είναι λυσιτέλεια να οδυνάται κανείς στο όνειρο
Η φράση που επέλεξα για μότο από το βιβλίο του Δημήτρη Ρεντίφη με οδηγεί στο σεφερικό Κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά /ego dormio et cor meum vigilat. Έτσι και η παρούσα αφήγηση δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν μεγάλης και μακρόχρονης λογοτεχνικής αγρύπνιας, αποτελούμενης από την αγωνία συγγραφής κειμένων που συνδυάζουν την επιστημονική μελέτη με την αυτοβιογραφία, την περιγραφή με την αφήγηση, την εξακτίνωση στα πέρατα της γνώσης αλλά και τη συσπείρωση στα ένδον, στο κέντρο, στο σπέρμα από όπου και πάλι θα αναπτυχθεί σαν βεντάλια στις άλλες επιστήμες για να ξεπηδήσουν από παντού γνώσεις και πληροφορίες που θα γεμίσουν τον χώρο…
Ο Δημήτρης Ρεντίφης δεν είναι ένας απλός συγγραφέας. Είναι ένας συγκεντρωτικός της άπασας γνώσης και καλλιτεχνίας εραστής, διανοητής και ρέκτης. Κινείται με μεγάλη ευελιξία σε όλους τους χώρους και γεμίζει όλα τα κενά, ακολουθώντας το παράδειγμα της φύσης που τα απεχθάνεται και γι’ αυτό τα γεμίζει με άνθη, όπως συναφώς παρατηρεί και ο Διονύσιος Σολωμός στο «χάσμα του καιρού».
Το βιβλίο του Πηγάσιοι Δρόμοι, έρχεται από μακριά, έρχεται σαν το κέρας της Αμαλθείας γεμάτο από φρούτα, λουλούδια και καρπούς, αντλημένους από τις αρχαίες πηγές ή από τις πηγάσιες διαδρομές, έπεα πτερόεντα γεμάτα αρώματα, χρώματα, γεύσεις και νάματα ιερά. Αισθήσεις αφημένες στην εκστατική τους απόλαυση.
Το έχει αφιερώσει στην Φάεννα Καθηγήτριά του, Jacqueline de Romilly, που του «δίδαξε τον φλογμό της αναζήτησης». Θα συμφωνήσουμε αλλά θα επιτονήσουμε πως, αν δεν ήταν ο Ρεντίφης ο ίδιος Αυτός που γύρευε να είναι, δεν θα τα είχε καταφέρει η μεγάλη και σπουδαία Ελληνίστρια- Φιλελληνίστρια στην οποία σκύβουμε το κεφάλι και βγάζουμε το καπέλο. Θέλω να πω πως δεν είναι όλοι για όλα, αντιθέτως μερικοί μόνο και πολύ λίγοι είναι για τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία τα δυνατά (για να παραφράσω τον Νίκο Εγγονόπουλο) έργα και λόγια. Και να μια αντίφαση -«πολύ λίγοι»-, όπου το επίρρημα φαίνεται να μειώνει το επίθετο, ενώ αντιθέτως αυξάνει τη σημασία εκείνου που συμπεριλαμβάνεται στους λίγους ή αλλιώς στους εκλεκτούς.
Τα κεφάλαια του βιβλίου είναι έξι. Ερωτικός αριθμός για τον Οδυσσέα Ελύτη και τέλειος. Και, μετά τον καθοδηγητικό Πρόλογό του, ο συγγραφέας αρχίζει την αφήγηση από τη θεά των Γραμμάτων του, αφού όλα τα μεγάλα έργα από θεού άρχονται. Σαν θεά Αθηνά προβάλλει η Jacqueline de Romilly· «Θα αναφερθώ με βιωματική αποκαλυπτικότητα και αντικειμενικότητα… σε μια περίοδο της ζωής μου… είναι η περίοδος της εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής «Η οργή στην αρχαία ελληνική τραγωδία» υπό την επίβλεψη της μεγάλης ελληνίστριας, της Καθηγήτριας, Jacqueline de Romilly…». Η περίοδος είναι το 1970-1973, το Πανεπιστήμιο είναι η Σορβόννη και ο νεαρός και φιλέρευνος Ρεντίφης καταφθάνει εκεί με μία υποτροφία από το ΙΚΥ.
Και ο χείμαρρος των 51 κειμένων αρχίζει με αυτήν τη σπουδαία γυναίκα, σπουδαία για μας τους Έλληνες φιλολόγους, που είχα την καλή τύχη να ακούσω δια ζώσης από τον Δημήτρη Ρεντίφη στο Σπίτι της Κύπρου, στην οδό Ηρακλείτου, στην παλιά Διεύθυνσή του, στο Κολωνάκι, τη σχέση του μαζί της. Αφορμή ήταν το Αφιέρωμα που έκανε η Πανελλήνια Ένωση φιλολόγων στη Romilly και ο Ρεντίφης ήταν ένας από τους ομιλητές της βραδιάς. Εκεί έμαθα όλο το περιβάλλον της περίστασης και το θέμα του διδακτορικού του «La colère de la tragédie grecque».
Οι ειλικρινέστατες εξομολογήσεις του -«Δεν ήξερα να γράψω με σύστημα, με μέθοδο. Αγνοούσα την τεχνική της μελέτης και της έρευνας…» και ο καθηγητής που ο νέος επιστήμονας τον ρώτησε κι εκείνος του απάντησε «Αυτά όποιος γράφει πρέπει να τα ξέρει»- με έκαναν να νιώσω οικεία και να θυμηθώ τον Γιώργο Σεφέρη που είχε αποφανθεί: «Είμαστε τραγικά αυτοδίδακτοι». Ίσως έτσι πρέπει, για να ξεχωρίσει ο ζητών που ευρίσκει από τον άλλο που τα βρίσκει όλα έτοιμα…
Και ο Σεφέρης γίνεται η γέφυρα για να φτάσουμε στην αρχαία τραγωδία, ο ποιητής του οποίου το έργο συναποτελείται από τις «αγωνίες και περιωδυνίες του ίδιου του ποιητή για τα πάθη τους ελληνισμού» στην ιστόρηση των οποίων «από δραματικός ποιητής μετουσιώνεται σε τραγικό ποιητή, με την έννοια … της αποκαλυπτικής πραγμάτωσης και του ποιητικού συγκλονισμού με εμβέλεια οικουμενική», σχολιάζει ο Ρεντίφης.
Θα μπορούσαμε να δώσουμε στο βιβλίο τον προσδιορισμό Σύμμεικτα λόγω του ότι τα κείμενα είναι ποικίλα και αφορούν άρθρα, μελέτες, έρευνες, επιστημονική εργασία, πρόσωπα, κρίσεις, θεατρικά δρώμενα βιβλιοπαρουσίαση ή κριτική. Ο ίδιος τα έχει καταχωρίσει σε κεφάλαια με τίτλους συμμετρικούς και αναλογικούς όπως, Α΄ Συγκράσεις-Αναβάσεις, Β΄ Μεταπλάσεις- Μεταστάσεις, Γ΄ Καταστάσεις –Ανακλάσεις, Δ΄ Παραστάσεις –Ανατάσεις, Ε΄ Συμβάσεις –Υπερβάσεις, ΣΤ΄ Αποδράσεις- Οάσεις. Θα μπορούσαμε επίσης να σχολιάσουμε σ’ αυτά τα ποιητικόμορφα δίδυμα, το πρώτο συνθετικό που είναι οι προθέσεις συν, ανά, κατά, μετά, παρά, υπέρ, με τη συνεκφορά του δεύτερου συνθετικού που δίνει την εντύπωση μιας μουσικής σύνθεσης, όπου η πρώτη λέξη ακούγεται σαν τη νότα «λα» και η δεύτερη σαν τη νότα «ρε», ήτοι τη θέση και την υπέρ-θέση, το κάτω και το άνω. Οι δίλεξοι αυτοί τίτλοι, με το ισοσύλλαβο αφενός και το ομοιοτέλευτο αφετέρου, αλλά και τον προσδιοριστικό υπότιτλο για το κάθε κείμενο, συνιστούν μια παρτιτούρα με νότες και με στίχους.
Ο «Μαίανδρος της μνήμης» του συγγραφέα έχει πολλά «στάσιμα» σ’ αυτή την ποιητική διεκτραγώδηση των εθνικών παθών. Δεν μπορούμε να προσπεράσουμε κανένα κείμενο –όλα είναι άριστα λογοκομψοτεχνήματα- αλλά και κάποια υψώνουν αυχένα, όπως εκείνο για τον επικό Ρίτσο και τον τραγικό Θουκυδίδη. Ονόματα, όπως του Δημήτρη Μαρωνίτη, του Γιάννη Δάλλα, του Τάσου Γαλάτη, του Γιώργη Παυλόπουλου, του Τίτου Πατρίκιου, του φίλου και συσπουδαστή στο Παρίσι Τάκη Στέφου και πολλών άλλων σημαντικών, που ο ευγενής και ζείδωρος συγγραφέας ανθολογεί, μελετά το έργο τους και επαινεί. Κι ακόμα δεν μπορώ να παρακάμψω το κείμενο «Ο Αίας και ο Λάζαρος στην υπέρβαση», «είδωλα καμόντων, άσαρκοι σκοταίοι, ζωντανοί ίσκιοι (που) συνυπήρχαν», κείμενο συγκλονιστικό που διαπερνά τους αιώνες, καταργεί τις αποστάσεις, συνθέτει τα ανόμοια και βρίσκει τις κρυφές αλληλουχίες.
Και επειδή ο χώρος δεν επαρκεί για να σταθώ αναλυτικά σε όλα, θα επιλέξω μερικά από αυτά, αναπαράγοντας το λόγο του τον πεποιημένο, τον επιμελημένο, τον εξακτινωμένο στο σήμερα και στο πάντα, στη φύση και στο πνεύμα, τον απόγονο της κλασικής του παιδείας, με τον οποίο μας κοινωνεί και μας αναβαθμίζει:
«Η ‘‘ύβρις’’, η ‘‘τίσις’’ και η ‘‘δίκη’’ είναι καθοριστικά σήματα μιας νόρμας που ρύθμισε απαρέγκλιτα η ζωή των ανθρώπων… Ο μύθος του Τηρέα είναι ένα μύθος με ηχήεσσα τη λειτουργικότητα αυτών των σημάτων» … που μας παραπέμπουν στις «απαρχές της προϊστορίας, στις πηγές της γρηγορούσας συνείδησης».
«Η Ελλάδα είναι γαλανή θάλασσα, μάγεμα φύση, γλαυκός ουρανός και άσπρος ήλιος. Ποιος μπορεί να αδειάσει τη θάλασσα, να εξαντλήσει το υγρό στοιχείο: Κανένας! Ποιος μπορεί να απομαγεύσει τη φύση, να ακυρώσει το θαύμα; Κανένας!
Ανεξαρτήτως του είδους του κειμένου, ο συγγραφέας δεν πιέζεται από τη βία του χρόνου να το περιορίσει σε χίλιες λέξεις π.χ., αλλά το αφήνει να απλωθεί και να αναδείξει όλες τις παραμέτρους του. Είναι εκείνος που διαθέτει την ικανότητα, την εμπειρία και τη γνώση για να δει ώς πού μπορεί να φθάσει, τι άλλο πέρα από όσα λέει ή υπαινίσσεται ή κρύβει εμπεριέχει και να μας το προσφέρει στο σεντεφένιο κέλυφος της αρχαίας λάμψης και σκευής της ελληνικής γλώσσας.
Ένα ωραίο παράδειγμα, από τα αμέτρητα αυτού του τόμου, είναι ο στίχος του Γ. Σεφέρη «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»… και να προσθέσω κι εγώ ότι δεν με πληγώνει η φθορά μόνο αλλά και η ομορφιά που δεν ασχολείται με των ανθρώπων τα πάθη, αλλά μας δέχεται «όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα», λέει ο Σεφέρης στον «Βασιλιά της Ασίνης». Επίσης δεν πρέπει να ξεχάσουμε τον πλούτο των υπομνηματισμών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ακόμα συνοδευτικό βιβλίο, με όλες αυτές τις πληροφορίες που μας προσφέρει ο Ρεντίφης.
Σαν να είναι συλλογή πολύτιμων λίθων, το βιβλίο μάς προσφέρει όχι μόνο την πληροφορία για το όποιο γεγονός περιγράφει, αλλά μας διδάσκει και γλώσσα και πολιτισμό και ήθος και ύφος… Κατεβαίνοντας στις πηγές ή ανεβαίνοντας στους Πηγάσιους δρόμους του, δεν υψιπετεί για την υψιπέτεια, δεν ανθίζει ματαίως, αλλά αναζητεί μέσα στα σύγχρονα έργα την αρχαία ρίζα και την φέρνει στο φως, σαν τις φλέβες του βράχου στριμμένα κλήματα πάλι από τον βράχο της Ασίνης του Γιώργου Σεφέρη. Γιατί όλα, όποια σκευή κι αν χρησιμοποιούν, δεν είναι παρά το αρχαίο δράμα σε παραλλαγμένη μορφή. Δικά μας πράγματα αγαπητικά.
Το βιβλίο για να διαβαστεί και να χωνευτεί στο σύνολό του απαιτεί πολύ χρόνο, μεγάλη προσοχή, εμπεριστατωμένη γνώση, ενδιαφέρον χωρίς όρια και ικανότητα εξακτίνωσης στα πολλά και ποικίλα θέματα του ελληνικού κυρίως αλλά και του παγκόσμιου πολιτισμού. Παρόλα αυτά και εξ όνυχος τον λέοντα αντιλαμβανόμαστε ότι μας διδάσκει πως «Αν η γνώση δεν γίνει σοφία και φιλανθρωπία, αν δε γίνει αυτογνωσία, είναι άχρηστη». Πόσοι είναι οι Πηγάσιοι δρόμοι που μας μεταφέρουν από τη ρίζα στον καρπό; Άπειροι. Άπειρη και η απόλαυση και η ευγνωμοσύνη μας για το πλούσιο αυτό δώρο…
Στο μπλε εξώφυλλο, μέσα σε κόκκινο φόντο, Ο Πήγασος με τον Βελλεροφόντη, έργο του Pierre Grimal, από το Dictionνaire de la Mythologie Grecque et Romain, Presse Universitaires de france, Paris 1969, σελ. 63.