Το βιβλίο με τον τίτλο Τα φτερά της Τριμοίρας του Δημήτρη Αλεξίου είναι τόμος συγκεντρωτικός διηγημάτων. Περιέχει όλες, τις προηγούμενες εκδόσεις του: «Παλιά Τετράδια», «Ραψωδία των Δρόμων», «Η Κατεδάφιση προετοίμαζε την Ανέγερση», «Τέσσερις Ώρες».
Ο τίτλος του βιβλίου πηγάζει από τον μύθο. Την όμορφη Τριμοίρα, λέει, είχαν μοιράνει οι Μοίρες, τρεις φορές, οπότε και η συλλαβή «τρι» παίζει και αυτή τρεις φορές και μας θυμίζει τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη «Τρι και τρι και τρι και τρι. Τι γλυκιά που είν’ η ζωή. Τι γλυκιά και τι πικρή. Τρι και τρι και τρι και τρι». Φαίνονται παιχνιδιάρικοι και χαρούμενοι αλλά δεν είναι, γιατί πράγματι η ζωή είναι από τη φύση της αντινομική, γεμάτη αναποδιές, ενώ παρ’ όλα αυτά είναι μέγα αγαθό και πρώτο, όπως λέει ο Σολωμός. Τυχαίος λοιπόν εκείνος ο τριπλασιασμός του «τρι»; Όχι. Δεν νομίζω.
Λέει, λοιπόν, ο μύθος πως, μια ηλιόλουστη μέρα, η Τριμοίρα βγήκε με τον πατέρα της να πάνε να βρουν τη μητέρα της. Διανυκτέρευσαν σε ένα βουνό. Το πρωί όμως ο πατέρας έλειπε, ενώ ένα ποτάμι και θεόρατα βράχια της έκλειναν το πέρασμα. Είχε πάει, λέει, να φτιάξει το δρόμο για να περάσει η Τριμοίρα, αλλά πού ’ναι τος; Και η Τριμοίρα έκλαιγε και να σου μπροστά της τότε ο Ερμής, άνοιξε μια σπηλιά και πήρε κάτι φτερά που τα είχαν κρύψει εκεί οι τρεις Μοίρες για κείνην και εκείνη τα φόρεσε και πέταξε στον σκοτεινό ουρανό.
Έτσι λέει ο μύθος· και αν, όπως επιμένει ο Ανδρέας Κάλβος, ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας, αυτή την αλήθεια θα επιχειρήσουμε να τεκμηριώσουμε, αγρεύοντας ψιχία στις σελίδες του βιβλίου. Αν βρίσκομαι σε καλό δρόμο, αν και χωρίς τα φτερά της Τριμοίρας, εκείνο το επίθετο «σκοτεινός» που συνοδεύει τον ουρανό, στον μύθο, δεν βρέθηκε τυχαία εκεί… αν …
Το πρώτο κείμενο είναι ο «Ανήλιαγος».
Ο «Ανήλιαγος» δεν είναι άνθρωπος. Δεν παραπέμπει στον Βασιλιά Ανήλιαγο που ήταν καταδικασμένος να μην τον βλέπει ο ήλιος. Ήταν απλώς ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, με τοίχους γεμάτους σημάδια: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στον τοίχο, μπορεί να ’ναι κι από αίμα», λέει ο Γιάννης Ρίτσος, μόνο που τα σημάδια του Ανήλιαγου δεν είναι «κόκκινα», αλλά τρύπες από τα όπλα των αντιμαχόμενων πολιτικών ομάδων, από όπου «μπαινοβγαίνει ο θάνατος», συνεχίζει ο Ρίτσος.
Το σπίτι είναι ένα σκέλεθρο σήμερα, φόβητρο για τους αγράμματους κατοίκους και αποτροπή για τα παιδιά: «παίξτε μακριά απ’ τον Ανήλιαγο». Ο Ανήλιαγος ήταν το θέατρο, όπου έπαιξαν τον ρόλο που τους αναλογούσε στην τραγωδία της πατρίδας μας οι μοιρασμένοι στα δυο πολίτες, στα χρόνια της κακοδαιμονίας της. Τώρα «πανηγύριζαν οι πεθαμένες στητές μορφές», τα νυχτοπούλια και οι «θεριεμένες τσουκνίδες».
«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,/ γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,/διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί», λέει και ο Κ. Π. Καβάφης. Δεν έφυγαν οι θεοί, δεν έφυγαν οι σκιές και τα φαντάσματα από τη μνήμη.
Όμως, θα ρθει καιρός και το σκελεθρομένο σπίτι θα βγει από τον μύθο του και, με τον έλεο και τον φόβο, θα γίνει θέατρο, για να αναπαραστήσει τα δεινά των μυθικών ηρώων που σίγουρα θα ρίξουν φως και θα εξηγήσουν τα θαμμένα μυστικά που κρύβει στα σπλάχνα και στο στήθος του. Το παλιό «θέατρο» της ιστορίας θα γίνει κανονικό θέατρο της ζωής… που συνεχίζεται και όλα σιγά σιγά ο χρόνος τα θολώνει … Τα θολώνει;;;
Ο άνθρωπος, εκείνος που ο ανώνυμος ή απρόσωπος αφηγητής είδε να βγαίνει από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα του χωριού και να χάνεται στην ανηφόρα, ήταν ο πρωτεργάτης πολλών «καλών» και «κακών» που άλλαζε τόπο για να αποφύγει τον Νόμο. Ο Νόμος όμως τον ακολουθούσε, όπως η πόλη του Καβάφη τον πολίτη της, όπως οι Ερινύες τον Ορέστη, και ο άνθρωπος περί ου ο λόγος (πώς να τον αποκαλέσεις «ήρωα»;), ήδη εξέτιε ποινή· ποια ποινή; αυτήν της φυγής, της μοναξιάς, της αγωνίας για την εξασφάλιση του άρτου του επιούσιου· «τη μέρα σταματούσε εκεί που ξημερωνότανε. Το φως ήταν ο άσπονδος εχθρός του. Έκλεινε τα μάτια, δεν το ’θελε. Δεν μπορούσε να δει γυμνή την ψυχή του. Σφράγιζε τα μάτια κι έπεφτε σε ημερήσια νάρκη. Ούτε κοιμόταν ούτε ήταν ξύπνιος. Συλλογιζόταν… μέσα του έσμιγαν οι φοβερές μέρες του παρελθόντος. Έπρεπε όμως να ξεφύγει, ν’ απαγκιστρωθεί» και στην οθόνη του δικού του, ιδιωτικής προβολής κινηματογράφου, ξαναζούσε τα πάντα: τα ειδυλλιακά τοπία του παλιού καιρού, καιρού της ειρήνης, με τους δουλευτές της γης και τους μικρούς δρόμους «που ’χαν χαράξει χρόνια τώρα οι πατούσες τους»…
Ο αφηγητής μας δίνει πίνακα ζωγραφικής, παλιάς παραδοσιακής τεχνοτροπίας, όταν όμως μπαίνει στην προσωπογραφία του «ήρωα» γίνεται ρεαλιστής καλλιτέχνης και εξπρεσιονιστής: «φαρδιά μουστάκια, σφιγμένα χείλη, στεγνά… γαμψή μύτη με λίγες τρίχες, μελιτζανωτή και μαυροκόκκινη, μάτια αετίσια, γοργοκίνητα, το ’να θαρρείς αλλήθωρο… πυκνά κατσαρά μαλλιά», που είχαν αρχίσει να γίνονται λευκά. Εν ολίγοις, το κακό έχει πάρει πρόσωπο, δεν είναι πια αφηρημένη έννοια για συγκεκριμένα αδικήματα… και επειδή οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή, καθώς μαρτυρεί ο Πλάτωνας, αυτός ο αλειτούργητος, όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης και αποσυνάγωγος και αποδιωγμένος, ως φαίνεται, δεν έχει πει την τελευταία του λέξη και σκοπεύει να την πει… Δεν είναι μια απλή ιστορία η ιστορία του. Ο Αλεξίου καταφέρνει να φτιάξει ένα πολύ ωραίο θεατρικό δρώμενο ανάλογο με εκείνο του δημοτικού τραγουδιού – «ο γυρισμός του ξενιτεμένου»- μόνο που δεν στέκεται στις εξωτερικές αλλαγές όπως αυτές που επισημαίνει ο δημοτικός τραγουδιστής ή ο Σεφέρης στον δικό του «ξενιτεμένο», αλλά μιλάει για την εσωτερική πάλη που νιώθει ο τωρινός, περιπλανώμενος, αποσυνάγωγος, «σημαδιακός κι αταίριαστος», όπως θα έλεγε πάλι ο Παπαδιαμάντης. Η εξέλιξη θα μας εκπλήξει. Το αρχαίο δράμα τελειώνει δι ελέου και φόβου, το σύγχρονο δεν μας λυπάται και ο ήρωας ξαναπαίρνει τα βουνά, δίνοντας την εντύπωση πως αποτελεί παραλλαγή και εξέλιξη του ανθρωποιημένου «Ανήλιαγου».
Και η αφήγηση τρέχει, μπαίνει σε άλλες εποχές και δρόμους, ξυπνά τις απωθημένες στα σκιερά της μνήμης αυλάκια και ανασηκώνει την παλιά καθημερινή ζωή: περιβάλλοντα κρύα και παγερά, με ανθρώπους σκιές και χαφιέδες, με προβλήματα, παθήματα και δολοπλοκίες, λούμπεν περιβάλλοντα, όπου αστράφτει ο σουγιάς και η απειλή της λάμας επιβάλλει το νόμο, όπου θα παιχτούν οι ανάλογοι ρόλοι, σε ανάλογες καιρικές συνθήκες και τόπους εργασίας ή σπίτια όπου μόνο η δυστυχία κατοικεί. Τα κείμενα όλα, αν και μοιάζουν ασύνδετα, είναι επεισόδια σπονδυλωτού έργου, γιατί όλα είναι εκδοχές της μια και ίδιας ανθρώπινης πικρής ιστορίας. Κάπου κάπου θα λάμπει και ο ήλιος …
Ο Αλεξίου βλέπει τον άνθρωπο που είναι δεμένος στο άρμα της κακής μοίρας του και άγεται, σαν τιμωρημένος, από τη μια κακή συνθήκη στη χειρότερη. Παράδειγμα: «Η μάνα μου ξαναπαντρεύτηκε …δυο χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου με έναν ανεπρόκοπο μπογιατζή που είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με τον πατέρα μου. Δηλαδή τεμπελιά και κρασί…ξύλο, βρισίδι, μιζέρια, κυνικότητα… Η μάνα μου συνέχιζε το κλάμα της μέχρι που εγώ κοιμόμουνα». Αντί για νανούρισμα το παιδί άκουγε κλάματα.
Ο χρόνος περνάει αλλά τα επεισόδια είναι ατελείωτα… Μια «νύχτα του πολέμου» που προοιωνίζεται να καταλήξει σε ευτυχισμένη μέρα, θα πνιγεί στο αίμα. Οι συλλογισμοί της νύχτας, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες και τι μπορεί να κάνει ένας απελπισμένος ερωτευμένος, όπως ο «Ιλαρίων», ας πούμε, που είναι ερωτευμένος με την «Πόπη», αλλά η Πόπη είναι ερωτευμένη με κάθε άντρα που μπαίνει στον «ευαγή» οίκο της κάθε βράδυ, θα καταλήξει σε φονικό και αυτοχειρία. «Ο πλανώδιος μανάβης» θα μας δείξει πώς η γονιμοποιός αίσθηση και τα κατακόκκινα καρπούζια θα δώσουν τη θέση τους στην παράγωγη και παραγωγική τραυματική παραίσθηση.
Από όλα έχει ο μπαξές του Αλεξίου. Και η γλώσσα. Η γλώσσα ό,τι απαιτεί το περιβάλλον. Περιθωριακή, μόρτικη, εξυπνακίστικη, με επιλεγμένες τις λέξεις για να σε ανατριχιάσουν, επιλεγμένες τις εικόνες για να σε τραβήξουν από το μανίκι σαν να σου λένε «ξύπνα». Αλλά και μερικές φορές, ωραίες φυσιολατρικές περιγραφές που θα ανατραπούν βίαια. Κοφτή, κοντή, μικρή η πρόταση. Αστραπιαία η αίσθηση, σαν σπίθα που ανάβει και σβήνει αμέσως.
Σκληρή κοινωνική κριτική, άνθρωποι βγαλμένοι από την πίσω μεριά του κόσμου που τους έτυχε ως κανονικό το ανάποδο. Ένας εφιάλτης ο κόσμος που η μόνη του είσοδος για να μπεις για να βγεις είναι μόνο η πίσω πόρτα της υπηρεσίας, των σκουπιδιών, των αποβλήτων, του θανάτου…
Τελευταίο κείμενο «Έτος 2001 μ. Χ.». Πρωτοχρονιά στο Σούνιο. Ο Σεφέρης ανέβαινε εκεί για να δει την ανατολή του νέου χρόνου. Ο Αλεξίου για να δει την ανατολή του νέου αιώνα. Πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος, στο θαμπό φως, άρχισε να διαγράφεται μια μάζα από σκιές γυναικών που όσο πλησίαζαν έπαιρναν μορφή κι άρχισε να φωνάζει τα ονόματά τους, πολλά ονόματα άπειρα, στο τέλος είδε και την παλιά του αγάπη αλλά αυτές όλες (σαν σε χορό Ζαλόγγου) έπεσαν από τον γκρεμό στη θάλασσα και χάθηκαν.
Συμπέρασμα-απορία- ερώτημα: Γι’ αυτό η Τριμοίρα πέταξε στον «σκοτεινό ουρανό»; Όμως, με όποιον ουρανό, η ζωή συνεχίζεται. Ο Αλεξίου μοιάζει να μας συστήνει να ξεχάσουμε ό,τι έγινε, να το αφήσουμε να πέσει στον γκρεμό και να χαθεί, σαν σάπιο μέλος που μας εμποδίζει να πάμε μπροστά. Και τις γυναίκες όλες και την παλιά αγάπη· όλα στον γκρεμό –όλα πρέπει να καούν λέει ο Σεφέρης- και ο αφηγητής με τα φτερά της Τριμοίρας θα πετάξει… Βέβαια, δεν του έτυχε μια … ας μην λέμε ονόματα… εκείνος λέει…. αλλά εγώ θα διαλέξω μια άλλη, εκείνη που έτυχε του Δάντη· τη Βεατρίκη· όμως εκείνη πέθανε νωρίς, δεν έζησε να δει και να βιώσει τη φθορά τη δική της και των άλλων. Βλέπετε… οι μυθικές γυναίκες και οι ηρωίδες των μυθιστορημάτων είναι τυχερές, πεθαίνουν νέες και είναι πάντα όμορφες. Οι αληθινές γερνάνε… τι λέει ο Ελύτης; «ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. Ο Ρεμπώ επέζησε της Κομμούνας όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Άρμστρογκ».
Ας μείνουμε λοιπόν στη μυθική πλευρά του κόσμου και στη φωτεινή πλευρά του ουρανού… έτσι κι αλλιώς ο ουρανός δεν είναι πάντα σκοτεινός κι ο ήλιος κάθε μέρα, ανατέλλει…
Ανθούλα Δανιήλ