Ο Χρήστος Αντωνίου έχει γνώση βαθιά και αίσθηση του Γιώργου Σεφέρη. Καημός κι αγάπη αγιάτρευτη, από την πρώτη νιότη, σε όλη τη διάρκεια της παραγωγικής περιόδου και μέχρι σήμερα και όσο πάρει.
Ποιητής ο ίδιος, πολιτικός πρωτίστως, ερωτικός επίσης, με κοινωνική ματιά. Δηλαδή από όλα.
Η σχέση του με τον Σεφέρη στέφεται, αρχικά, από ένα διδακτορικό – Ο κόσμος της γοργόνας– ακολουθεί ένα βιβλίο με δοκίμια, όπου οι γοργόνες γίνονται εννιά ακολουθούμενες από χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα –Εννιά γοργόνες και χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα– είναι ο τίτλος. Έχει ακόμα εφτά ποιητικές συλλογές, άπειρα κείμενα για τον Σεφέρη αλλά και βιβλιοκριτικές σε βιβλία άλλων, εργάστηκε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο των Βρυξελλών, (θέση επίλεκτη για έναν εκπαιδευτικό, την οποία καταλαμβάνει κανείς με ειδικά προσόντα), έγινε μέλος του Δ.Σ. της ΠΕΦ, Ειδικός και Γενικός Γραμματέας, Σχολικός Σύμβουλος, Επιμορφωτής στην Ακαδημία της Λαμίας, και μέλος της συντακτικής Ομάδας του περιοδικού Περί ου. Εν ολίγοις, τηρουμένων των αναλογιών, είναι Homo uninversalis.
Το παρόν βιβλίο του Χρήστου Αντωνίου -«Πάλι για τον Γιώργο Σεφέρη»-δείχνει την εμμονή του μελετητή με το αγαπημένο αντικείμενό του και παίρνει τον τίτλο του από τον εντυπωσιακό τίτλο ενός από τα δοκίμια του τόμου· «Είχε τα μάτια της Σαλώμης». Ο Χρήστος Αντωνίου σε κάθε δοκίμιο ξεχωριστά διερευνά διεξοδικά το θέμα του και όλα αυτά τα δοκίμια, τα οποία έχει κατά καιρούς παρουσιάσει σε εκδηλώσεις για τον Σεφέρη, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ή έχει δημοσιεύσει, συναποτελούν μια πλήρως εμπεριστατωμένη μελέτη σ’ αυτό το βιβλίο, για το έργο του ποιητή, αν μπορεί κανείς να πει πως ολοκληρώνεται ποτέ η μελέτη για ένα τέτοιον ποιητή.
Και τι ιδιαίτερο έχουν τα μάτια της Σαλώμης; Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Έχουν. Είναι ίδια με της γάτας του, της Τούτης, όπως και όλα της: μάτια, εβένινα μαλλιά, λικνίσματα, έντονο ερωτισμό. Και δεν τα έχει μόνο η Σαλώμη και η γάτα του η Τούτη, αλλά τα έχει και η Λου και η Ζακλίν και κάμποσες άλλες γυναίκες που μπήκαν στην ζωή του ποιητή… Οι λεπτομέρειες στις σελίδες του βιβλίου.
Στην παρούσα περίσταση, επειδή δεν μπορούμε να σταθούμε σε όλα, θα κάνω μόνο νύξεις, ειδοποιώντας τον αναγνώστη, ακόμα κι εμένα, πως ότι επιπλέει στον αφρό του ποιήματος είναι απλώς μία εικόνα και ότι πίσω από κάθε λέξη και κάθε εικόνα ή όνομα κρύβονται πολλά που, αν ερευνηθούν, θα δώσουν άλλα νοήματα και θα οδηγήσουν σε άλλα συμπεράσματα από αυτά που ξέρουμε ή νομίζουμε πως ξέρουμε…
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλι
Η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό…
Για θάλασσα μιλάει ο ποιητής; Όχι!!! Η θάλασσα απλώς είναι μια αναλογία.
Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί και ως ένα εργοβιογραφικό για τον μεγάλο μας ποιητή, τον Γιώργο Σεφέρη, Αφού αρχίζει από τα παιδικά του χρόνια, στη Σκάλα στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, όπου περνούσε με την οικογένειά του τα καλοκαίρια του. Και αυτή η πληροφορία είναι πολύ σημαντική, αφού τα παιδικά χρόνια στιγματίζουν τη ζωή κάθε ανθρώπου και ειδικά του Σεφέρη, καθώς και τη σχέση με τον πατέρα του, η οποία θα είναι τραυματική μέχρι το τέλος του…
Και πάω σε ένα ποίημα που έγραψε ο Σεφέρης στην Κύπρο και διαβάζω…
Όμως το ξύλινο μαγκανοπήγαδο — τ’ αλακάτιν,/ κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς / μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,/ γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;/ Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή /βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου / γιατί την είπες φωνή πατρίδας;
Και εδώ είναι ο ίδιος που ρωτάει το εαυτό του, που στέκει συγκλονισμένος κι ακούει τον ήχο του μαγκανοπήγαδου, που ξύπνησε και μίλησε με τη φωνή του νησιού. Ο Σεφέρης όμως τον ήχο του μαγκανοπήγαδου τον ονόμασε φωνή πατρίδας, και εννοούσε της δικής του πατρίδας και συγκεκριμένα φωνή των Βουρλών και της παιδικής του ηλικίας. Και βόγκηξε το ξύλινο μαγκανοπήγαδο — τ’ αλακάτιν και ο ποιητής άκουσε μέσα από αυτό το βογκητό τα πάθη της Μικράς Ασίας και ταυτοχρόνως τα πάθη της Κύπρου.
Γι’ αυτό πολύ σωστά ο Αντωνίου λέει ότι θα πρέπει να ξαναδιαβάσουμε το έργο του Σεφέρη, λαμβάνοντας υπόψη μας, την «ενσαρκωμένη πατρίδα» του, την παιδική του ηλικία στη Σκάλα. «Πατρίδα μου είναι τα παιδικά μου χρόνια»… κι αυτά τα παιδικά χρόνια γυρεύει συχνά στα ποιήματά του. Όταν αργότερα θα επισκεφτεί τα Βουρλά, θα νιώσει «βαθιά θλίψη και αμηχανία», λέει ο Αντωνίου, και παραθέτει τους στίχους: «μετακινώντας τσακισμένες πέτρες … μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας»…
Από τα παιδικά του χρόνια αναδύονται ήθη και έθιμα. Ο Άι-Γιάννης και ο Κλήδονας. Η γοργόνα και τα παραμύθια, η γοργόνα και ο Μεγαλέξανδρος, η γοργόνα θάλασσα, πατρίδα, όραμα. Η «γοργόνα» γίνεται η λαϊκή παράδοση, η οποία για τον Σεφέρη θα συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες μερίδες των Ελλήνων. Η γοργόνα είναι το σύμβολο του αναβαθμισμένου Ελληνισμού, και συμβολίζει το όραμα του Σεφέρη που είναι η πνευματική αναβάθμιση της Ελλάδας.
Εννιά είναι τα ποιήματα με γοργόνες. Μία από αυτές βρίσκεται στο ποίημα «Λεωφόρος Συγγρού 1930», όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
όταν αφήσεις την καρδιά σου και τη σκέψη σου να γίνουν ένα με το μαυριδερό ποτάμι που τεντώνει και ξυλιάζει και φεύγει:
Σπάσε το νήμα της Αριάδνης και να!/ Το γαλάζιο κορμί της γοργόνας.
Η ευθεία γραμμή της ασφάλτου «το μαυριδερό ποτάμι που τεντώνει ξυλιάζει και φεύγει» είναι ο δρόμος, η λεωφόρος που μας βγάζει από το λαβύρινθο της πόλης και μέσα σε λίγα λεπτά μας φέρνει στη θάλασσα του Φαλήρου. Αυτή η θάλασσα είναι η γοργόνα που κολυμπάει αλλά είναι και η Ελλάδα που ταξιδεύει στην αιωνιότητα.
Μία άλλη γοργόνα βρίσκεται σ’ ένα άλλο ποίημα, αλλά με τον ίδιο τίτλο, «Λεωφόρος Συγγρού, β΄», το 1935, όταν ο βασιλιάς Γεώργιος επιστρέφει στην Ελλάδα και ανεβαίνει εν χορδαίς και τυμπάνοις τη λεωφόρο Συγγρού, ο Σεφέρης απογοητευμένος, επειδή επιστρέφει ο βασιλιάς, γράφει πάλι:
Η λεωφόρο Συγγρού πλατιά και μυστική κρύβοντας κι αργοπορώντας κι έπειτα δείχνοντας ξαφνικά
το κορμί της γοργόνας γυμνό, με ξέπλεκα ως τον ορίζοντα μαλλιά,
με δέρμα τριανταφυλλί, βυθισμένο λιγάκι στο κρασάτο νερό, με το στήθος
αναγυρτό και κόκκινο στην άκρη καθώς έπαιρνε να βασιλέψει ο ήλιος…
Το όραμα της ερωτικής γοργόνα απομακρύνεται στον ορίζοντα. Στις 4 Αυγούστου 1936 θα κηρυχτεί η δικτατορία του Μεταξά. Έκτοτε δεν έχουμε πια γοργόνες. Υπάρχει όμως μία ανάπηρη στη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, όταν κηρύσσεται η Απριλιανή δικτατορία των συνταγματαρχών.
Η Γοργόνα, για να επανέλθουμε, μυθολογικά είναι ένας δαίμονας της θάλασσας που βουλιάζει τα καράβια και στη λαϊκή παράδοση είναι αδελφή του Μεγαλέξανδρου που τον αναζητεί, όπως λέει ο γνωστός μας μύθος. Ποιον; Τον Ελληνισμό!
Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί την εικόνα της γοργόνας στο εξώφυλλο των βιβλίων του. Όταν η γοργόνα είναι ήρεμη, όλα είναι καλά. Όταν είναι αγριεμένη τα πράγματα είναι άσχημα. Να θυμίσω ότι η γοργόνα βρίσκεται πάνω στην ασπίδα των Αθηναίων στρατιωτών. Και επίσης να θυμίσω το τραγούδι του Σαββόπουλου «τη γοργόνα ποιος την ξύπνησε απ’ την ασπίδα;»· πρόκειται για τον στίχο 574 από τους Αχαρνής του Αριστοφάνη: Τις γοργόν’ εξήγειρεν εκ του σάγματος; πράγμα που σημαίνει ποιος ξεκίνησε πόλεμο; και φυσικά πρόκειται για τον Πελοποννησιακό. Όσο η γοργόνα κοιμόταν υπήρχε Ειρήνη. Το ξύπνημα σημαίνει πόλεμο.
Στο μυθιστόρημα που έγραψε ο Σεφέρης Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, ήρωάς του είναι ο Στράτης, προσωπείο του Σεφέρη, και στη ζωή του Στράτη μπαίνουν τρεις γυναίκες… Η μία είναι η Σαλώμη. Η άλλη είναι η Μπίλιω και η τρίτη είναι η Λάλα.
Ονομάτων επίσκεψις: Σαλώμη είναι η Ειρήνη, και ο καιρός της Ειρήνης φέρνει χαλάρωση που μπορεί να οδηγήσει σε κακοδαιμονία. Η Σαλώμη είναι μια επικίνδυνη γυναίκα, με «ένα μη προσδιορισμένο σώμα», «μισή πραγματικότητα και μισή μυθιστόρημα, με το οποίο δεν μπορεί να επικοινωνήσει» ο Στράτης-Σεφέρη, λέει ο Αντωνίου. Ωστόσο, καταλήγει στο ότι η Σαλώμη μπορεί να είναι «ο ίδιος ο εαυτός του με τον έντονο ερωτισμό του, τις ευρωπαϊκές επιδράσεις του, τις δυσκολίες στην ποιητική του έκφραση και τη μετάβασή του από τον αισθητισμό στον μοντερνισμό».
Η Μπίλιω, υποκοριστικό της Βασιλικής, είναι η σταθερή λαϊκή παράδοση που όμως και αυτή, στους καιρούς του Σεφέρη, δεινοπαθεί. Η Λάλα· τι σημαίνει «Λάλα», ίσως τίποτα, ίσως πάλι να είναι αυτή που λαλεί, ίσως είναι η Ποίηση, ίσως η τραυματισμένη γοργόνα. Κι ο ποιητής, ο Σεφέρης, όπως ο αρχαίος Όμηρος ψάλλει τα πάθη του ανδρός του πολυμήχανου και ταλαιπωρημένου Οδυσσέα, έτσι και αυτός τώρα θα ψάλει τα δικά του που μοιάζουν με εκείνου ως προς την ταλαιπωρία και την περιπλάνηση στον κόσμο.
Με τον πόλεμο του ’40, ο Σεφέρης θα ακολουθήσει την εξόριστη κυβέρνηση, όπου θα συγχρωτίζεται με ανθρώπους που ήταν στελέχη στη δικτατορία του Μεταξά που όμως καθόλου δεν εκτιμά, όπως ο Μανιαδάκης, ο Μελάς, ο Τσουδερός ο δολοπλόκος, ο Νικολούδης ο ματαιόδοξος και άλλοι εγωπαθείς χαρακτήρες… οι στίχοι «Κύριε, όχι μ’ αυτούς… Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου», δείχνουν το μέγεθος της απελπισίας του Σεφέρη. Στα ποιήματα «Τελευταίος σταθμός» και «Το απομεσήμερο ενός φαύλου» δείχνει την εμπειρία του από τον πόλεμο που τελείωσε και το ήθος των Ελλήνων πολιτικών που επιστρέφουν από την Αίγυπτο. Και πριν προλάβει να χαρεί την απελευθέρωση και την επιστροφή στην Ελλάδα, θα έρθει «ο εφιάλτης του εμφύλιου σπαραγμού». Για αυτό ο Σεφέρης είναι πάντα σοβαρός και βαρύθυμος. Αυτά είναι τα κείμενα του βιβλίου.
Ένα από τα τελευταία αφορά μια «Συζήτηση» την οποία κάνει με την υποφαινόμενη, Ανθούλα Δανιήλ. Το κείμενο προέκυψε μία από φωτογραφία του Σεφέρη, στον αρχαιολογικό χώρο της Παλμύρας, καθισμένο πάνω σε ένα ογκώδες μάρμαρο. Τρεις μέρες όσες διήρκεσε ένα Συμπόσιο στην Αγία Νάπα, όπου σεφεριστές μαζεύονται και μιλούν για τον Σεφέρη, μεταξύ αυτών και εγώ, κοίταζα την αφίσα και ένιωθα σαν να μου μιλούσε και σαν να του μιλούσα ή μέσα από τη φωτογραφία του έκανα ψυχανάλυση. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ καιρό και στην Αθήνα, οπότε έγραψα το κείμενο και το δημοσίευσα. Όταν το διάβασε ο Αντωνίου, που ήταν επίσης στο Συμπόσιο, αμέσως έγραψε τα δικά του παίρνοντας αφορμή από τα δικά μου… κι έτσι προέκυψε αυτή είναι η «συζήτηση». Και συνεννοηθήκαμε δια του ασχέτου, που λέει και ο Ελύτης.
Πρέπει να τονίσω πως τα κείμενα που γράφουμε μας τραβούν από το μανίκι, μας ενδιαφέρουν και μας κεντρίζουν είτε για να συμφωνήσουμε είτε για να διαφωνήσουμε. Όπως και να ’ναι αυτό που θα προκύψει είναι ένα βήμα παραπέρα και από τα ήδη ειπωμένα.
Εγώ, λοιπόν, έβλεπα τον Σεφέρη σαν τον Σικελιανό, στην «Ιερά Οδό» καθισμένο σε μια πέτρα, και σαν τον αρχαίο Ηράκλειτο καθισμένο παρομοίως στο αρχαίο θέατρο της Εφέσου, έξω από τον χρόνο, αφού και οι δύο βρίσκονται μακριά, ο ένας αρχαίος και ο άλλος σχεδόν 70 χρόνια πεθαμένος. Κι ο Σεφέρης μιλάει μαζί τους κι εγώ και με τους τρεις.
Ο Χρήστος, δεν το είπα τυχαία στην αρχή, είναι πολιτικός ποιητής. Τον ενδιαφέρει ο Σεφέρης μέσα στις κανονικές συντεταγμένες χώρου και χρόνου. Οπότε μελέτησε τις πολιτικές παραμέτρους της ζωής του Σεφέρη, εκείνον τον καιρό, τον καιρό της φωτογραφίας στα ερείπια της Παλμύρας, τον Απρίλιο 1953.
Εγώ επιχειρώ να δω το άνθρωπο σαν οντότητα μέσα σε ένα κόσμο που γκρεμίζεται, που χάνεται και αλλάζει. Ο Χρήστος ρίχνει βαθιά στοχαστική ματιά πάνω στον πολιτικό άνδρα, στον Ελληνισμό που και αυτός χάνεται… εγώ στον άνθρωπο που σαν σπυρί της άμμου πάλι χάνεται, ερήμην των πολιτικών εξελίξεων.
Η φωτογραφίες είναι τεκμήρια, λέει ο Αντωνίου. Είναι τεκμήρια της φυσικής παρουσίας του ποιητή αλλά και μαρτυρίες της σκέψης του. Ο Σεφέρης πάντα τραβούσε φωτογραφίες και υπομνημάτιζε… επομένως, οι φωτογραφίες είναι ισοδύναμες με τις ημερολογιακές καταγραφές, καθώς και τα ποιήματα στα οποία έβαζε τόπο και χρόνο.
Μας το έχει ήδη πει και στη Γυμνοπεδιά, στο ποίημα «Σαντορίνη»:
Γράψε, αν μπορείς, το τελευταίο σου όστρακο,
τη μέρα, τ’ όνομα, τον τόπο,
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει…
Ε! η φωτογραφία είναι και αυτή ένα όστρακο.
Ο Σεφέρης με τις φωτογραφίες μνημειώνει τα περιστατικά της ζωής. Και πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν έχουν καμιά σχέση με την τουριστική ανάμνηση μιας εκδρομής· οι τουρίστες τού φέρνουν ενόχληση… Ο Σεφέρης επισκέπτεται έναν τόπο, χώρο, μνημείο, με θρησκευτική ευλάβεια. Είναι προσκυνητής. Επομένως ο Αντωνίου λέει πως η συγκεκριμένη φωτογραφία, όπως και οι άλλες του, «αποτελούν μια πύλη ερμηνείας της ψυχολογικής και πνευματικής κατάστασης του ποιητή και του έργου του. Αποτελούν σημαδούρες, “μποτίλιες στο πέλαγο”». Και όταν ο Σεφέρης μιλάει για «πέλαγο» εννοεί τον χρόνο, το αχανές της ζωής…
Ο Αντωνίου καταλήγει πως με το κείμενό του, συνέχεια του δικού μου, ήθελε να δείξει «τι θα μπορούσαν να συζητήσουν δύο κορυφαίοι ποιητές κι’ ένας φιλόσοφος της αρχαιότητας που μοιράζονται το ίδιο όραμα, συμβολικά καθισμένοι στην πέτρα-θρονί σ’ απομεινάρια αρχαίων μαρμάρων στην Παλμύρα ο Σεφέρης, στην «Ιερά οδό»- στον δρόμο προς την Ελευσίνα- ο Σικελιανός και στην Έφεσο» ο Ηράκλειτος. Και οι τρεις ζητούν τον ελληνισμό, τη συνέχεια:
Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδελφό μου
Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας / κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου.
Ο Σεφέρης φωνάζει μέσα στο αρχαίο θέατρο της Εφέσου τον αδελφό του. Ποιος είναι ο αδελφός; Μπορεί να είναι ο Άγγελος που πέθανε στην Αμερική, εκείνο τον καιρό, μπορεί να είναι ο Ηράκλειτος, μπορεί να είναι ο Σικελιανός ή και ο Ελληνισμός που διασχίζει τους αιώνες.
Το βιβλίο έχει πάρα πολλά και πολύ σημαντικά θέματα. Είναι μια πολύπλευρη και ολοκληρωμένη μελέτη, εφ’ όλης της σεφερικής ύλης και μια σημαντική συμβολή στη σεφερική βιβλιογραφία.
Ανθούλα Δανιήλ