Τα φώτα χαμηλώνουν, η αυλαία ανοίγει και ένα μεγαλοπρεπές σαλόνι, στην Νέα Υόρκη ανοίγει στο κοινό τα κρυμμένα βαθιά στη ψυχή των ηρώων του μυστικά, επιθυμίες και ανομολόγητα πάθη. Ο μύθος ζητάει την αποκωδικοποίησή του. Όλα μεθοδεύονται έτσι, ώστε να προκύψει η εξομολόγηση ή, καλύτερα, πολλές εξομολογήσεις.
Το έργο παίζεται σε τρία επίπεδα. Στο ένα είναι η Άλμα Μάλερ στο ανάκλιντρο, ενώ ο Έλληνας Αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος γυροφέρνει, αγγίζοντας το πιάνο που έχει κεντρική θέση στον χώρο. Ο χώρος σταθερός, ο χρόνος όμως αλλάζει, πάει κι έρχεται από το τώρα της θεατρικής σύμβασης, 1949-1952, στο πριν μια δεκαετία 1939, άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας στο 1960.
Η Άλμα συζητάει με τον Μητρόπουλο, ο οποίος επιθυμεί διακαώς να εξασφαλίσει την άδεια να διευθύνει μιαν άγνωστη στο κοινό Συμφωνία του νεκρού πλέον συζύγου της, του Γκούσταβ Μάλερ.
Στη συνέχεια, στο δεύτερο επίπεδο, ο φακός πέφτει στην άλλη άκρη του σαλονιού, σε ένα άλλο ανάκλιντρο, σε ένα άλλο δωμάτιο στις Κάννες, με δύο άντρες. Ο ένας είναι ο Κλάους Μαν, ο γιος του μεγάλου συγγραφέα Τόμας Μαν, αυτού που έγραψε το Μαγικό Βουνό και τον Θάνατο στη Βενετία. Ο Κλάους αναζητά στοιχεία για τον πατέρα του. Ο μυστηριώδης γκρουμ που τον συνοδεύει, συχνά, με τα πλάγια σχόλια που κάνει τον εξωθεί σε εκρήξεις θυμού και βίαιη συμπεριφορά.
Τελικά ο Κλάους, ομοφυλόφιλος, ναρκομανής και απελπισμένος, όποιον και αν συναντήσει θα του μιλήσει, για τον διάσημο πατέρα του, παραβλέποντας ότι και αυτός έχει γράψει έργα σημαντικά, όπως το Μεφίστο το 1936, τον Λούντβιχ το 1937, αφιερωμένο στον εραστή του Thomas Quinn Curtis, και άλλα, τα οποία όμως κανείς δεν θυμάται. Το άστρο του Κλάους χλομιάζει πάντα μπροστά στον τηλαυγή αστέρα, τον πατέρα, που έχει τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ από το 1929. Ο Κλάους τελικά θα αυτοκτονήσει στις 21 Μαΐου 1949 σε ηλικία 43 ετών.
Στην άλλη άκρη του σαλονιού, στο πρώτο επίπεδο πάλι, παίζεται ένα άλλο δράμα. Η Άλμα πίνει και έτσι μπορεί πιο άνετα να ξεδιπλώνει τη ζωή της σιγά σιγά αποκαλύπτοντας το μέγα μυστήριο του έρωτα που την βασανίζει, ονοματίζοντας τους εραστές της, ανάμεσά τους και τον Όσκαρ Κοκόσκα, του οποίου το πορτρέτο με τον τίτλο Λουκρητία Βοργία κρέμεται στο σαλόνι της· μοντέλο του ζωγράφου και ερωμένη του ήταν εκείνη.
Σύζυγος του Μάλερ η Άλμα, είκοσι χρόνια νεότερή του, τον παντρεύτηκε αποδεχόμενη τον ασφυκτικό όρο να μην ασχοληθεί με τη μουσική παρά να βοηθά εκείνον στα δικά του έργα. Έχασε και μια κόρη μικρή, τεσσάρων ετών. Πώς μπορεί και ζει μια γυναίκα που δεν έκανε μουσική καριέρα ενώ φλεγόταν, που έχασε ένα μικρό παιδί, που είχε έναν σύζυγο είκοσι χρόνια μεγαλύτερο, που ήταν και άπιστος; Πώς; Γέμιζε την άδεια της ζωή με εραστές;
Τώρα χρόνια μετά, σκιά του παλιού ερωτικού εαυτού της, καταρρέει από την απώλεια της παλιάς της αίγλης. Και ο Μητρόπουλος δεν δείχνει πρόθυμος να αρπάξει το δόλωμα που του πετάει. Αντιθέτως, εκείνου τα δάχτυλα αναζητούν στη άκρη της αφής του τη μουσική αίσθηση που πάει να γίνει από ακουστική απτή… Στις 2 Νοεμβρίου του 1960, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε με τη μπαγκέτα στο χέρι, ενώ έκανε πρόβα στην Τρίτη Συμφωνία του Γκούσταβ Μάλερ* με την ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου. Ήταν 64 ετών. Τέσσερα χρόνια μετά, 11 Δεκεμβρίου 1964 πέθανε και η Άλμα σε ηλικία 85 ετών.
Εκεί, στο ίδιο σαλόνι, στο τρίτο επίπεδο της παράστασης, λες και είναι αόρατα, εκτός από τα τέσσερα πρόσωπα, κινούνται άλλα δύο, αέρινα δοσμένα στον χορό του έρωτά τους. Είναι το τρίτο επίπεδο του χρόνου. Δεν μιλούν, είναι απλώς η ζωντανή ανάμνηση του τότε, αυτό που νοσταλγεί με όλη της την ψυχή η Άλμα που το όνομά της είναι ψυχή.
Και στην όλη φαντασμαγορία, απαραίτητη η κατάλληλη σκευή. Η ενδυμασία. Μεγαλοπρεπή επιβλητικά, θεατρικά τα ενδύματα της ωραιομανούς και ωραιοπαθούς ντίβας. Τα αντρικά όλα κανονικά. Το σκούρο κοστούμι του Μητρόπουλου σαν να ήταν έτοιμος για να ανεβεί στο πόντιου, το άνετο λινό ελαφρό εκρού παντελόνι και πουκάμισο του Κλάους, του υπηρέτη το ανάλογο που χαρακτηρίζει τον ρόλο. Και του νεαρού ζευγαριού, εκείνης ανάλαφρο όπως η νιότη και η alma -ψυχή της, κι εκείνος με μια μικρή κούκλα στο χέρι υπόμνηση της μικρούλας που έχασε…
Η όλη ατμόσφαιρα, τα έπιπλα, ο καθρέφτης που διπλασίαζε τον χώρο, οι φωτισμοί, η μουσικοί, η κίνηση, οι διάλογοι, τα πάντα δημιουργούν αυτό το μη περιγράψιμο που δίνει τη δυνατότητα στα γεγονότα της πραγματικότητας να απογειώνονται.
Ο Χριστόφορος Χριστοφής κατάφερε, με αυτά τα υλικά της πραγματικότητας, να υφάνει το ανικανοποίητο και φευγαλέο σε όλες τις παραμέτρους του – το όνειρο της νιότης, του έρωτα, της δόξας, της ζωής- και να δώσει, σ’ αυτό το ελάχιστο του δυνάστη χρόνου, το κάτι παραπάνω που κάνει τον άνθρωπο καλλιτέχνη και τον καλλιτέχνη κάτι σαν θεό.
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Χριστόφορος Χριστοφής
Χορογραφία: Έρση Πήττα
Σκηνικά: Άση Δημητρουλοπούλου
Κοστούμια: Εριέττα Βορδώνη
Μουσική επιμέλεια: Χριστόφορος Χριστοφής
Σχεδιασμός Φωτισμού: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Σχεδιασμός ήχου: Βαγγέλης Κουλούρης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάνος Σπιτάλας
Βοηθός Χορογράφου: Θωμάς Σιδέρης
Μακιγιάζ: Μαίρη Ανν Αναγνωστέλη
Κομμώσεις: Κωνσταντίνος Κολιούσης
Ερμηνεύουν
Δημήτρης Μητρόπουλος: Νικόλας Παπαγιάννης
Άλμα Μάλλερ: Κωνσταντίνα Τάκαλου
Φέλιξ: Δημήτρης Μαύρος
Κλάους Μαν: Αλμπέρτο Φάϊς
Ερμηνευτές
Μαρία Βούρου
Γιώργος Βούντας
Σπύρος Μαραγκουδάκης
Θωμάς Σιδέρης
*Για την ιστορία: «Η Τρίτη Συμφωνία εκδόθηκε το 1902 και η πρώτη παρουσίαση έγινε υπό τη διεύθυνση του συνθέτη στο Κρέφελντ της Γερμανίας, στις 9 Ιουνίου 1902. Είχε προηγηθεί ο Αυστριακός αρχιμουσικός και συνθέτης Felix Weingartner (1863-1942), ο οποίος είχε διευθύνει τρία από τα μέρη της συμφωνίας, που όμως δεν έτυχαν καλής υποδοχής από το κοινό.
Διανοούμενος ο ίδιος ο συνθέτης, αντλεί τα υψηλά του νοήματα από το έργο των μεγάλων διανοητών της εποχής του, όπως των Goethe, Kant και Nietzsche, αλλά και από τον μεγάλο Κάντορα, Johann Sebastian Bach. Μέσα στο πανδαιμόνιο της φύσης, οι φιλοσοφικές του αναζητήσεις μετουσιώνονται σε μουσική. Ουμανιστής ο Mahler, θέτει στο κέντρο τον άνθρωπο –«πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» τόνιζαν οι Αρχαίοι– και όπως ο Μεγάλος Οργισμένος στην 9η Συμφωνία του, οραματίζεται κι αυτός την πανανθρώπινη συνύπαρξη.
Ο αρχικός τίτλος της συμφωνίας, δανεισμένος από το ομότιτλο βιβλίο του Friedrich Nietzsche, ήταν Η χαρούμενη επιστήμη, με υπότιτλο Όνειρο καλοκαιριάτικου πρωινού» (Μαρία Κοτοπούλη, ηλεκτρ. Περιοδικό Διάστιχο, 2-2-20).