Τι είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους; αναρωτιέται ο Γιώργος Σεφέρης, αλλά και ο πριν 2500 χρόνια Ευριπίδης:
ό,τι θεός ή μη θεός ή το μέσον,/ τις φησ’ ερευνήσας βροτών/ μακρότατον πέρας ευρείν/ ος τα θεών εσορά /δεύρο αύθις εκείσε/ και πάλιν αντιλόγοις/ πηδώντ’ ανελπίστοις τύχαις;…
Πράγμα που σημαίνει ότι κανείς δεν ξέρει τι είναι ο θεός, τι δεν είναι, τι βρίσκεται ανάμεσα, κανείς θνητός δεν έψαξε και βρήκε, αφού βλέπει πως τα έργα των θεών αλλάζουν πότε έτσι και πότε αλλιώς και πάντοτε ανέλπιστα (Ελένη, στίχ. 1137-1143).
Αυτή η ιδέα με παραλλαγές επανέρχεται σε αρκετά έργα του Ευριπίδη και παντού αλλού και αυτή είναι η ραχοκοκαλιά της νουβέλας της Διώνης Δημητριάδου, της οποίας ο ήρωας, συγκλονισμένος από μια απώλεια, αρχίζει να φιλοσοφεί, να στοχάζεται βαθιά, επειδή το τραύμα είναι βαθύ.
Το βιβλίο απαρτίζεται από 25 κείμενα. Από αυτά, τα πέντε είναι δοκίμια με τίτλο «Θηρίο ή θεός – ο χώρος ανάμεσα» και το θέμα τους αφορά την τραγωδία· στην ουσία, αφορά τη μοίρα του ανθρώπου, όπου η συγγραφέας, με το προσωπείο του ήρωά της, θα σκύψει με μεγάλη προσοχή για να βρει αυτό που φυσικά δεν μπορεί να απαντηθεί, αφού, όσες φορές και όποια απάντηση και αν δοθεί, θα είναι ανεπαρκής, και πάντα, κάθε εποχή θα χρωστάει τη δική της ανάγνωση και τη δική της απάντηση.
Το κείμενο με τον τίτλο «Σημείωμα για τους συντρόφους μου» προβάλλει τον πολιτικό του χαρακτήρα. Από τα άλλα, εννέα κείμενα, με μορφή Ημερολογίου, από τις 2 έως τις 23 Μαΐου, φέρουν τον τίτλο «εδώ που είμαι ακόμα» (με ελαφρές χρονικές παραλλαγές: «ξημερώματα, εδώ που είμαι ακόμα» ή «Εγώ ακόμη εδώ, για πόσο όμως;). Το εικοστό πέμπτο προκύπτει «Από τις σημειώσεις του Γεράσιμου». Τα υπόλοιπα είναι αριθμημένα και άτιτλα.
Αυτή η σταυρολεξική σύνθεση μοιάζει να παραπέμπει στο πυκνό δίχτυ των αόρατων διαδρομών της σκέψης ή των συναισθημάτων, που με δοκίμια, για την τραγωδία και κυρίως με το παράδειγμα του Οιδίποδα, ζητά απάντηση στα καθ’ ημάς. Παράλληλα με το Ημερολόγιο δείχνει τον αμείλικτο χρόνο που εξαντλείται, οσονούπω.
Στο εναρκτήριο ερώτημα, «Πώς γίνεται, ό,τι έχω χάσει, πάλι μέσα μου να είναι, πάλι να το νιώθω σαν το πιο “δικό μου”, σαν μια απώλεια κερδισμένη;», εμφανίζεται η αντίφαση μέσα στα ανθρώπινα· «απώλεια κερδισμένη». Και η συνέχεια των προβληματισμών εξελίσσεται δαιδαλικά, αναζητώντας απαντήσεις, σε περίεργες συνθέσεις αντιθέτων, όπως «Μια εικόνα πολλαπλών αναμετρήσεων: το “εγώ” του πολιτισμού και του ορθού λόγου με το “εγώ” του κόσμου των ενστίκτων»…
H Δημητριάδου δράττεται από τον τραγικό λόγο, έχει επισημάνει εκείνο το «αντιλόγοις» που συναντήσαμε πριν λίγο στον Ευριπίδη, έχει νιώσει τη μεγάλη, έστω και φαινομενική, αντινομία που διέπει τη ζωή, τη συνύπαρξη του εσωτερικού τοπίου και την ταυτόχρονη συμμετοχή στο ευρύ εξωτερικό…
Ο ήρωας του βιβλίου, ο Ευγένιος, είναι ένας μοναχικός ξεχωριστός άνθρωπος, καθισμένος σε μια πολυθρόνα κοντά στο παράθυρο και κοιτάζει έξω, χωρίς κάτι ιδιαίτερο να κεντρίζει το βλέμμα του. Και να που κάποτε άνοιξε η απέναντι πόρτα· ένα κορίτσι φάνηκε για λίγο και έπειτα τρέχοντας έστριψε στη γωνία και χάθηκε από το κάδρο… Θα το ξαναδούμε στο τέλος και αισθάνομαι πως αυτό το κορίτσι λειτουργεί σαν σύμβολο, που εμφανίζεται για λίγο και χάνεται, σαν τη ζωή, τη νιότη, τον αγώνα, τον έρωτα, την ευτυχία. Χάνεται όμως γρήγορα και, στα μέτρα μιας ζωής, σαν αστραπή.
Όπως είδαμε από τα μέρη της νουβέλας, εκείνο που αφορά την τραγωδία με παράδειγμα τον Οιδίποδα, το αίνιγμα της Σφίγγας, τον χρησμό του Μαντείου, τις κινήσεις του ήρωα που νόμιζε πως ήξερε -αφού έλυσε το αίνιγμα- συμπεραίνουμε πως ό,τι και να ξέρουμε, η ζωή έχει νόμους που δεν μας τους γνωστοποιεί. Και οι χρησμοί του θεού των Δελφών δεν λέγουν αλλά σημαίνουν μόνο. «Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρά σου/ …/ Σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, υποστηρίζοντας «Εκείνο που δεν γίνεται».
Η συγγραφέας, με όχημα την τραγωδία, εξασφάλισε έναν εύσχημο τρόπο για να διευκρινίσει τι είναι τραγωδία και τι δραματική ένταση, π.χ., αλλά και να συνδέσει το αρχαίο δράμα με το σύγχρονο. Να μας πει δηλαδή ότι δεν βλέπουμε τραγωδία χωρίς να συνειδητοποιούμε το μήνυμά της στο διηνεκές. Οπότε, με οδηγό πάντα το αρχαίο δράμα, θα διερευνήσει πόσο βαθιές είναι οι ρίζες του κακού, όπως είναι «αρχαία τα Λαβδακιδάν»… Θα μπορούσαμε βεβαίως να επαναλάβουμε πως όλα τα έχουν πει οι αρχαίοι μας, όλα τα έχει ξαναπεί ο Σαίξπηρ και έπειτα, όλα τα έχουν επαναλάβει οι νεότεροι μεγάλοι. Ωστόσο, το ερώτημα «Θηρίο ή θεός» δεν έχει απαντηθεί και είναι πολλά τα «ανάμεσα» που παραμένουν σκοτεινά.
Όσο, κι αν ο ήρωας προβληματίζεται πάνω στο θέμα του Οιδίποδα που δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε, φεύγοντας από τους Δελφούς, ή αφού απάντησε στο αίνιγμα της Σφίγγας επιτυχώς, δεν θα καταλήξει κάπου. Τα ερωτήματα είναι πολλά και όλα δύσκολα. Εκ των υστέρων και 2500 χρόνια μετά μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε, αλλά την ψυχή του Οιδίποδα, μετά την απάντηση του Μαντείου, ποιος μπορεί να την υπολογίσει. Εύκολες οι απαντήσεις, όταν οι ερωτήσεις αφορούν τους άλλους. Ο θεός πάντως δεν βοηθάει, το σύμπαν παραμένει βουβό, οι θεοί και οι άγιοι δεν υποκύπτουν στις ανθρώπινες παρακλήσεις, ο ήρωάς μας θα ξανακοιτάξει το κείμενό του, αλλά τα «δυσνόητα του κόσμου» θα παραμείνουν άλυτα.
Άσε που ο επί σκηνής έχει άλλη αίσθηση της κατάστασης από τον θεατή στην κερκίδα (να προσθέσουμε εδώ και τον ποιητή τον ίδιο και τον σκηνοθέτη). Τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο;
Η Δημητριάδου θα επικαλεστεί έναν φωτογράφο και τη δουλειά του, την αποτύπωση της εικόνας που βλέπει, ενώ ο ηθοποιός υποδύεται τον ρόλο. Ας το πούμε πιο απλά. Ο φωτογράφος μας δείχνει το απέξω μιας στιγμής φευγαλέας, ο ηθοποιός προσπαθεί να μιμηθεί το από μέσα μόνιμο, να μας δώσει το ήθος και το ύφος, αφού αυτό χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. Ο φωτογράφος αποτυπώνει τη ζωντανή πραγματικότητα σε νεκρό χαρτί, ενώ ο ηθοποιός ζωντανεύει τον ρόλο από το νεκρό χαρτί και μας εξαπατά, παρουσιάζοντάς τον ως πραγματικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι η τέχνη με τα ψέματά της λέει αλήθειες. Κι έτσι οι δύο κόσμοι συμφύρονται. Η φωτογραφία είναι μια στροφή προς τα πίσω, ένα καταφύγιο… «μια απόπειρα να μην βλέπω την αλήθεια», τώρα.
«Πάει πολύς καιρός που άφησε τη σηκωμένη του γροθιά στο σπίτι του. Καιρός πολύς που “κουράστηκε” και αποφάσισε να συζητάει το περισσότερο παρά να ζητάει το δίκιο του στους δρόμους … Είναι και η μοναξιά που χτίζει τείχη… είναι και οι επιλογές που είχε κάνει».
Ο ηρωικός του αντίλογος του με τις Ευμενίδες έχει ξεχαστεί, «μας πήρε ο ύπνος», λέει ο Σεφέρης, και, ο Ρίτσος, μπαίνοντας στην Τέταρτη διάσταση ασκεί αυτοκριτική. Δεν είναι πια η ώρα της δράσης, αλλά της κριτικής, της σκέψης και της απελπισίας.
Ο άνθρωπος δεν διαλέγει ελεύθερα αυτό που διαλέγει και κανείς δεν εγγυάται ότι διάλεξε σωστά. Είναι η πανίσχυρη Μοίρα που έχει τον πρώτο λόγο· το βλέπουμε στον Αισχύλο –η Αίσα, η Μοίρα που κανείς δεν μπορεί να την νικήσει· πρώτη αυτή, μετά ο θεός και μετά ο άνθρωπος. Όπως λέει και ο Σεφέρης «αλλιώς η μοίρα το βουλήθη, πρέπει να στρίψεις σε μια κώχη». Μια ανώτερη δύναμη υπερβαίνει τις ανθρώπινες πράξεις, προαιρέσεις, βουλήσεις και σου επιβάλλει πού να στρίψεις και να αλλάξεις ζωή. Η ανθρώπινη γνώση σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Το βιβλίο κλείνει με την φράση: «σε κάθε ερώτηση η απάντηση μοιάζει να είναι ο Άνθρωπος. Ή, μήπως, όχι;». κι εμείς ρωτάμε: Αυτό είναι το «ανάμεσα»; Ο άνθρωπος είναι κάτι ανάμεσα; Ούτε θηρίο ούτε θεός; Η φράση βεβαίως μας θυμίζει την καταληκτική παράγραφο της Ομιλίας του Σεφέρη στη Σουηδική Ακαδημία:
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.
Η Σφίγγα ρώτησε, ο Οιδίπους απάντησε, ο Σεφέρης κατένευσε. Η Δημητριάδου όμως, με τον τρόπο που διατύπωσε το δικό της ερώτημα, σαν τη Σφίγγα, άφησε πολύ «ανάμεσα» στο θηρίο και στον θεό, ενισχύοντας την αμφιβολία, γιατί κάθε εποχή οφείλει τη δική της απάντηση στη δική της απορία.
Τέλος, ας μη μας διαφύγει ότι ο θεωρούμενος πεζός λόγος της Διώνης Δημητριάδου είναι ήδη ποιητικός και, πίσω από τον μύθο της νουβέλας της, βαθιά στοχαστικός· όπως τότε, στην Αρχαία Ελλάδα, ποιεί μουσικήν και εργάζεται φιλοσοφία και ποίηση …
Ανθούλα Δανιήλ