Ο τόμος ο αφιερωμένος στον Χριστόφορο Μηλιώνη, ανοίγει με τις προλογικές σκέψεις και συγκεκριμένα ας πούμε με μια δήλωση των Εκδόσεων Αιγόκερως ότι θα ασχοληθούν με «Γραφές για λογοτέχνες» που έχουν καταγωγή από τα «Δυτικά της Πίνδου» και συγκεκριμένα από την περιοχή που ορίζεται από τα απώτατα βόρεια όρια της Ηπείρου, το Μεσολόγγι νοτίως και Επτάνησα απέναντι τους.
Ο στόχος είναι να επανεξεταστούν, με νέα σκέψη, τα κείμενα που ήδη έχουν μελετηθεί, καθώς και εκείνα που έχουν μελετηθεί αλλά όχι επαρκώς, και άλλα που διέλαθαν. Αυτό σημαίνει πως ο κάθε μελετητής έχει υπόψη του όλο το κόρπους των μελετών και των κριτικών σημειωμάτων που έχουν ήδη κατατεθεί ώστε κάτι νέο να φέρει στο τραπέζι. Τα πάντα ρει βεβαίως και είναι φυσικό ο καθένας που έχει ήδη ασχοληθεί με το έργο του Μηλιώνη να έχει κάτι νέο να κομίσει στην Τέχνη. Ή, αλλιώς, να αναδιατυπώσει, οπότε κάθε νέα γραφή μπορεί να συνιστά και μια νέα ερμηνεία, αν μάλιστα σκεφτούμε πως οι γράφοντες είναι όλοι και έμπειροι και καλά ενημερωμένοι έτσι ώστε να μην υπάρχουν πολλά για αναθεώρηση.
Ο Επιμελητής της σειράς Ευάγγελος Αυδίκος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πεζογράφος, παίρνει πρώτος τη σκυτάλη και υπογράφει το κείμενο με τον τίτλο «Χριστόφορος Μηλιώνης. Πεζοπορώντας στα Δυτικά της Πίνδου». Ο Αυδίκος θα διεξέλθει με μεγάλη άνεση πολλά προσωπικά αλλά και δημόσια συγχρόνως αφορώντα τη λογοτεχνία, σε συζητήσεις με πρόσωπα οικεία του χώρου, με τα οποία συναποφάσισαν να ασχοληθούν με αυτό το πολύπαθο κομμάτι γης και τους λογοτέχνες του. Αυτό το «πεζοπορώντας στα δυτικά της Πίνδου», θέλουμε δε θέλουμε μας ωθεί να νιώσουμε τις περιπέτειες αυτής της γης στην εσχατιά της Ελλάδας.
Συμβαίνει, βεβαίως, εκείνος που γράφει για τον τόπο του, να γράφει καλύτερα αυτά που ο ίδιος έχει βιώσει. Ως πρώτος λογοτέχνης αυτής της σειράς επελέγη ο Χριστόφορος Μηλιώνης που οι ρίζες του εισχωρούν βαθιά στον τόπο και στην Ιστορία. «Το βίωμά του που αποτελεί τη δεξαμενή της μυθοπλασίας του λειτουργεί ως αφετηρία για ανάδειξη πτυχών της σχέσης του ατόμου με όσα τον ορίζουν».
Αφού ορίσει τις συντεταγμένες του έργου του Μηλιώνη, ο Αυδίκος θα συγκεράσει με μικρές ετικέτες, τα χαρακτηριστικά του έργου του λογοτέχνη, συγκεντρώνοντας, όσο το δυνατόν τις πιο έγκυρες, από το πλήθος, απόψεις.
Ο κριτικός, πάντοτε αγαπητός και στενός φίλος του Μηλιώνη, Αλέξης Ζήρας μελετά τους τόπους στο έργο του λογοτέχνη, «το εκεί» τη παιδικής, της νεανικής και ώριμης ηλικίας, αλλά και με το «εδώ της ετεροτοπίας». Το «εκεί» του Μηλιώνη είναι η Ήπειρος με τους θρύλους της, τα ακούσματα άλλων και τα δικά του, τον ασκητικό μικρόκοσμό της και, εν γένει, όλα τα δεινά της πατρώας γης, η οποία είναι πάντα παρούσα ακόμα και όταν δεν κατονομάζεται. Όπως έχει συμφωνήσει η κριτική, γράφει ο Ζήρας, «ο Μηλιώνης είναι συνεχιστής της πεζογραφικής παράδοσης που ξεκινά από τους παλαιότερους -Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό- και φτάνει στους νεότερους -Δημητρίου, Χατζή, Ιωάννου.
Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, δημοσιογράφος και κριτικός, θα μιλήσει για τα δείγματα γραφής της ύστερης δημιουργίας του πεζογράφου, από το 2002 που συμπληρώνει τα 70 χρόνια του και έως τα τελευταία θησαυρίσματα, «ως ένα είδος έσχατου αποχαιρετισμού», το 1917, χρονιά που πέθανε. Ο Χατζηβασιλείου διακρίνει την απόσταση του λογοτέχνη «από τις εξιδανικεύσεις της νοσταλγίας και της πατριδογνωσίας…», ωστόσο, «ένα σκιώδες φασματικό στοιχείο θα εντοπιστεί γρήγορα στη δράση..», το οποίο ο κριτικός θα παρακολουθήσει σε πολλά κείμενα του Μηλιώνη.
Ο Βασίλης Βασιλειάδης, Επίκουρος Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ, μελετά την «Αφηγηματική διαχείριση του αδύνατου νόστου στην πεζογραφία του Χριστόφορου Μηλιώνη», σε μεγάλης έκτασης, βαθιάς και πλατιάς ανάπτυξης, κείμενο. Σταματώ σε μία μόνο λεπτομέρεια· στον «αινιγματικό και ασάλευτο» γέρο που στέκεται και παρατηρεί το συνεργείο και τα μέλη του που εργάζονται σε ένα γεφύρι. Το γεφύρι που θεωρείται στοιχειωμένο, στο διήγημα «Το φαράγγι», έχει γκρεμιστεί από χρόνια και ξαναφτιάχνεται. Ο γέρος αυτός είναι βεβαίως ο λογοτέχνης ο ίδιος που γίνεται μέρος του μύθου του, και του οποίου το «βλέμμα … σαρώνει ένα ευρύ οπτικό πεδίο… εκείνο της ιστορικής επίγνωσης».
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος, συγγραφέας-μεταφραστής, στο τιτλοφορημένο δοκίμιό του «Κάτω από το πέτρινο βλέμμα των Ακροκεραυνείων» μιλά για τις «γεωγραφικές οντότητες με ιστορικές συνδηλώσεις, στ’ Ακροκεραύνεια», τα οποία «υψώνονται μυθικά σχεδόν, αλλά πάντως αδιάφορα κι αμέτοχα, σαν φόντο στις τραγωδίες των ανθρώπων».
Η κριτικός ποιήτρια και δοκιμιογράφος Άννα Αφεντουλίδου γράφει για «Το αγκαθερό φορτίο της μνήμης μιας υβριδικής αφήγησης, μέσα από επιστολές ομοτέχνων», στο οποίο προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν υπάρχει ταύτιση των βιωμάτων του συγγραφέα με αυτά του αφηγητή. Ο Μηλιώνης είχε παραδεχτεί πως οι ιστορίες του είναι κατά κάποιον τρόπο «φάσεις της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής», αλλά ο αναγνώστης θα πρέπει να ξεχωρίζει τον ενδοκειμενικό αφηγητή από τον συγγραφέα.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, φιλόλογος-συγγραφέας μετά από ένα περιεκτικό εργοβιογραφικό κείμενο περνά στο ερευνητικό πεδίο με θέμα τις αναπαραστάσεις των δασκάλων σε πέντε πεζογραφήματα του Μηλιώνη, όπου η εξετάζεται ο δάσκαλος, αρχής γενομένης από τον πατέρα του Μηλιώνη, Μιχάλη Μηλιώνη. Ο δάσκαλος είναι μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, άνθρωπος με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος και της δικαιοσύνης και της συμφιλίωσης στα χρόνια του μετεμφυλιακού διχασμού.
Ακολουθούν πολλά ακόμη -τα μελετήματα είναι είκοσι- και όλα σημαντικών κριτικών, μελετητών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και μεταφραστών. Και κάνοντας κύκλο, το βιβλίο κλείνει πάλι με τον Ευάγγελο Αυδίκο που άνοιξε τον χορό, μιλώντας για «Το ισοκράτημα στην πεζογραφία του Χρ. Μηλιώνη: από το δημοτικό τραγούδι, στο σαξόφωνο και στα λαϊκά». Εδώ θα δούμε τις εξακτινώσεις του δημοτικού τραγουδιού σε άλλες μορφές τέχνης, πέραν την ποίησης, της μουσικής εν προκειμένω, και συγκεκριμένα την ένταξη του δημοτικού τραγουδιού στο έργο του, όχι ως διακοσμητικού μοτίβου αλλά «ως φορέα ενός συμπαντικού ύφους ως παραγωγού τοπικού και κοσμικού ύφους.
Τελικώς ο κοινός παρονομαστής είναι τα «Δυτικά της Πίνδου» από όπου εκκινούν όλες οι εξακτινώσεις- εντοπιότητα, ιστορία, διαπλοκή της με τον μύθο αλλά και την καθημερινή ζωή, βιώματα, συναισθήματα. Με πλούσιο διακείμενο, συγκίνηση, άλλοτε πρόδηλη και άλλοτε συγκεκαλυμμένη, πλούσιο υπομνηματισμό, λόγο και μουσική περαίνεται και τούτου του δράματος η κάθαρση.
Το βιβλίο διανθίζεται από πολλές φωτογραφίες του λογοτέχνη, άλλοτε με την οικογένειά του, τη σύζυγό του καθηγήτρια πανεπιστημίου Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη και την κόρη τους Δάφνη και άλλοτε με φίλους, μαθητές, συμφοιτητές και ομοτέχνους. Επίσης ενδιαφέρουσα είναι η ενότητα όπου καταγράφονται, μάλλον φωτογραφίζονται, χειρόγραφα του Μηλιώνη με δημοτικά τραγούδια στα οποία συχνά υπάρχουν δικά του σχόλια –όνομα του προσώπου που το παρέδωσε-τραγούδησε και τόπος, χρόνος, ηλικία, παρατηρήσεις.
Ο τόμος είναι καλαίσθητος, πραγματώνει τον σκοπό του Ευάγγελου Αυδίκου και δικαιώνει με τα κείμενα τον σκοπό που εμφαίνεται στον τίτλο του, «Νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις», αν και όλα, όσο νέα και αν είναι πάλι στα παλιά ακουμπούν και αναδεικνύουν τη διαχρονική αλήθεια των έργων του Μηλιώνη, την αλήθεια του ανθρώπου που τα έγραψε και τη σταθερή παρουσία του στη Λογοτεχνία.
Όσο για τον τιμώμενο Χριστόφορο Μηλιώνη, το πλατύ και ευτυχισμένο χαμόγελό του στο εξώφυλλο του βιβλίου, ας το εκλάβουμε ως επιβεβαίωση ότι είναι ικανοποιημένος από το ωραίο βιβλίο, επιστημονικό βοήθημα, απολαυστικό ανάγνωσμα για κάθε αναγνώστη Ηπειρώτη ή της άλλης Ελλάδας κάτοικο.
Ανθούλα Δανιήλ