο του Κωνσταντίνου Μαλέα (1879-1928) ή κάποιου άλλου τοπιογράφου, αλλά φύση ζωντανή, που απολαμβάνει  το τελευταίο χάδι του ήλιου.

Κι από την άλλη, όλα έχουν πάρει τη θέση τους για να απεικονίζουν μια στιγμή τέλεια της αιωνιότητας, στην μεγάλη Πινακοθήκη της Ελλάδας.

                  μέσαι δε νύκτες, πάρα δ’ έρχεται ώρα

λέει η Σαπφώ. Πέρασε η ώρα, είναι μεσάνυχτα. Ώρα στο ρολόι του υπολογιστή 00.00. Δεν έχω δει ποτέ μου, ξανά, τέτοια ώρα, έτσι γραμμένη, άλλη φορά, και εκπλήττομαι.  Τι έγινε μηδενίστηκε το κοντέρ κι άρχισε από την αρχή; Έστησα καρτέρι και την άλλη μέρα, αλλά παρασύρθηκα και πέρασε η ώρα … το ρολόι έγραφε 12.05 το  κατάλαβα, άλλαξε και η ημερομηνία στο καντράν. Περιμένω να φτάσει στο 12.59… τι θα ακολουθήσει 1; Πάλι μου ξέφυγε και το έπιασα στο 01.01. Λοιπόν υπάρχει χάσμα στον Καιρό. Από το ένα στο άλλο παρεμβάλλεται ένα λεπτό. Αυτό το 00.00 ποιο λεπτό είναι; Δεν γράφει 1, Μία η ώρα της νυκτός!  Δεν προχωράει, λοιπόν,  από το 12.59 στο 1 αλλά στο μηδέν, για να προλάβει να ξαναπιάσει ο ήλιος τη θέση του για το προσεχές ξημέρωμα. Ηλεκτροτεχνολογικό είναι το θέμα ή μεταφυσικό;

Για μένα, αυτό το 00.00 πρέπει να είναι το Κάπου ανάμεσα, που λέει ο ποιητής∙ «κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα» (Οσδυσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη). Ίσως, επειδή η «στιγμή», είναι μικρή σταγόνα χρόνου πολύ ρευστή, σαν μια αστραπή, που σου δίνει την ιδέα και σταματάει αμέσως. Τα υπόλοιπα είναι δική σου δουλειά.

Μια εβδομάδα μετά ξανά στο ίδιο μπαλκόνι και την ίδια ώρα. Όχι δεν συμβαίνει το ίδιο. Από το 12.59 πάει το 1:00 και μετά 1:01. Διαφορετική και η μορφή… Τι γίνεται; Μάλλον… τι έγινε τη νύχτα  εκείνη που έγραψε 00.00;  Ορκίζομαι πως ψέματα δεν λέω. Τι παιχνίδι μου έπαιξαν εκείνα τα τέσσερα μηδενικά με μια τελεία στη μέση; Μήπως είναι εκείνο που λέει ο Ελύτης στον Ανδρέα Εμπειρίκο σχετικά με την φόρτιση μερικών ασήμαντων νύξεων με υπερφυσική ιδιότητα; Μήνυμα π.χ. από αλλού. Αυτό το «αλλού» με επισκέπτεται συχνά και να, σε ώρα μη συμβατή με ένα κοινό ρολόι, 00.00, εγώ και το μπαλκόνι σε δημιουργική συνύπαρξη.

Όταν μιλάω για μπαλκόνι, πάντα στο νου μου έχω τον πίνακα του Ιάκωβου Ρίζου Αθηναϊκή βραδιά, αλλιώς Στην ταράτσα, έργο του 1897, προβαλλόμενο στην Εθνική Πινακοθήκη και στις εορτές της Παλιγγενεσίας, και μάλιστα στο Παρίσι που εόρταζε μαζί μας τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, έγινε διακοσμητικό μοτίβο σε πολλά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως δισκάκια και φλυτζάνια και άλλα που θύμιζαν Ελλάδα αναγεννημένη μετά  την  Επανάστασή της… Η Ελλάδα με την Αθηναϊκή βραδιά έμπαινε στην Ευρώπη με αποδείξεις και πολιτισμικές…

Στο Μπαλκόνι του Ρίζου, δεν είναι τυχαίο που ένας ωραίος αξιωματικός με τα διακριτικά της στολής του, εμφανώς δηλωτικά του αξιώματός του στο στράτευμα, κάνει αμέσως αντιληπτή τη θέση του στην κοινωνία. Εκείνο όμως που αξίζει να προσέξει κανείς είναι ότι κρατάει ένα βιβλίο επί του οποίου γίνεται   συνομιλία με δύο κομψές κυρίες που  κρέμονται από τα χείλη του, τη λεβεντιά του και τη γοητεία του. Η μία χαλαρή, ημικλινής∙ όρθια και στητή η άλλη, ακουμπά στο περβάζι της ταράτσας με το πρόσωπό της σε μας, κι εμείς, οι θεατές, με το όλον μπροστά στα μάτια μας. Η ημικλινής, αστή κυρία, ευρωπαϊκά ντυμένη∙ η όρθια με αναφορές στην ελληνική φορεσιά, είναι και οι δύο εκεί, σαν δυο Ελλάδες, η μια που γεννιέται, η αστική, και η άλλη που ζει και θάλλει εκσυγχρονισμένη, η παραδοσιακή, στητή κι ολόρθη. Και στο φόντο αυτού του μπαλκονιού, περισσά ωραία στέκει στα πόδια της η Ακρόπολη με τον Παρθενώνα και τα άλλα μνημεία της. Το βιβλίο, στο χέρι του αξιωματικού και η όλη στάση του  είναι σημείο αναφοράς μιας Ελλάδας πνευματικής. Είναι ένα ποιητικό βιβλίο, μάλλον, γιατί τι άλλο θα διάβαζε ένας ρομαντικός του 19ου αιώνα σε δυο κυρίες με θέα την αθάνατη Ακρόπολη;    Δεν θα έλεγα Όμηρο, αλλά δεν θα απέκλεια το ότι διάβαζε οπωσδήποτε ποίηση.  Ήταν ο καιρός που οι αξιωματικοί προέρχονταν από τις μεγάλες οικογένειες και ήταν περιβεβλημένοι με μεγάλη αίγλη. Δόξα στων μαχών τα πεδία και παιδεία. Η αίγλη του, λοιπόν, πέρα από την στολή του, πηγάζει και από το βιβλίο του. Αυτή η Ελλάδα αναστήθηκε γιατί οι Έλληνες που πολέμησαν, κρατούν στα χέρια τους έναν μεγάλο πολιτισμό.

Δεν έχει γεννηθεί ακόμα ο Σεφέρης που θα νιώσει ότι βουλιάζει από αυτό το βάρος που του εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρει πού να το ακουμπήσει. Η στροφή του αιώνα δεν έφερε τα ποθητά αποτελέσματα. Νέοι πόλεμοι, αναταραχές  και η Ελλάδα που χάνεται είναι η αιτία της βαρυθυμίας του.

Από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, η σκέψη μου έφτασε στον Ελύτη πάλι:

Από κήπο σε κήπο η σκέψη μου 

Δειλή σαν τριανταφυλλιά πρωτάρα 

Που αρπάζεται απ’ τα κάγκελα 

Δοκιμάζει απαρχής ν’ αρμόσει πάλι 

Με σταγόνων σφήνες λαμπερών 

Τα παμπάλαια πράσινα και τα χρυσά κείνα που μέσα μας 

Έχουν παντοτινές δεκαεφτά Ιουλίου

 

Ο ποιητής διαβλέπει μια διαρκή καλοκαιρία σε μια αυλή, όπου η σκέψη του προσπαθεί να αρμόσει τα παμπάλαια «πράσινα και χρυσά», τα  αιωνίως νέα και πολύτιμα, με άλλα λόγια,  σε μια διαρκείας δεκαεφτά Ιουλίου, ήτοι μια διαρκή καλοκαιρία, όντας ακριβώς στη μέση του καλοκαιριού. Πρόκειται για την ημέρα που το Ημερολόγιο τιμά τη μνήμη της Αγίας Μαρίνας… Είναι εκείνη που νικά τα δαιμόνια.

Σε ένα άλλο μπαλκόνι, Le Balcon του Μπωντλαίρ, αφήνω τα επιφανειακώς αθώα για να τρέξω στα εξομολογητικά, αλλιώς «ερωτικά», εσωτερικά τοπία. Σκαρφαλώνω να δω τη μέσα θέα στις δυο πρώτες στροφές, Να προσθέσω το ότι το «Μπαλκόνι» αυτό μελοποίησε ο Ντεμπισί:

Le Balcon

Mère des souvenirs, maîtresse des maîtresses,
Ô toi, tous mes plaisirs! ô toi, tous mes devoirs!
Tu te rappelleras la beauté des caresses,
La douceur du foyer et le charme des soirs,
Mère des souvenirs, maîtresse des maîtresses!

Les soirs illuminés par l’ardeur du charbon,
Et les soirs au balcon, voilés de vapeur rose.
Que ton sein m’était doux! que ton cœur m’était bon!
Nous avons dit souvent d’impérissables choses
Les soirs illuminés par l’ardeur du charbon.

Και σε μετάφραση του Αντώνη Πρωτοπάτση

Το μπαλκόνι

Μητέρα της ανάμνησης, μονάκριβη ερωμένη,

Ω εσύ, το κάθε χρέος μου! συ κάθε μου χαρά!

Στην ομορφάδα των χαδιών ο νους σου θα πηγαίνει,

Σε κείνες τις ολόγλυκες βραδυές, πλάι στή γωνιά,

Μητέρα της ανάμνησης, μονάκριβη ερωμένη!

 

Βράδια γεμάτα του τζακιού θέρμη κι αναλαμπή

Και στο μπαλκόνι ρόδινην άχνη ντυμένα βράδυα!

Πόσο γλυκειά η αγκάλη σου! πόσο η καρδιά καλή!

Συχνά είπαμε ακατέλυτα λόγια μέσα σε χάδια,

Βράδια γεμάτα του τζακιού θέρμη κι αναλαμπή.

Για όποιον ενδιαφέρεται για μια περαιτέρω correspondence του Ντεμπυσί με τον Μπωντλαίρ, ιδού εδώ:

https://youtu.be/IVw8zLRj7Q8?si=PHy6V7qwrUWaY_8M

Ακούστε με προσοχή τη μουσική, μη βιαστείτε να απογοητευθείτε, θυμηθείτε, ο Σεφέρης ήταν μέγας θαυμαστής του  Debussy. Η λιτότητα στην έκφραση, του ενός, η επανερχόμενη γύμνια του άλλου,  δικαιολογούν τα λιτά γούστα και των δυο μοντερνιστών μουσικής και ποίησης.

Όμως εγώ προσέχω την προσφώνηση:

Mère des souvenirs, maîtresse des maîtresses!

Μητέρα της ανάμνησης, μονάκριβη ερωμένη!

 

Με άλλα λόγια, Κυρία των Κυριών!!!  Είναι φανερό ότι ο ποιητής απευθύνεται στη Μνημοσύνη, στη θεά Μνήμη, αυτήν που επικαλείται ο κάθε ποιητής για να φέρει σε πέρας το  magnum opus, το μέγα έργο. Γι’ αυτήν και ο ερωτικός του λόγος.

Μια νεότερη ταράτσα έρχεται να πάρει κι εκείνη θέση στην ταράτσα parade. Είναι η Ταράτσα του Ετόρε Σκόλα –I platforma– ταινία του 1980, που είδαμε με πολύν ενθουσιασμό τον καιρό της  νιότης μας, επειδή,  μετά τον ενθουσιασμό που επιτέλους η αριστερή διανόηση γινόταν μόδα- μια ομάδα πενηντάχρονων διανοουμένων μιας φιλελεύθερης αστικής τάξης – Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Βιτόριο Γκάσμαν, Ούγκο Τονιάτσι, Ζαν-Λουί  Τρεντινιάν, Στεφανία Σαντρέλι, Κάρλα Γκραβίνα και Σερζ Ρετζιανί- επανεξετάζουν τη ζωή τους και καταλήγουν πως «τόσος πόνος τόση ζωή, / πήγαν στην άβυσσο / για ένα πουκάμισο αδειανό για μα Ελένη». Γι’ αυτό κι εκεί που σε ένα μεγάλο ανοιχτό στάδιο, όπου γίνεται ένα συνέδριο, ο ένας εξ αυτών –τον υποδύεται ο Βιτόριο Γκάσμαν –  ανάμεσα στα πολιτικά και κοινωνικά του συμπεράσματά, χωρίς να αλλάξει παράγραφο, να βάλει τελεία ή κόμμα στο λόγο του, μιλάει για τον έρωτα… Η μόνη σταθερή αξία στη ζωή, για όσο αντέξει. Η «Ελένη» είναι το δέλεαρ της ζωής. «ένα λινό κυμάτισμα…μια νεφέλη/ μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου ένα πουκάμισο αδειανό…». Ο Σεφέρης επανέρχεται συχνά σ’ αυτό, ωστόσο είναι ωραίο αυτό το ωραίο τίποτα,  για όσο αντέξει.

Για όσο αντέξει. Μεγάλη κουβέντα που ακυρώνει όλα εκείνα τα «Για πάντα», «Θα ’μαστε πάντα εραστές δεν θα χωρίσουμε ποτές», «Πάντα μαζί…» και άλλα συναφή άσματα και υποσχέσεις που ισχύουν μόνο για τη στιγμή που  δίνονται. Μα πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού όλα αλλάζουν,  πάντα ρει και ουδέν μένει… «Πες πάντα», «Πάντα» επιμένει ο ποιητής. Ε, και; το λέω, το λέει, το λέμε… Όμως μόνο με την έννοια ότι η αληθινή στιγμή, εκείνο το 00.00, εκείνη η χαραμάδα, η ρωγμή στο χρόνο,  υπάρχει, εκτός μετρημένου χρόνου και μόνο ως ανάμνηση, για πάντα.  Είναι αυτή η αστραπή για την οποία ο ποιητής συμβουλεύει: «δώσε της διάρκεια». Η μόνη διάρκεια είναι αυτή που έχουμε στο μυαλό μας.  Άλλωστε δεν αφηγούμαστε πάντοτε σε χρόνο παρελθόντα… για τα παλιά και μη λησμονημένα αλλά από τον χρόνο ακυρωμένα;

Και τα αηδόνια εξακολουθούν και δεν αφήνουν τον ποιητή να κοιμηθεί στις Πλάτρες. Οφθαλμοφανές ότι υπάρχει πάντα και η άλλη εκδοχή, να ανακαλύψουμε, δηλαδή, στη στροφή, κάτι που δεν ξέραμε ποτέ, δεν το ’χαμε  υπολογίσει, κόβαμε το κεφάλι μας πως ήταν αλήθεια και δεν ήταν, ήταν ψέμα και είχαμε λάθος μετρήσει…

Πήραμε τη ζωή μας∙ λάθος… λέει ο ποιητής, αλλά ο αναγνώστης, παρακάμπτοντας την ενοχλητική άνω τελεία εκλαμβάνει το «λάθος» ως δική μας επιλογή και ισοπεδώνει τον αστάθμητο παράγοντα που δεν είχαμε υπολογίσει∙ την ιστορία, την κοινωνική ανατροπή, την όποια αλλαγή που υπερβαίνει τη δική μας δράση. Τη Μοίρα, αλλιώς, που επιβάλλει τη δική της θέληση, ερήμην των δικών μας πράξεων. Γι’ αυτό λένε πως «όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει» ή αλλιώς και πιο απλά «λογαριάζεις χωρίς τον ξενοδόχο» …

«Η μοίρα μας χυμένο μολύβι, δεν μπορεί να αλλάξει/ δε μπορεί να γίνει τίποτε», καταλήγει ο Σεφέρης («Φωτιές του Άι- Γιάννη»)

 Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.