Η Ποίηση αρχίζει …εκεί που ο ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται, γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά και αυτή η σκέψη έφτασε αυτομάτως στο νου μου όταν διάβασα τον τίτλο- στίχο του Γιάννη Ρίτσου στο βιβλίο της Δέσποινας Παπαστάθη, «Εκεί που σμίγουν η μέρα και η νύχτα». Πρόκειται δηλαδή για ένα σημείο οριακό όπου τα αντίθετα αγγίζονται.
Η εντριβής περί τα λογοτεχνικά Καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ως Εργαστηριακό Διδακτικό προσωπικό, μελετά Λογοτεχνία του 20ού και 21ου αιώνα, ενώ στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται οι σχέσεις της λογοτεχνίας με τις άλλες τέχνες. Η φωτογραφία, η ζωγραφική, η γλυπτική (ωστόσο και η μουσική είναι ένα μέγαλο κεφάλαιο στο οποίο όλοι μετέχουν και οπωσδήποτε η γενιά του τριάντα και ο Ρίτσος ειδικά).
Η Δέσποινα Παπαστάθη επιχείρησε και κατόρθωσε να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά της ποίησης του μεγάλου μας ποιητή και, συγκεκριμένα, τον μύθο, όπως τον παρέλαβε και όπως τον τροποποίησε, ανάλογα με τα ιστορικά δεδομένα στην εποχή του και στη ζωή του.
Το βιβλίο επιμερίζεται σε τέσσερα κεφάλαια, προηγούνται ενημερωτικά Προλεγόμενα και ακολουθεί εμβριθέστατη Εισαγωγή και στο τέλος ακολουθεί το Αντί Επιλόγου και η πλούσια βιβλιογραφία.
Στα Προλεγόμενα, λοιπόν, η Καθηγήτρια αναλαμβάνει να ορίσει τον μύθο. Τι είναι μύθος; Την απάντηση προσπαθεί να δώσει ο Άγιος Αυγουστίνος, ο οποίος ξέρει τι είναι αλλά δυσκολεύεται να τον εξηγήσει. Από τα λεξικά η Παπαστάθη επιλέγει το ότι ο μύθος είναι φανταστική διήγηση, λογοτεχνικό είδος, υπόθεση έργου, λέξη , λόγος, διήγηση. Ο Ρολάν Μπαρτ παραδέχεται πως είναι λόγος, «όχι ένας οποιοσδήποτε λόγος, αλλά ένα σύστημα επικοινωνίας, ένα μήνυμα που προφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο, έχοντας συγκεκριμένη μορφή και χωρίς όρια ουσία».
Είναι γνωστό ότι οι μύθοι των αρχαίων πολιτισμών συνέβαλαν στην ανασυγκρότηση του πολιτισμού της Δύσης. Όταν μιλάμε λοιπόν για τον αρχαίο μύθο στη σύγχρονη λογοτεχνία, μελετάμε τον τρόπο που ο μύθος εμφυτεύτηκε στη λογοτεχνία μας.
Στην παρούσα εργασία η Παπαστάθη, θα ερευνήσει κυρίως τον μύθο των Ατρειδών στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ειδικά τον Ορέστη, τον Αγαμέμνονα, την Ιφιγένεια, που ανήκει στα θέματα μακρόχρονης ενασχόλησής της. Στα σχόλιά της θα επικαλεστεί τον Γιώργο Βελουδή, ο οποίος παρατηρεί ότι ο Ρίτσος «παγιώνει τη μυθική μέθοδό του» μεταξύ 1936 με 1938, και την Αλεξάνδρα Ζερβού, η οποία εντοπίζει τρεις φάσεις, 1935-1959, με τον μύθο συμπλήρωμα της σκηνογραφίας, 1959-1975 με πολύστιχες συνθέσεις, αλλά και μικρές, και τέλος από το 1975
και εξής, όπου κυριαρχεί μια πολυσημία μυθικών συμβόλων.
Ωστόσο η κάθε κατηγοριοποίηση γίνεται για τη διευκόλυνση της μελέτης. Επομένως σε μια πρώτη κατηγορία έχουμε τα ποιήματα, στα οποία η μυθολογία αξιοποιείται απλώς ως αναφορά αλλά και ως κύριο αφηγηματικό πλαίσιο. Στη δεύτερη, έχουμε ποιήματα, όπου η ιστορία διαδραματίζεται με ρόλο ανάλογο του μύθου. Στην τρίτη έχουμε «συνθέσεις με άξονα τον ποιητικό στοχασμό πάνω σε ερείπια ή τεχνουργήματα…».
Τελικώς, ο τρόπος της εκμετάλλευσης του μύθου ποικίλλει. Ανοίγει προοπτικές και ικανοποιεί ανάγκες του ποιητή, του δίνει ελευθερία και ευκαιρία έφρασης ατομικής και κοινωνικής βιογραφίας. (τηρουμένων των αναλογιών «η ποίηση είναι …ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας», όπως υποστηρίζει και ο Μανόλης Αναγνωστάκης, υπάρχει βεβαίως και η εκδοχή του Όσκαρ Ουάιλντ «δώσε στον άνθρωπο μια μάσκα και θα σου πει όλη την αλήθεια»).
Ο μύθος, λοιπόν, βόλεψε τον κατατρεγμένο Ρίτσο όχι μόνο να μιλήσει για τον εαυτό του αλλά και για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, όπως άλλωστε βόλεψε και τους αρχαίους τραγικούς που έκαναν το ίδιο. Ο Ρίτσος έχει άλλωστε σχέση με το θέατρο και ξέρει καλά και τη μάσκα και τους τραγικούς και τους δικούς του συντρόφους. Να λάβουμε υπόψη μας ότι δεν είναι μόνο οι πολιτικοί αντίπαλοι αλλά και το «σινάφι», όπως έλεγε ο Σεφέρης, που έπρεπε να λάβει υπόψη του για το τι θα πει και πώς θα το πει…
Ο Παντελής Πρεβελάκης θεώρησε τα μυθολογικά ποιήματα του Ρίτσου «άλλοθι» για τη λογοκρισία. Η Χρύσα Προκοπάκη τα θεώρησε ως το «τραγικό συντελεσμένο». Επομένως οι αναχρονισμοί είναι υπολογισμένοι και ιστορία σημαίνει πρώτα από όλα: παρόν, όπως έλεγε ο ίδιος ο ποιητής. Έτσι στον Ρίτσο θα βρούμε τρία νοηματικά και συνειδησιακά επίπεδα, κατά την Παπαστάθη, το ιστορικό –μυθολογικό, το ατομικό-ψυχολογικό και το σύγχρονο-επικαιρικό.
Η Παπαστάθη γνωρίζει πολύ καλά το κείμενο και τις μεταμορφώσεις του ποιητή και με ποιήματα επιλεγμένα τεκμηριώνει κάθε λέξη, άποψη, σκέψη που καταθέτει στο βιβλίο της και τη συμπληρώνει με των ομολόγων της τα συγγράμματα.
Ο Πήτερ Μπήαν θεωρεί τον μύθο αποκάλυψη, ο Κρεσέντσιο Σανζίλιο συνδέει τον μύθο με τον βιόκοσμο του ποιητή, η Μαρίκα Θωμαδάκη επίσης, ο Στέφανος Διαλησμάς σημειώνει πως ο Ρίτσος δεν αντιγράφει αυτούσιο τον μύθο αλλά μεταπλάθει και τον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά, το πρόσωπο… σύμφωνα με τη θέλησή του και τον εκσυγχρονίζει. Παράδειγμα προσφέρει η Κλυταιμνήστρα, οποία δεν παρουσιάζεται ως δολοφόνος και άπιστη γυναίκα αλλά είναι μορφή θετικά σηματοδοτημένη (Να θυμίσουμε την αντίστοιχη θέση της Γιουρσενάρ).
Ο μύθος των Ατρειδών με τα δεινά του παραπέμπει στις προσωπικές περιπέτειες του ποιητή. Από την οικογένεια των Ατρειδών απόμειναν δύο αδελφές εκ των οποίων η μία τρελάθηκε και τούτο συνιστά σαφή αναφορά στην οικογένεια Ρίτσου και στην τραγική αδελφή του Λούλα. Το «νεκρό σπίτι» είναι το δικό του και όχι το ανάκτορο των Μυκηνών μόνο. Το σκουριασμένο σπαθί και το μακρύ φέρετρο του σκοτωμένου είναι του Αγαμέμνονα (που μας φέρνει στο νου στον στίχο του Διονυσίου Σολωμού, «Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει τον γίγαντά μου»), ενώ οι στρατιώτες με τις ψείρες στη φανέλα τους μας θυμίζουν τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη από το Άξιον Εστί «Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ώς το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο».
Ο Ρίτσος έχει συχνές αναφορές στον Χριστό και στην ορθοδοξία από όπου αντλεί σύμβολα, θέματα και ιδέες (Να θυμίσω και την περίφημη εικάνα του Χριστού με τα παιδιά μέσα στο χωράφι, στο «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» του Ρίτσου βεβαίως).
«Μια νυχτερίδα χτύπησε στο τζάμι», το υπόλοιπο σπίτι φαίνεται ακατοίκητο… (Σαφής αναφορά επίσης στον «Βασιλιά της Ασίνης» του Γιώργου Σεφέρη. Άλλωστε η «νυχτερίδα» βρίσκεται και στην τραγωδία που μπαίνει ως Εισαγωγή στα Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα του Πιραντέλο, ο οποίος απαιτούσε ρητά αρχαία ελληνική τραγωδία για εισαγωγή στο έργο του. Εκεί η νυχτερίδα μπερδεύεται στα μαλλιά της Κλυταιμνήστρας) .
Στα χρόνια της δικτατορίας ο μύθος καθίσταται διέξοδος για τον ποιητή για να ξεφύγει από την απαγορευτική επικαιρότητα.
«Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασκίζοντας ανόητα/ να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων…» (Τ.Δ. 61) αναρωτιέται ο Ρίτσος, ενώ λυπάται ο Σεφέρης στο Μυθιστόρημα ΙΗ΄ «Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω ούτε μια στάλα».
. «Ο Αγαμέμνων είναι μια ελεγεία της ματαιότητας», γράφει ο Πρεβελάκης, «Είναι ο εφήμερος άνθρωπος, όπως τον καθόρισε η τραγική αίσθηση του πρώιμου αρχαϊκού λυρισμού των Ελλήνων», αποφαίνεται ο Αριστόξενος Σκιαδάς.
Ο θάνατος κατέχει πρωτεύουσα θέση στο έργο του Ρίτσου, όπως και στην οικογένειά του. Οι μυθικοί ήρωες είμαστε εμείς, οι άνθρωποι της κάθε εποχής που αγωνιούμε για όλα τα εφήμερα ζητήματα της καθημερινότητας». Ο Ορέστης, ο Αγαμένων, η Ιφιγένεια, ο Φιλοκτήτης, είμαστε εμείς.
Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση που αφορά την Κασσάνσδρα∙ πρώτον: «κακό δώρο να μαντεύεις σωστά το μέλλον» και δεύτερον: «Η πραγματική αιτία που κανείς δεν πιστεύει την Κασσάνδρα είναι πως δεν θέλουμε να πιστέψουμε την αλήθεια».
Ο Ορέστης είναι ένα ακόμη προσωπείο του ποιητή που στέκει μπροστά στο «δίλημμα: Πολιτική δράση ή ποιητική δημιουργία; Στράτευση ή αυτονομία;». Για τον διχασμό του Ορέστη ανάμεσα σ’ αυτό που ο ίδιος θέλει και σ’ αυτό που οι άλλοι περιμένουν να πράξει (θυμίζω τη συμβουλή που δίνει ο Κώστας Βάρναλης στον δικό του «Ορέστη», προτείνοντας του να πάει και το έργο του να κάνει, αφού ούτως ή άλλως «θα παίρνει σε από πίσου/ για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου», αφήνοντας σε εκκρεμότητα το τι είναι σωστό).
Σχολιάζει η Παπαστάθη, «Πίσω από τον Ορέστη κρύβεται, τελικά, ο καθένας από μας, ο οποίος οφείλει να λάβει απόφαση για το κοινωνικό καλό, ερχόμενος σε σύγκρουση με τα προσωπικά πιστεύω του, με τις επιθυμίες και τις αξίες του».
Όσο για τις άλλες ηρωίδες, η αιώνια Παρθένα Ηλέκτρα – η Ιφιγένεια είναι η γεροντοκόρη- ταυτίζεται με το παρελθόν και δεν αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος έχει αλλάξει. «Μια μαινάδα που δεν μπορεί να συγχωρήσει το κακό που έχει συμβεί. Ποθεί με πάθος την εκδίκηση και θα ηρεμήσει μόνο όταν αυτή θα πραγματοποιηθεί» (ας σκεφτούμε πως η Ηλέκτρα υπάρχει όσο μισεί. Μισώ άρα υπάρχω. Μόλις ικανοποιηθεί το αίσθημα της εκδίκησης τελειώνει ο ρόλος της στον μύθο. Είναι κι αυτή μια σκέψη).
Η Ηλέκτρα συνδέεται με τις «μεγάλες, ασιδέρωτες σημαίες» όπου κυριαρχεί η διάψευση, η σιωπή, τα γηρατειά» (στην ταινία του Νικήτα Μιχάλκοφ Ψεύτης ήλιος, βλέπουμε το σουρωμένο από τον αέρα πανό με το πορτρέτο του Στάλιν σε ένα χάος, όπου θύμα και θύτες είναι μπλεγμένοι στα γρανάζια της αδυσώπητης εξουσίας και αδικαίωτης εκδίκησης. Η υπόθεση της ταινίας είναι αληθινή).
Η Παπαστάθη θα επεξεργαστεί διεξοδικά κάθε πρόσωπο γνωστό ή δευτερεύον, θα αξιοποιήσει κάθε σχόλιο, παρατήρηση, μελέτη, θα σκύψει με μεγάλη προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια ασήμαντη ή σημαντική και θα προσπαθήσει να φωτίσει τον κόσμο του ποιητή, την περιρρέουσα ατμόσφαιρά του, παράλληλα θα φωτίσει τον αρχαίο μύθο, άλλοτε κλίνοντας προς αυτόν και άλλοτε αποκλίνοντας από αυτόν. Πώς και γιατί ο ποιητής έπραξε έτσι και δεν έπραξε αλλιώς. Πώς η ζωή των Ατρειδών και των Ρίτσων συναντιούνται
«εκεί που σμίγουν η μέρα και η νύχτα»
Ο πλούσιος υπομνηματισμός, οι διευκρινίσεις, η ρέουσα αφήγηση, το ενδιαφέρον θέμα, πρώτα από όλα, καθιστούν το βιβλίο της Δέσποινας Παπαστάθη ένα χρησιμότατο βοήθημα για τους φοιτητές, τους μαθητές όποιον αναγνώστη αγαπά τη μεγάλη ποίηση, έχει ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του και δεν ενδίδει σε ανόητες ομφαλοσκοπήσεις.
Ανθούλα Δανιήλ